Σταύρος Χριστοδούλου: «Αν η μνήμη πεθάνει πάνω στο παχύ μας δέρμα, έχουμε ξοφλήσει»

Σταύρος Χριστοδούλου: «Αν η μνήμη πεθάνει πάνω στο παχύ μας δέρμα, έχουμε ξοφλήσει»

«Ερέθισμα για να γράψω το τελευταίο μου βιβλίο ήταν ο στίχος του Σεφέρη “η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί”. Αυτές οι οκτώ λέξεις μοιάζουν με εγκάρσια τομή στην πραγματικότητα που βιώνουμε τον τελευταίο σχεδόν μισό αιώνα στην Κύπρο. Στη δική μου ανάγνωση δε, αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η αμιγώς υποκειμενική διάσταση του πόνου, η μικρή ιστορία.»

Ο κύπριος δημοσιογράφος και λογοτέχνης Σταύρος Χριστοδούλου υπήρξε μια κεραυνοβόλα περίπτωση στη λογοτεχνία. Με το πρώτο βιβλίο του «Hotel Nasional» (εκδ. Καλέντη) διαβάστηκε, αναγνωρίστηκε κι αγαπήθηκε. Με το δεύτερο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» (εκδ. Καστανιώτη) τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος στην Κύπρο και με το μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο τρίτο βιβλίο του «Τρείς σκάλες ιστορία» (εκδ. Καστανιώτη) επιστρέφει στον χρόνο 43 χρόνια πριν, εξάλλου από το παράθυρό του για 57 χρόνια αντικρίζει τον Πενταδάκτυλο, και αφηγείται την ζωή της Χλόης και μετέπειτα της Εζρά, μιλώντας για έναν διπλό βιασμό: εκείνον που έκοψε την πατρίδα στο δυο και της Χλόης που έφερε στην ζωή της την Εζρά:

«Εκτός από τη μνήμη, το άλλο μεγάλο θέμα που προσπάθησα ν’ αγγίξω είναι η έννοια της πατρίδας. Έχετε δίκιο ότι βιώνουμε μια νέα πραγματικότητα όπου τα σύνορα δεν λειτουργούν πλέον ως στεγανά. Στην Κύπρο μεγαλώσαμε με το σύνθημα “τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια”. Κάτι σαν κραυγή για να δηλώσουμε πως δεν αναγνωρίζουμε τα επίχειρα του πολέμου. Τι γίνεται όμως με τον αδυσώπητο χρόνο; Το ποτάμι της ζωής δεν σταματά, ρέει ορμητικό, άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν, παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν, η έννοια της πατρίδας μοιραία μεταλλάσσεται μαζί με τα χρόνια που περνούν.»

Μας λέει στο Liberal.gr ο Σταύρος Χριστοδούλου και μιλώντας μας για το βιβλίο του αναφέρεται στην Κύπρο, στην εισβολή του 1973 και τη μεγάλη κι ανεπούλωτη πληγή που είναι πια και τρόπος γραφής, τρόπος ζωής:

«Για μένα είναι ο τόπος μου, είναι οι μνήμες μου, είναι ό,τι είμαι στα 57 μου χρόνια. Είναι μια προσπάθεια να κατανοήσω όλα όσα έγιναν και μας σημάδεψαν ανεξίτηλα. Δεν έχει σημασία ότι υποδυόμαστε πως ζούμε σε μια “κανονικότητα”, εμείς ξέρουμε πως μεγαλώσαμε με μια συναισθηματική αναπηρία. Είναι ένα μυθιστόρημα λοιπόν που για μένα λειτούργησε ως βυθοσκόπηση…» θα αναγνωρίσει ο συγγραφέας.

Συνέντευξη στην Αγγελική Κώττη

- Κύριε Χριστοδούλου, μπορεί η μικρή ιστορία μας να βαδίσει κόντρα στη μεγάλη Ιστορία; - θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι και μια παράμετρος στο βιβλίο σας- όσο κι αν η Ιστορία εξακολουθεί να πονά;

Η κάθε ψηφίδα, στο κάδρο της μεγάλης Ιστορίας, έχει αξία αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της. Γι’ αυτό και συγγραφικά παραμένω προσηλωμένος στα «μικρά», σ’ όλα εκείνα δηλαδή που καταγράφονται με ψιλά γράμματα στο περιθώριο της ζωής. Μια μικρή ιστορία μπορεί να αποδειχτεί θηριώδης κι όχι μόνο να βαδίσει κόντρα στο ρεύμα αλλά ν’ αφήσει εντέλει ευδιάκριτο αποτύπωμα στο πέρασμά της. Αυτό την καθιστά άλλωστε και λογοτεχνικά αξιοποιήσιμη. Ερέθισμα για να γράψω το τελευταίο μου βιβλίο ήταν ο στίχος του Σ εφέρη «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Αυτές οι οκτώ λέξεις μοιάζουν με εγκάρσια τομή στην πραγματικότητα που βιώνουμε τον τελευταίο σχεδόν μισό αιώνα στην Κύπρο. Στη δική μου ανάγνωση δε, αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η αμιγώς υποκειμενική διάσταση του πόνου, η μικρή ιστορία που λέγαμε πριν.

