Σχέσεις Ελλήνων - Νεότουρκων (Μέρος 2ο)

Σχέσεις Ελλήνων - Νεότουρκων (Μέρος 2ο)

Διαβάστε το 1ο μέρος της έρευνας εδώ.

...Τελικά το Πατριαρχείο, αφού δήλωσε πίστη προς τη νέα κυβέρνηση και παραχώρησε την «εκτελεστική» του εξουσία στους κοσμικούς και αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Σε όλη αυτή την κατάσταση ο τύπος δεν έμεινε αμέτοχος. Συμμεριζόμενος τις ιδέες των κοσμικών τροφοδότησε την ένταση.

Στο πλαίσιο της πολιτικής εξουσίας, μετά το 1908, οι κοσμικοί, όπως και ο τύπος, αναλαμβάνουν την πολιτική ομογενοποίηση των Ρωμιών και την εκπροσώπησή τους. Οι εφημερίδες «Πρόοδος» και «Νεολόγος», που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και τα περιοδικά «Νέον Άστυ», «Ταχυδρόμος», και «Αμάλθεια» της Σμύρνης, ήταν αντίθετα με τις απόψεις του Πατριαρχείου.

Ωστόσο στο εσωτερικό της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου υπήρχε η άποψη, ότι ο τύπος δεν έβλεπε θετικά το κίνημα των Νεότουρκων. Έτσι πίστευαν ότι κάποιες εφημερίδες και ειδικά η εφημερίδα «Πρόοδος» οδηγούσε τα πράγματα στα άκρα, λέγοντας ότι, αν δεν διατηρηθούν τα προνόμια και τα δικαιώματα του Πατριαρχείου, οι Ρωμιοί δεν θα βοηθήσουν στις εκλογές.

Συγκεκριμένα, το όργανο της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου κατά τη διάρκεια των εκλογών, η εφημερίδα «Tanin», ξεκίνησε μία πολεμική στις ελληνικές εφημερίδες της Πόλης. Η τουρκική εφημερίδα έκανε προσπάθεια να ενοχοποιήσει τις ελληνικές εφημερίδες ότι εξυπηρετούσαν την πολιτική του ελληνικού κράτους. Εκτός αυτών και ο πολιτικός σύλλογος «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», ήταν τελικά τα όργανα μέσα από τα οποία συγκροτήθηκε και διαδόθηκε στο σύνολο των Ρωμιών η νέα πολιτική ταυτότητα.

Ο Δραγούμης μαζί με τον Σουλιώτη – Νικολαϊδη πίστευαν ότι για να αναπτυχθεί η πολιτική σκέψη της συνύπαρξης των δύο λαών θα αναπτυσσόταν ιδανικά μέσα στο πλαίσιο του κινήματος των Νεότουρκων. Υπήρχαν κύκλοι εντός της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου που πίστευαν ότι η «Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως» μαζί με άλλες ελληνικές οργανώσεις, καθώς και οι Σουλιώτης – Νικολαϊδης και Ι.Δραγούμης, είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τα προνόμια και ότι προσπαθούσαν να κατευθύνουν τους Ρωμιούς να συνειδητοποιήσουν, ότι μπορούν να λειτουργήσουν πολιτικά μακριά από τον επήρεια του Πατριαρχείου. Ωστόσο, πολιτική ηγεσία των Ρωμιών παρέμενε το Πατριαρχείο.

Την περίοδο αυτή, σημειώθηκαν σταδιακά οι πρώτες αλλαγές που οδήγησαν σε ρήξη την Οργάνωση και το Πατριαρχείο. Το ζήτημα των «προνομίων» ήταν από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν το Πατριαρχείο αμέσως μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Η κατάργηση των μιλλέτ σήμαινε την κατάργηση των προνομίων.

Αν και ξεκίνησε η ουσιαστική και νομική αποδυνάμωση του πολιτικού ρόλου του Πατριάρχη, οι Νεότουρκοι φοβήθηκαν την αντίδραση που θα μπορούσε να ξεσηκώσει ο βίαιος περιορισμός του ρόλου μιας προσωπικότητας που είχε μεγάλη επιρροή στο ποίμνιό της και στις Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά, ο Πατριάρχης και ο Σουλτάνος αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου

Μετά το κίνημα του 1908 οι Νεότουρκοι άρχισαν να περιορίζουν τις εξουσίες και τα προνόμια του Πατριάρχη.Ένα από αυτά ήταν η εκπαίδευση.Πράγματι στα επόμενα χρόνια η εκπαίδευση υπέστη τις πιο βίαιες αλλαγές.

Έτσι, άρχισαν να καταργούνται τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στον Πατριάρχη και είχαν θεσμοθετηθεί την περίοδο του Τανζιμάτ, ως εθνικές ελευθερίες. Σε αυτό βέβαια το οποίο είχε επικεντρωθεί η αντίδραση του Πατριαρχείου και ήταν το κυριότερο, ήταν αυτό της εκπαίδευσης.

