Τσίπρας: «Θέλω» δίχως όρια

Τσίπρας: «Θέλω» δίχως όρια

Οι νέοι –όπως η δεσποινίς Μητσοτάκη- λένε «Ό,τι νάναι». Οι πρεσβύτεροι «Ό,τι του κατέβει». Και τα δύο χαρακτηρίζουν άριστα τον Τσίπρα.   

Προσωπικά από την πρώτη στιγμή τού αναγνώρισα  –προκαλώντας πολλές δυσαρέσκειες σε βορειοελλαδίτες φίλους- πως, όπως το χαλασμένο ρολόι λέει δύο φορές το 24ωρο τη σωστή ώρα, έτσι κι αυτός με τη συμφωνία των Πρεσπών κινήθηκε εθνωφελώς (εθνωφελώς ακόμη και με γεωπολιτικούς/γεωστρατηγικούς όρους). Έστω και αν λειτούργησε υπό την πίεση του ξένου παράγοντα ή με πρώτο κίνητρο την πρόκληση εσωτερικών τριγμών στη ΝΔ. Μάλιστα δεν αποκλείω τα διεθνοπολιτικά επιτεύγματα της σημερινής κυβέρνησης σε κάποιο βαθμό να οφείλονται στο ότι η χώρα δεν έχει πλέον να διασπαθίζει το περιορισμένο διπλωματικό της κεφάλαιο σε ένα θέμα το οποίο –για πολλούς ίσως δευτερεύον, πάντως- δεν συναντούσε την κατανόηση των συμμάχων μας.

Τούτου δοθέντος όμως και παρά την πείρα που –επώδυνα για τη χώρα- κατέκτησε κατά την κυβερνητική του περίοδο, πρωτίστως σε σχέση με τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς ισχύος, ο ασφαλώς όχι ατάλαντος ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται με κραυγαλέο τρόπο από τα ίδια με παλιά στοιχεία: αυθάδεια, αμάθεια –πολλοί θα τον χαρακτήριζαν αστοιχείωτο σε πάμπολλους τομείς- επιπολαιότητα, παρορμητισμό, ροπή στον λαϊκισμό και τη χυδαία δημαγωγία ανεξαρτήτως συνεπειών για τον τόπο, πρωτίστως δε από έναν αφελή βολονταρισμό.

Δυσκολεύομαι να φανταστώ πλέον κραυγαλέα εκδήλωση αυτής της –δηλωτικής πνευματικής καθήλωσης- άφρονος βουλησιαρχίας από την αξίωση η Ελλάδα, αφού αγοράσει τη σχετική τεχνογνωσία, να αρχίσει να παράγει μαζικά η ίδια το εμβόλιο. Ειλικρινά, αναρωτιέται κάποιος: τι άλλαξε από την εποχή που ο ίδιος έδινε μάχη, ακόμη και κόντρα στο κόμμα του, για να μην στερηθεί ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός των υπηρεσιών κυρίας που υποστήριζε πως η χώρα μπορεί να λύσει όλα της τα προβλήματα –δημόσιου διεθνούς χρέους, ανέχειας κλπ- δια της κατά βούληση εκτύπωσης 500ευρων;

Και μια τόσο ευτελής, τόσο πρόχειρη, τόσο επιπόλαιη αντιπολίτευση μήπως δεν μπορεί να συντελέσει στη βελτίωση και μιας κυβέρνησης, την οποία στην παρούσα συγκυρία πολλοί θα είχαν την τάση να χαρακτηρίσουν και ατάλαντη και άτολμη, διαπιστώνοντας και τα διαχειριστικά λάθη της στη διαχείριση της παρατεινόμενης υγειονομικής κρίσης, αλλά και την πολιτική δειλία της να αντιμετωπίσει με επιστημονικό ορθολογισμό θεσμούς και οργανισμούς με μεγάλη επιρροή στην εκλογική της βάση; 

Συμπέρασμα: Αν είναι στη φύση των κυβερνήσεων να φθείρονται στην πορεία του χρόνου δεν νομίζω πως είναι στη φύση των αντιπολιτεύσεων ανά πάσα στιγμή να αυτογελοιοποιούνται. Και ίσως ως σύστημα το δημοκρατικό πολίτευμα κινδυνεύει περισσότερο από την απαξίωση των αντιπολιτεύσεων απ’ ό,τι από την, σε τελική ανάλυση αναπόφευκτη, απαξίωση των κυβερνήσεων. Άλλωστε ο ορθολογισμός του έργου είναι δυσκολότερος από τον ορθολογισμό του λόγου…