- 43 χρόνια μετά και κανένας - στην Κύπρο τουλάχιστον - δεν παύει να συνεχίζει να βιώνει επώδυνα όσα έζησε το τρομακτικό καλοκαίρι του 1974. Το βλέπουμε στα βιβλία που γράφονται και από συγγραφείς που δεν είχαν γεννηθεί πριν από εκείνο το καλοκαίρι, στο μεταξύ, όμως, βιώνουμε μια χώρα να γίνεται δυο, η πρώην Σοβιετική Ένωση κομματάκια, όσοι γεννήθηκαν κάποτε στη Γιουγκοσλαβία να μην έχουν πατρίδα πια. Τι σημαίνει η αλλαγή των συνόρων για τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους και για τους ήρωές σας, τελικά;

Εκτός από τη μνήμη, το άλλο μεγάλο θέμα που προσπάθησα ν’ αγγίξω είναι η έννοια της πατρίδας. Έχετε δίκιο ότι βιώνουμε μια νέα πραγματικότητα όπου τα σύνορα δεν λειτουργούν πλέον ως στεγανά. Στην Κύπρο μεγαλώσαμε με το σύνθημα «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια». Κάτι σαν κραυγή για να δηλώσουμε πως δεν αναγνωρίζουμε τα επίχειρα του πολέμου.

Τι γίνεται όμως με τον αδυσώπητο χρόνο; Το ποτάμι της ζωής δεν σταματά, ρέει ορμητικό, άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν, παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν, η έννοια της πατρίδας μοιραία μεταλλάσσεται μαζί με τα χρόνια που περνούν. Η ηρωίδα μου, η Χλόη, έζησε 27 ολόκληρα χρόνια με την πεποίθηση ότι ένα αδιαχώρητο τείχος μας χώριζε από τα κατεχόμενα. Ώσπου άνοιξαν τα «σύνορα» το 2003 και βρέθηκε στο οδόφραγμα με ένα μετέωρο βήμα πάνω από το διάφανο διαχωριστικό. Καθώς περίμενε να της επιτρέψουν να περάσει απέναντι, έβλεπε ένα γατί να τρέχει από το ένα φυλάκιο στο άλλο και ήταν σαν παρακολουθούσε τον κόσμο της να γκρεμίζεται με πάταγο. Γρήγορα κατάλαβε με τον πιο επώδυνο τρόπο ότι τα σύνορα, όπως και η πατρίδα, είναι έννοιες που προσδιορίζονται από την υποκειμενική θέαση της ζωής.

- Τι είναι οι «Τρεις σκάλες ιστορίας» για την Έζρα και τί για τη Χλόη και τη μάνα της;

Να εξηγήσουμε πρώτα ότι η «σκάλα» είναι μονάδα μέτρησης εμβαδού τεμαχίων γης που χρησιμοποιείται στην Κύπρο. Τρεις σκάλες λοιπόν είναι το κτήμα στα βόρεια παράλια του νησιού όπου βιάστηκε η Χλόη κατ’ εξακολούθηση εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι. Αυτό το γεγονός καθόρισε και τις «σκάλες» της ζωής της… Μια ζωή πριν από το ’74 -τα χρόνια της αθωότητας- μια ζωή που χώρεσε σε τρεις μήνες πλημμυρισμένους από πόνο και μια ζωή μετά, ως τις μέρες μας όταν τη συναντάμε 61 χρόνων να παλεύει ακόμα με τους εφιάλτες της. Συνοδοιπόρος σε αυτή τη διαδρομή ήταν η μάνα της, η Θεοδοσία, μια γυναίκα σκληρή, στεγνή από συναισθήματα, το μαύρο σύννεφο πάνω από τη ζωή της Χλόης. Όσο για την Έζρα, είναι ένα κορίτσι που γεννήθηκε στο πατρικό της Χλόης μετά την εισβολή, μεγάλωσε στο δωμάτιο της Χλόης και ότι γνώριζε ως πατρίδα ήταν εκείνες οι τρεις σκάλες γης. Όταν αυτές οι δυο γυναίκες, η νεαρή Έζρα ετών 16 και η έφηβη Χλόη ετών 61, βρέθηκαν η μια απέναντι στην άλλη ένα ερώτημα αιωρείτο στην ατμόσφαιρα: ποια πατρίδα;

