Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η απειλή του Νταρθ Βέιντερ

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η απειλή του Νταρθ Βέιντερ

Την προηγούμενη εβδομάδα η κυβέρνηση παρουσίασε το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) το οποίο θα φέρει προς συζήτηση και έγκριση στη βουλή και στη συνέχεια θα το καταθέσει προς αξιολόγηση και έγκριση στην ΕΕ.

Το σχέδιο προτάσσει ως προς τη στόχευση τις προτεραιότητες που θέτει η ΕΕ για την αξιοποίηση του πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Θέτει ως στόχο τον μετασχηματισμό της οικονομίας ώστε αυτή να γίνει πιο δυναμική, ανθεκτική, συνεκτική, πράσινη και ψηφιακή. Περιγράφει τις μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των επενδυτικών σχεδίων στα οποία θα κατευθυνθούν οι πόροι του προγράμματος. 

Η χώρα λοιπόν έχει στην παρούσα συγκυρία, με την συνδρομή της ΕΕ, την ευκαιρία που χρειαζόταν προκειμένου να προχωρήσει στις αναγκαίες αλλαγές. Η δυνατότητα αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη για έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο με την αντιπολίτευση για τρεις σημαντικούς λόγους.

Πρώτον γιατί ο χρονικός ορίζοντας του Εθνικού Σχεδίου υπερβαίνει τον ορίζοντα της εντολής της παρούσας κυβέρνησης. Δεύτερον γιατί αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που έχει η χώρα να κερδίσει όσα χάθηκαν από τις δύο κρίσεις.

Να δοθούν ευκαιρίες στους Έλληνες που αναζητούν μια καλύτερη προοπτική στη χώρα τους αλλά και σε αυτούς που υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν για να επιστρέψουν.

Τρίτον γιατί η Ελλάδα με την σωστή αξιοποίηση των πόρων θα δώσει τα επιχειρήματα, ώστε η Ευρώπη να κάνει ένα βήμα προς της σωστή κατεύθυνση με τη δημιουργία ενός μόνιμου Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή της πανδημίας.

Έχουν λοιπόν Κυβέρνηση και αντιπολίτευση υποχρέωση να προσέλθουν στο διάλογο με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, έτσι ώστε και την ύστατη στιγμή να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές για να ενισχυθεί η οικονομική αποτελεσματικότητα του σχεδίου.

Για να διευκολυνθεί ο διάλογος χρειάζονται δεδομένα τα οποία ενδεχομένως να μην κρίθηκε αναγκαίο να ενσωματωθούν στο προς συζήτηση κείμενο.

Για παράδειγμα όταν ο στόχος είναι να γίνει πιο πράσινη η οικονομία αυτό στο κομμάτι της ενέργειας θα σήμαινε να παρουσιαστεί η πορεία προς τους στόχους για το 2030, όπως περιγράφονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που κατατέθηκε το Δεκέμβριο του 2019 -με τις αναγκαίες προσαρμογές λόγω κρίσης πανδημίας και Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου- και στη συνέχεια ποιες δράσεις και επιλέξιμα επενδυτικά σχέδια της κυβέρνησης επιταχύνουν και πως την πορεία προς τους στόχους αυτούς.

Ακόμη πιο ιδανικά, ποια θα ήταν η πορεία προς τους στόχους με άλλες επιλέξιμες δράσεις που δεν προκρίθηκαν. Έτσι μπορεί να γίνει μια γόνιμη και δημιουργική συζήτηση.  

Για τις ΑΠΕ λοιπόν και για το 2030 ο στόχος είναι 61-64% συμμετοχή στην Ακαθάριστη Τελική Κατανάλωση Ηλεκτρικής Ενέργειας – τώρα οι ΑΠΕ είναι κοντά στο 33%, το φυσικό αέριο κοντά το 37% (και ο λιγνίτης στο 11%). Για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ο στόχος για το 2030 είναι να μειωθούν κατά 56% σε σχέση με το 2005.

Στην εξοικονόμηση ενέργειας, ο στόχος είναι να μειωθεί κατά 38% σε σχέση με τις προβλέψεις του 2007. Για να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα των πράσινων σχεδίων που προκρίθηκαν θα πρέπει να ξέρουμε ποια θα ήταν η πορεία της χώρας χωρίς αυτά και ποια θα είναι με αυτά.

