Θεόδωρος Πελαγίδης: Η οικονομία δρομολογεί την αποδρομή της κυβέρνησης

Θεόδωρος Πελαγίδης: Η οικονομία δρομολογεί την αποδρομή της κυβέρνησης

Το πιο αισιόδοξο σενάριο είναι η κυβέρνηση να αποδεχθεί την ιδέα ότι βρίσκεται σε αποδρομή, να προκηρύξει εθνικές εκλογές γρήγορα και να καθαρίσει ο δρόμος για την οικονομία, δηλώνει στο liberal.gr ο Θοδωρής Πελαγίδης.

Το χειρότερο σενάριο, όπως λέει, ο καθηγητής οικονομικής ανάλυσης και συνεργάτης στο αμερικανικό Brookings Institute, είναι να μην το αποδεχτεί αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και να συνεχίσει να ταλαιπωρεί τη χώρα μέχρι τον Οκτώβριο, διάστημα κατά το οποίο η οικονομική συμπεριφορά της κυβέρνησης θα χειροτερεύσει περαιτέρω, με άγνωστες τις επιπτώσεις, πολύ περισσότερο όταν διεθνώς κυριαρχεί η πολιτική αβεβαιότητα με αποκορύφωμα την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη αλλά και τον εμπορικό πόλεμο Κίνας- ΗΠΑ.  

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της τελευταίας έκθεσης του γερμανικού ινστιτούτου IFO, που δείχνουν την τεράστια οπισθοδρόμηση που έχει υποστεί η Ελλάδα, ο σύμβουλος μακροοικονομικών του προέδρου της ΝΔ.τονίζει ότι η χώρα αγωνίζεται σήμερα να επανέλθει σε μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που βρισκόταν το 2014, από το οποίο σε αρκετά ζητήματα βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά.

«Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το 2014 οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη για τα έτη 2015 και 2016 ήταν 3% για το κάθε έτος, δηλαδή περίπου συνολικά 11 δισ ευρώ νέος πλούτος, που όμως χάθηκε ανεπιστρεπτί», σημειώνει με νόημα, ενώ ταυτόχρονα κάνει ειδική μνεία στον παραλογισμό των εταίρων για τα πλεονάσματα. Θα μπορούσαν, όπως λέει, εφ'' όσον η οικονομία παράγει πλεονάσματα, να δεσμεύουν την κάθε κυβέρνηση να μην σπαταλά τα χρήματα αυτά προς άγραν ψήφων, αλλά να τα διαθέτει για την αποπληρωμή οπωσδήποτε του χρέους, την προώθηση των επενδύσεων αλλά και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κάτι που δεν έκαναν.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία που δημοσίευσε το διεθνούς φήμης γερμανικό ισντιτούτο IFO, δείχνουν για την Ελλάδα ότι οι οικονομικές προοπτικές του 2019, είναι χαμηλότερες απ' ότι την διετία 2016-2017, και πολύ χαμηλότερες από εκείνες της διετίας 2013-2014. Τι μας δείχνει αυτό εννέα μήνες μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια;

Μας δείχνει το αυτονόητο. Η χώρα αγωνίζεται σήμερα να επανέλθει σε μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που βρισκόταν το 2014. Μάλιστα, σε αρκετά ζητήματα βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά.

Το 2014, ιδιαιτέρως το πρώτο εξάμηνο, η χώρα φαινόταν πως είχε «πάθει και είχε μάθει». Εάν τότε έλεγε κανείς ότι ύστερα από πέντε χρόνια θα γινόταν προσπάθεια από κάποια κυβέρνηση εξαγοράς ψήφων με λεφτά από ελικόπτερο ουδείς θα το πίστευε. 

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το 2014 οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη για τα έτη 2015 και 2016 ήταν 3% για το κάθε έτος, δηλαδή περίπου συνολικά 11 δισ. ευρώ νέος πλούτος,  που όμως χάθηκε ανεπιστρεπτί. Για να μην αναφέρω τα 7 περίπου δισ. ευρώ συνολικά από τα κέρδη των ομολόγων που χάθηκαν. Ή τα 20 και πλέον δισ από την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών που έκαναν φτερά. Αντ'' αυτού είχαμε μηδέν τις χρονιές αυτές. Έκτοτε η αναιμική μεγέθυνση κυμαίνεται καθαρά κάτω του 2%. 

Άρα είναι λογικό το 2014 η προοπτική του 3% για το 2015 και ξανά του 3% για το 2016 να είναι πολύ καλύτερη από εκείνην για το 2019 όπου η οικονομική μεγέθυνση και πάλι φαίνεται να είναι πολύ κατώτερη των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, πιθανότατα πάλι κάτω του 2%.

Πράγματι στην ίδια έρευνα, η πρόβλεψη του IFO για την ανάπτυξη του 2019, είναι πως αυτή θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα με το 2018, δηλαδή στο 1,9%, και κάτω του ψυχολογικού ορίου του 2%, όταν η κυβέρνηση μιλάει ακόμη για 2,3%…

Πρώτα απ'' όλα να μην ξεχνούμε ότι η μεγέθυνση προέρχεται από την οικονομία και τις αγορές και όχι από την κυβέρνηση. Ο ρόλος της τελευταίας βέβαια είναι καθοριστικός πολύ περισσότερο όταν παρεμβαίνει με τον τρόπο που παρεμβαίνει στην οικονομία η σημερινή κυβέρνηση.