- Τι είναι οι «Τρεις σκάλες ιστορίας», κύριε Χριστοδούλου, για σας;

Για μένα είναι ο τόπος μου, είναι οι μνήμες μου, είναι ό,τι είμαι στα 57 μου χρόνια. Είναι μια προσπάθεια να κατανοήσω όλα όσα έγιναν και μας σημάδεψαν ανεξίτηλα. Δεν έχει σημασία ότι υποδυόμαστε πως ζούμε σε μια «κανονικότητα», εμείς ξέρουμε πως μεγαλώσαμε με μια συναισθηματική αναπηρία. Είναι ένα μυθιστόρημα λοιπόν που για μένα λειτούργησε ως βυθοσκόπηση…

- Σε όλα σας τα βιβλία οι ήρωές σας είναι τρόπον τινά αποσυνάγωγοι, η πατρίδα τους ή το κόμμα τους τούς πρόδωσε ή δεν υπάρχει πια, διασχίζουν σύνορα, η έννοια της πατρίδας, των συνόρων, του χρέους, έχει αλλάξει ή αλλάζει σιγά σιγά;

Έχετε δίκιο, αν έπρεπε να επιλέξω μια μόνο λέξη το «αποσυνάγωγοι» αποδίδει όλα όσα προσπάθησα να καταγράψω και στα τρία μου μυθιστορήματα. Εσείς είχατε γράψει για τις «υποθηκευμένες ζωές» των ηρώων μου στο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός». Αυτή η καίρια παρατήρηση ισχύει και για τις «Τρεις σκάλες Ιστορία». Οι δικοί μου ήρωες δεν είναι ατσαλάκωτοι κι ούτε βαδίζουν στη ζωή με κατακτημένες βεβαιότητες. Δεν έχουν τίποτε το ηρωικό δηλαδή… Το μέγιστο που επιδιώκουν είναι μια στάση ειλικρίνειας σε σχέση με τα μύχια θέλω τους.

- Κι όλο αυτό είναι ένστικτο επιβίωσης ή ο καινούργιος άνθρωπος που γεννιέται ή διαμορφώνεται σιγά σιγά;

Ένστικτο επιβίωσης, προσαρμοσμένο στη νέα πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε. Εκεί έξω υπάρχει ένας άγνωστος νέος κόσμος όπου ο καθένας μας αναζητεί τον ζωτικό χώρο που του αναλογεί. Τα ρευστά σύνορα, οι ορδές των προσφύγων, το νέο πολυφυλετικό περιβάλλον συνθέτουν μεν μια απτή πραγματικότητα δίχως όμως να καταργούν την προσωπική μνήμη. Οι ήρωες μου αυτό το νήμα ακολουθούν, κάτι σαν ενδοσκόπηση που δεν γίνεται όμως επιτηδευμένα. Είναι ο τρόπος τους για να ζήσουν με στοιχειώδη ειλικρίνεια.

- Στο βιβλίο σας υπάρχει ένας διπλός βιασμός, της Κύπρου και της Χλόης, συνέρχεται ποτέ κάποιος από βιασμό;

Υποτίθεται ο χρόνος επουλώνει τα τραύματα. Αυτό αποδεικνύει η Ιστορία και η ίδια η ζωή. Στην περίπτωση της Κύπρου όμως μιλάμε για μια χαίνουσα πληγή. Σκεφτείτε ότι από το παράθυρό μου αντικρίζω τον Πενταδάκτυλο, καθημερινά, επί 47 συναπτά χρόνια. Μια αφύσικη πραγματικότητα – μισό νησί, μισές ζωές, τι να λέμε τώρα… Ναι, μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό όμως η πληγή να παραμένει ανεπούλωτη. Πόσω μάλλον για τη Χλόη που βίωσε την αγριότητα του βιασμού. Δεν συνήλθε ποτέ, όχι επειδή δεν το ήθελε αλλά γιατί ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

- Και η Ιστορική Μνήμη ή η μνήμη μπορεί ενίοτε να λειτουργεί λυτρωτικά; Ή είναι πάντοτε ανοιχτή πληγή, επώδυνη;

Θα σας απαντήσω με τους στίχους του Παντελή Μηχανικού: «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος / κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα / χωρίς τίποτα να νιώσουμε». Η «Κατάθεση» γράφτηκε το 1975, μόλις ένα χρόνο μετά το μακελλειό, μια προφητική αναφορά σε αυτό που στοίχειωσε τις ζωές μας: αν η μνήμη πεθάνει πάνω στο παχύ μας δέρμα έχουμε ξοφλήσει.