Τέλος υπάρχει το ζήτημα κριτηρίων επιλογής σχεδίων. Ποια προκρίθηκαν και με ποιο κριτήριο, ποια η εγχώρια προστιθέμενη αξία τους και ποια απορρίφθηκαν. 

Ο καθηγητής του ΕΜΠ Χ. Δούκας στη βάση των επιστημονικών του ερευνών κατέθεσε δημόσια δύο προτάσεις: 

1) Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από γεωθερμία υψηλής ενθαλπίας: το βεβαιωμένο μόνο δυναμικό στη Μήλο και τη Νίσυρο είναι 150 MW και 50 MW αντίστοιχα.

Tο γεωθερμικό δυναμικό της Μήλου θα μπορούσε να καλύψει πάνω από τις μισές από τις ενεργειακές ανάγκες των Κυκλάδων, αποδίδοντας σημαντικά οφέλη για τους κατοίκους των νησιών αυτών και ιδιαίτερα της Μήλου.

Η κάλυψη της χρηματοδότησης για την κατασκευή 2 μεγάλων γεωθερμικών μονάδων από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (σε Μύλο και Νίσυρο) έχει μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία και μάλιστα σε ανταγωνιστικές τιμές. 

2) Ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας προς Βόρεια/Κεντρική Ευρώπη: Η Ελλάδα σχεδιάζει να έχει εγκαταστήσει 20 GW ΑΠΕ μέχρι το 2030 και πολύ περισσότερα την περίοδο 2030-2050.

Με τη ζήτηση στην Ελλάδα να μην υπερβαίνει τα 6-9,5 GW, σημαίνει ότι είτε θα πρέπει να εγκατασταθούν πάρα πολλά συστήματα αποθήκευσης (μεγάλο κόστος), είτε θα γίνονται μεγάλες περικοπές στην ενέργεια που παράγουν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά.

Μια λύση είναι να εξάγεται η ενέργεια από ΑΠΕ όταν υπάρχει μεγάλη περίσσεια. Για αυτό όμως χρειάζονται νέες ισχυρές γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την Ελλάδα απευθείας στα μεγάλα κέντρα κατανάλωσης στην κεντρική Ευρώπη.

Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει την κατασκευή (με ευρωπαϊκή επιχορήγηση στο 50% συνδυαστικά με χρήση πόρων από το Connecting Europe Facility και το Ταμείο Ανάκαμψης) μιας τέτοιας ηλεκτρικής λεωφόρου.

Αυτή η πρόταση είναι μια μετεξέλιξη του σχεδίου Ήλιος του Υπουργού  Ενέργειας και Περιβάλλοντος Γ. Παπακωνσταντίνου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το οποίο εγκαταλείφθηκε μετά τις εκλογές του 2012.

Το έργο αυτό θα μπορούσε να πάρει και γενικότερο ευρωπαϊκό χαρακτήρα με συνεργασία χωρών-μελών της ΕΕ ώστε να απαντά και στην κριτική που έχει διατυπωθεί για απουσία διασυνδεσιμότητας των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης.  

Αν είχαν προκριθεί οι προτάσεις αυτές, ποια θα ήταν η πορεία προς τους στόχους και πόσο θα διέφερε το κόστος για την επίτευξη τους σε σχέση με το προσδοκώμενο όφελος;

Ανάλογες διευκρινήσεις είναι απαραίτητες και στα υπόλοιπα σχέδια του προγράμματος τα ψηφιακά και όχι μόνο. Έτσι ο διάλογος θα γίνει ουσιαστικός και οι Έλληνες πολίτες θα γνωρίζουν ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι πόροι να αξιοποιηθούν με το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. 

Στο Πόλεμο των Άστρων δεν εξέλειπαν οι καλές προθέσεις όπως αυτές που υπάρχουν και στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Η Γαλαξιακή Δημοκρατία κινδύνευσε από τη δύναμη του σκότους που εκπροσωπούσε ο Ντάρθ Βέιντερ.

Αν τα κριτήρια επιλογής των πράσινων η ψηφιακών σχεδίων αποδειχτεί εκ των υστέρων ότι δεν υπαγορευτήκαν από το κριτήριο της οικονομικής αποτελεσματικότητας αλλά από πελατειακά κριτήρια ή επιχειρηματικές πιέσεις αυτό δεν θα είναι απλά ήττα της Ελλάδας αλλά και ήττα της Ευρώπης προς μια πιο ομόσπονδη κατεύθυνση.

* O Φίλιππος Σαχινίδης είναι Πρώην Υπουργός Οικονομικών