Το απίστευτο θράσος του Αλέξη Τσίπρα

Το απίστευτο θράσος του Αλέξη Τσίπρα

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Η απερίγραπτη επίθεση βίας στον Γιάννη Μπουτάρη έδωσε αφορμή στον Αλέξη Τσίπρα να "ευαισθητοποιηθεί" χαρακτηρίζοντας το περιστατικό απαράδεκτο. Μόνο που η ερμηνεία του συμβάντος ανάγεται- σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα- στο πολύ μακρινό παρελθόν της πολιτικής ιστορίας και όχι στο εγγύς.

Ο πρωθυπουργός ξεχνάει βέβαια, τα όσα διαδραματίστηκαν τα τελευταία χρόνια κάτω από την δική του σκηνοθεσία στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Ξεχνάει τα "λαϊκά δικαστήρια" στις πλατείες, τις κρεμάλες και το πολεμικό κλίμα που καλλιέργησαν σε όλη τη χώρα, προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές. Ξεχνάει και την αποθέωση της μισαλλοδοξίας που δημιούργησε τα συννεφάκια των ψηφοφόρων του.

Από το 2008 μέχρι και σήμερα η αριστερή βία πρωταγωνιστεί παντού και πολλές φορές ταυτίζεται με την ακροδεξιά, όπως στην περίπτωση του εταίρου της κυβέρνησης Πάνου Καμμένου ο οποίος προέτρεπε τους κατοίκους της Χαλκιδικής να λιντσάρουν τον πρώην δήμαρχο Αριστοτέλη, Χρήστο Πάχτα, τον Σεπτέμβριο του 2013.

Η επιλεκτική μνήμη όμως όλων των αριστερών είναι τουλάχιστον εξοργιστική. Αντί να αισθανθούν τύψεις που δηλητηρίασαν τον ελληνικό λαό, αρπάζουν την ευκαιρία για να ενισχύσουν το παραδοσιακό τους προφίλ. Αυτό του ηττημένου που βάλλεται και διώκεται από το κράτος της Δεξιάς. Μόνο που δεν υπάρχει πια κράτος της Δεξιάς αλλά ένα αμοραλιστικό καθεστώς της Αριστεράς που συγκυβερνάει με ένα ακροδεξιό κόμμα, το οποίο στην ατζέντα του είχε ανέκαθεν ως βασικές αξίες την μισαλλοδοξία- εδώ μοιάζει με την Αριστερά- τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την θρησκοληψία, την εσωστρέφεια και τον ολοκληρωτισμό.

Οδηγός σ΄αυτή την ανεξέλεγκτη πορεία αήθειας είναι μοιραία ο πρωθυπουργός. Μόνιμος εξαρχής «γητευτής» των ταπεινών ενστίκτων τόσων πολλών που νομίζουν ακόμα ότι «η Γη είναι επίπεδη» και «ότι θα ζήσουν αιώνια» προστατευμένοι κάτω από την εύνοια της ανομίας τους.

Κατά συνέπεια, πόσο θράσος πρέπει να έχει κανείς για να παρουσιάζεται ως τιμητής των τραμπουκικών συμπεριφορών, όταν ο ίδιος τις θεωρεί σε άλλες περιπτώσεις, δράσεις ακτιβισμού και επαναστατικής αντίδρασης;

Μήπως όμως, είμαστε μια κοινωνία αρνητών και γι΄αυτό εκλέγουμε αυτούς τους ηγέτες; Μήπως δεν είναι μόνο το ζήτημα της Αριστεράς αλλά ένα φαινόμενο συμπλεγματικής τάσης απέναντι στο εκτόπισμα της δράσης και της δημιουργίας;

Δεν μπορώ να υπολογίσω το ποσοστό των Ελλήνων που επιθυμούν να «συμπαθούν» και να οικτίρουν τους ηγέτες τους και όχι να τους θαυμάζουν. Καταλαβαίνω όμως, πολύ καλά, την αγωνία ενός άλλου ποσοστού που δεν ανέχεται πια τον διασυρμό της δικής τους συνείδησης από καρικατούρες «παλιών φαντασμάτων» που επωμίστηκαν ρόλους ανάξιους των δυνατοτήτων τους.

Η χώρα έχει ανάγκη από ανάταση και αυτό δεν είναι μόνο θέμα προσώπων. Είναι ζήτημα πλειοψηφούσας απαίτησης και συλλογικής ετοιμότητας. Μπορεί να είναι εύκολο το «πιο χαμηλά» αλλά σε λίγο, θα είναι θέμα επιβίωσης το «λίγο ψηλότερα».