- Κύριε Χριστοδούλου, τι ξέρουν από το Καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο σήμερα τα νέα παιδιά;

Ενδεχομένως αρκετά αλλά όχι στο βάθος που θα έπρεπε. Τα έχουμε φλομώσει τα παιδιά στα συνθήματα, ενώ αρνιόμαστε να τους διδάξουμε την αληθινή Ιστορία. Γιατί βεβαίως το σημαντικό δεν είναι μόνο το τι έγινε εκείνο το καλοκαίρι. Ακόμα σημαντικότερο είναι ό,τι προηγήθηκε και όσα βεβαίως ακολούθησαν. Υπάρχουν μεγάλες γκρίζες περιοχές που δεν ακουμπάμε και γι’ αυτό δεν φταίνε τα παιδιά.

- Στο μεταξύ το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος στην Κύπρο και το μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λάβατε κι εγγυάται μεταφράσεις, κάνει το καινούργιο βιβλίο σας, χρέος σας, τρόπον τινά;

Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Κανένα χρέος δεν χαρακτηρίζει τη συγγραφική μου πορεία. Λειτουργώ απολύτως «εγωκεντρικά», γράφοντας για πράγματα που με γεμίζουν ή που έχω κάτι να πω. Το «Τρεις σκάλες Ιστορίας» προέκυψε αβίαστα, ως μια ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Όταν ξεκίνησα να γράφω αισθάνθηκα το βάρος της, αλλά για μένα παρέμεινε ως το τέλος ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων για ένα θέμα -τη μνήμη- που υπερβαίνει την Κύπρο στην οποία αναφέρομαι.

- Μπορεί η λογοτεχνία να αλλάξει τα πράγματα; Τί μπορεί να καταφέρει η λογοτεχνία στις μέρες μας και τί είναι η λογοτεχνία για σας;

Είναι ουτοπία και ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Μπορεί όμως να δώσει τροφή για σκέψη, να ενεργοποιήσει το μυαλό, να φωτίσει πράγματα τα οποία ενδεχομένως να παρέμεναν αθέατα. Κι αυτό δεν το θεωρώ καθόλου λίγο…

- Πιστεύετε ότι η ελληνική λογοτεχνία χάνεται στην μετάφραση, τελικά;

Πιστεύω ότι άδικα περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό εντός των εθνικών συνόρων, απευθυνόμενη σε ένα περιορισμένο ελληνόφωνο κοινό. Υπάρχουν σημαντικοί Έλληνες συγγραφείς οι οποίοι δεν έχουν τις μεταφράσεις που αξίζει το έργο τους. Αυτό όμως είναι το τίμημα των «περιφερειακών αγορών». Δεν πρόκειται δηλαδή για ελληνικό φαινόμενο.

- Τώρα που ο εχθρός έχει γίνει αόρατος, θα γράφατε κάτι για τον ιό; Τον εγκλεισμό μας;

Δεν αισθάνομαι έτοιμος ακόμα για να το κάνω. Έχω κάποιες σημειώσεις αλλά ως εκεί. Αισθάνομαι ότι χρειαζόμαστε απόσταση από αυτό που μας συμβαίνει ώστε να το μετουσιώσουμε σε τέχνη. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως πρόκειται για μια εμπειρία που θα αφήσει πράγματα μέσα μας.

- Εάν ήταν βιβλίο σας η εποχή μας, τι τίτλο θα βάζατε;

Στις σημειώσεις που σας είπα πριν, για μια συλλογή διηγημάτων συγκεκριμένα, είχα ως τίτλο εργασίας το «Σπασμένο γυαλί». Ένας τίτλος δανεισμένος από το θεατρικό του Άρθρουρ Μίλερ… Αυτό που έχω περισσότερο στο μυαλό μου είναι τις αντανακλάσεις του ήλιου σε ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί. Ένας κόσμος που δεν είναι συμπαγής, σαν να φώτισε η πανδημία όλες τις ραγισματιές του…