Να επισημάνω ακόμη μια φορά το ζήτημα της εκτατικής και της εντατικής μεγέθυνσης. Λόγω του ασφυκτικού ελέγχου της κυβέρνησης αυτής στην οικονομία όχι μόνο ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης είναι αναιμικός, αλλά και η "ποιότητα" του είναι πολύ χαμηλή.

Η οικονομία αναπτύσσεται ελάχιστα και αποκλειστικά μέσω της αύξησης της απασχόλησης με τρόπο εκτατικό, δηλαδή με λίγες νέες θέσεις εργασίας πολύ χαμηλά πληρωμένες. Δεν προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας που βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο. 

Συμφωνείτε με την άποψη ότι αν ενισχυθούν σημαντικά τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, τότε οι Βρυξέλλες θα γίνουν ξανά αυστηρές απέναντι στην Ελλάδα και το πακέτο παροχών της κυβέρνησης, ακριβώς προκειμένου να μην δώσουν τροφή στους «σκληρούς» που τις κατηγορούν ως υπερβολικά ανεκτικές απέναντι στην Αθήνα;

Προσέξτε το λάθος των πιστωτών στην περίπτωση αυτή. Από τη μια έχουν πραγματικά ελαφρύνει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου ως προς την αποπληρωμή του χρέους, και αυτό είναι πολύ θετικό. Από την άλλη όμως δεν αφήνουν την Ελλάδα - η δικαιολογία είναι επειδή δεν την εμπιστεύονται- να διαθέσει πόρους προς όφελος της οικονομικής μεγέθυνσης.

Αυτό γίνεται με τους δυσβάσταχτους όρους των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν επιβάλει. Πολύ περισσότερο γίνεται με το να ανέχονται για τρίτο συνεχή χρόνο την λογική και την πολιτική των υπέρ πλεονασμάτων, η οποία υπό οποιαδήποτε οικονομική θεωρία είναι εντελώς παράλογη ως βάναυσα προ κυκλική, υπερπεριοριστική οικονομική πολιτική. 

Διερωτωτάται λοιπόν καλόπιστα ο αντικειμενικός παρατηρητής ποιος ήταν τελικά ο σκοπός ελαφρύνσης του χρέους; Δεν ήταν το να δοθεί η δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να ανακτήσει γρήγορα το χαμένο έδαφος και να αναπτυχθεί;

Από ότι φαίνεται σκοπός των εταίρων και πιστωτών ήταν να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει με τα πρωτογενή υπερπλεονάσματα και τα πλεονάσματα τα συμφωνηθέντα οφειλόμενα.

Θα ήταν όμως λογικότερο να δεσμεύσουν την Ελλάδα, αν δεν την εμπιστεύονταν, αντιστρόφως:  Στην χρήση των πρωτογενών πλεονασμάτων που προκύπτουν από την οικονομική μεγέθυνση ώστε η κάθε κυβέρνηση να μην μπορεί να σπαταλά τα χρήματα αυτά προς άγραν ψήφων, αλλά να τα διαθέτει για την αποπληρωμή οπωσδήποτε του χρέους, την προώθηση των επενδύσεων αλλά και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι υποστηρίζουν -και σωστά- ότι μια χώρα με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης πρέπει να φροντίζει πάντα να δημιουργεί ή καλύτερα να συντηρεί δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να είναι έτοιμη με δημοσιονομικό χώρο να αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο δυσμενές περιβάλλον στο μέλλον. 

Αυτό που εξηγώ είναι ότι τα συμφωνηθέντα οφειλόμενα θα μπορούσε η Ελλάδα να τα αποπληρώνει πολύ πιο εύκολα χωρίς να συγκεντρώνει δημοσιονομικά πλεονάσματα κι υπερπλεονάσματα! Να μη βάζει δηλαδή το άλογο πίσω από το κάρο.

Ειδάλλως ο σκοπός της ελαφρύνσης του χρέους που είναι η Ελλάδα να σταθεί γρήγορα στα πόδια της και να αναπτυχθεί για να μπορεί να αποπληρώνει, δεν εξυπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πρόκειται για κατάσταση εντελώς παράλογη. 

Το ερώτημα φυσικά είναι πως θα αντιδράσουν οι αγορές.  Συμφωνείτε με την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι αυτές έχουν προεξοφλήσει την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα υπέρ μιας φιλοαναπτυξιακής κυβέρνησης ; Και εντέλει, ποιο είναι το καλύτερο και πιο το χειρότερο σενάριο για την οικονομία από τις κάλπες της Κυριακής; 

Το καλύτερο σενάριο είναι η κυβέρνηση να αποδεχθεί την ιδέα ότι βρίσκεται σε αποδρομή, να προκηρύξει εθνικές εκλογές γρήγορα ώστε ο δρόμος για την οικονομία να γίνει πιο καθαρός.

Το χειρότερο σενάριο είναι να μην το αποδεχτεί αυτό και να συνεχίσει να ταλαιπωρεί τη χώρα μέχρι τον Οκτώβριο. Την περίοδο αυτή η οικονομική συμπεριφορά της κυβέρνησης αναμένεται να χειροτερεύσει περαιτέρω.

Οι επιπτώσεις από κάτι τέτοιο είναι ακόμη άδηλες, πολύ περισσότερο όταν διεθνώς κυριαρχεί ένα περιβάλλον πολιτικής αβεβαιότητας με αποκορύφωμα την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη αλλά και τον εμπορικό πόλεμο Κίνας και Αμερικής.

* Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, NR senior fellow, Brookings Inst., σύμβουλος Μακροοικονομίας του Προέδρου της ΝΔ