- Στα καθαρά περί γραφής τώρα: Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Ξεκινάω πάντοτε πολύ πρωί, με καθαρό μυαλό, σε ένα «στεγανοποιημένο» περιβάλλον. Δεν μπορώ τους θορύβους, ούτε να βλέπω κόσμο γύρω μου. Γι’ αυτό δεν έχω γράψει ποτέ σε δημόσιο χώρο ή «απρογραμμάτιστα» κατά τη διάρκεια του 24ωρου. Είναι μια πολύ μοναχική διαδικασία για μένα το γράψιμο.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μια φράση συνήθως είναι το ερέθισμα για τις πρώτες σημειώσεις. Στην συνέχεια δουλεύω πολύ δομημένα. Μετά την έρευνα, κτίζω τους χαρακτήρες, φτιάχνω αναλυτικό χρονολόγιο και τους βασικούς άξονες της ιστορίας. Αυτά, ώσπου να ξεκινήσω το γράψιμο… Γιατί στη συνέχεια αφήνω την ιστορία και τους χαρακτήρες να με οδηγήσουν. Σπανίως παραμένω πιστός στις αρχικές μου σημειώσεις. Τις αναθεωρώ διαρκώς καθώς η συγγραφή είναι ζωντανή δημιουργία. Αυτή είναι άλλωστε και όλη η γοητεία της…

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Παράξενο δεν θα το ΄λεγα… Συνήθως, όπως σας είπα, γράφω πολύ πειθαρχημένα, χωρίς εκπλήξεις. Το μόνο που θυμάμαι ως διαφορετικό ήταν στο πρώτο μου βιβλίο, το Hotel National. Ήταν χειμώνας και είχα κλειστεί σε ένα σπίτι στο βουνό. Ήμουνα τελείως μόνος και επί μια βδομάδα έγραφα ακατάπαυστα ώσπου έπαθα εντέλει τενοντίτιδα. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα ως συγγραφέας και ένιωθα οι λέξεις να βγαίνουν με ορμή, χωρίς να μπορώ να τις ελέγξω. Λίγα κράτησα βεβαίως από εκείνη την πρώτη γραφή, όμως τη θυμάμαι πάντα με τρυφερότητα…

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Μια εμμονή είναι η περίοδος του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Με γοητεύει πολύ όλο αυτό το κράμα ονείρων, απογοητεύσεων, διαψεύσεων… Στα πρώτα δυο βιβλία ταξίδεψα στη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Το «Τρεις σκάλες Ιστορία» ήταν μάλλον ένα διάλειμμα καθώς αυτό τον καιρό ψάχνω μια ιστορία η οποία θα με οδηγήσει μάλλον στη Γεωργία.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Θα πρέπει να νιώσω ότι με αφορά και οι ήρωες να έχουν στοιχεία που θα με ερεθίσουν για να ξύσω την επιφάνεια τους. Με γοητεύουν τα μυθιστορήματα χαρακτήρων τα οποία έχουν ένα ιστορικό φόντο.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Να είναι πολυεπίπεδος/η και να έχει γωνίες. Οι πιο βαρετοί είναι οι ήρωες – περιγράμματα, σαν καρικατούρες. Γι’ αυτό δεν πιστεύω στον απλουστευτικό διαχωρισμό των «θετικών» και «αρνητικών» ηρώων. Μιλάμε για έναν άνθρωπο οπότε δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντος… Στο τελευταίο μου βιβλίο η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν να δημιουργήσω τον βιαστή της Χλόης, τον Αχμέτ Ντογάν. Σκεφτόμουν διαρκώς, τι σόι άντρας ήταν αυτός που βίασε κατ’ εξακολούθηση μια γυναίκα και μετά συνέχισε να ζει κανονικά; Πήγα λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθησα τις πατημασιές του. Ο Αχμέτ είχε μια ζωή πριν και μια ζωή μετά. Αυτό τον κάνει ένα λογοτεχνικό χαρακτήρα με «ψίχα».

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Δεν μου έχει συμβεί ποτέ αυτό. Ενδεχομένως γιατί αισθάνομαι ότι όλοι τους κατοικούν μέσα μου και κάποια στιγμή, με κάποια αφορμή, βγαίνουν στο φως. Οι συγγραφείς είμαστε καλοί παρατηρητές της ζωής. Αποθηκεύουμε χιλιάδες λεπτομέρειες οι οποίες μπορούν να μετεξελιχθούν σε στοιχεία των ηρώων μας.

- Μας βρίσκουν οι ιστορίες μας ή είμαστε εκείνοι που τις επινοούμε εξ αρχής;

Είναι ένας στίχος της Χαρούλας Αλεξίου που μ’ αρέσει πολύ… Λέει «όπου και να ‘σαι η αγάπη θα σε βρει». Έτσι και οι ιστορίες. Έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι τις δημιουργούμε εκ του μηδενός όμως μοιάζει με νομοτέλεια αυτή η «γέννα».