Μετά από τις πρώτες μέρες του κινήματος των νεοτούρκων τέθηκε το θέμα της εκπαίδευσης από τον τουρκικό Τύπο και το πρόβλημα των ξένων αναμίξεων στην οσμανική εκπαίδευση. Σε άρθρο της εφημερίδας «İttıhat ve Terakki» της 27ης Δεκεμβρίου 1908 υπογραμμίζεται:

«.......Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη συνέχιση των αυθαιρεσιών που διευκολύνουν τη δημιουργία «Κράτους μέσα στο Κράτος»......Το πιο ιερό καθήκον της κυβέρνησης είναι να πάρει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η εκπαίδευση στα κοινοτικά σχολεία να απαλλαγεί από κάθε ξένη ανάμιξη.......»

Ενώ λοιπόν το Πατριαρχείο στο θέμα της παιδείας επέμενε στην... «κατά παράδοση» δικαιοδοσία του Πατριάρχη, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν την.... «κατά ανοχή», δικαιοδοσία του. Οι πραγματικές προθέσεις των Νεότουρκων ήταν να καταργήσουν τα προνόμια του Πατριάρχη σε θέματα κοσμικά και τις ελευθερίες όλων των μη- μουσουλμάνων. Προφανώς, αυτό σταδιακά σήμαινε την κατάργηση της διάκρισης των μη-μουσουλμανικών κοινοτήτων και αργότερα τον εκτουρκισμό τους.

Αυτό που δεν μπορούσαν να ανεχθούν οι Νεότουρκοι ήταν η προσπάθεια που έκανε το Πατριαρχείο για τη συμμετοχή των Μεγάλων Δυνάμεων στις συζητήσεις σχετικά με τα προνόμια του Πατριαρχείου με αυτούς. Δεν ήταν δυνατό, σύμφωνα με την άποψη τους, το Πατριαρχείο να ζητά τη μεσολάβηση των χωρών που συμμετείχαν στη Συνθήκη του Βερολίνου.

Γι ́αυτό προσπαθούσαν με κάθε μέσον να αποτρέψουν αυτές τις συνομιλίες με την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων. Πάντοτε τα προνόμια και οι ιδιαιτερότητες του Πατριαρχείου ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα για το οσμανικό κράτος. Η σημαντικότερη διεκδίκηση για τον Ελληνικό πολιτικό ιστό, με την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1908, ήταν η αυτόνομη εκπαίδευση ως πολιτικό δικαίωμα του έθνους, που νομιμοποιείται από την ύπαρξη προνομίων.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η σύγκρουση, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ της κυβέρνησης και της ηγεσίας των Ρωμιών για την κατάργηση του προνομίου της «ελληνικής παιδείας», σε πρώτη φάση, ήταν η πιο σημαντική από όλα τα προβλήματα που υπήρχαν αυτήν την εποχή, όπως πολιτικά δικαιώματα, η έννοια του έθνους κ.τ.λ.

Με την ύπαρξη ξεχωριστής παιδείας, όπως πίστευε η κυβέρνηση, υπονομεύονταν τόσο το οσμανικό κράτος όσο και το οσμανικό έθνος στο σύνολο. Μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου πίστευε, ότι όλες οι μη μουσουλμανικές κοινότητες θα βοηθήσουν στο έργο της. Πολλοί Ρωμιοί στην αρχή, δέχτηκαν το νέο καθεστώς με μεγάλη ανακούφιση. Ωστόσο, άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, όταν εκφράσθηκαν απόψεις σχετικά με τα δικαιώματα της κάθε εθνότητας.

Η νέα κυβέρνηση ήθελε να εφαρμόσει μία ενιαία πολιτική για όλους τους πολίτες, το δε Πατριαρχείο, όπως ήταν γνωστό, δεν ήθελε να χάσει τα προνόμια που είχε εδώ και αιώνες, Άρχισαν έτσι οι προστριβές με το Πατριαρχείο, αρχικά με το θέμα της παιδείας και αργότερα με το θέμα της στρατιωτικής θητείας.

Πολλές φορές οι Νεότουρκοι ενοχλούνταν με τις απόψεις των Ελλήνων υπηκόων που κατοικούσαν στην οσμανική επικράτεια και άρθρωναν πολιτικό λόγο καθώς και με ανάλογες δημοσιεύσεις στον τύπο. Πίστευαν ότι οι Ρωμιοί ανέπτυσσαν εντός της Οσμανικής Αυτοκρατορίας τη «Μεγάλη Ιδέα» του Ελληνισμού και προς τούτο υποκινούνταν από το ελληνικό κράτος.

Εκτός αυτού, οι Νεότουρκοι δεν ήταν ευχαριστημένοι από τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Πατριαρχείου και του πρίγκιπα Σαμπαχαττίν, καθόσον αυτός τους είχε υποσχεθεί, ότι το κόμμα του θα βοηθούσε να συγκροτήσει η ελληνική εθνότητα ένα «κράτος εν κράτη» εντός της Οσμανικής Αυτοκρατορίας.

Έτσι, είχε διαμορφωθεί η άποψη ότι, αν η Παιδεία αναγνωριζόταν ως «προνόμιο» της ελληνορθόδοξης κοινότητας, δηλαδή αναγνωριζόταν η ελληνική παιδεία ως οσμανική, υπονομεύονταν το οσμανικό κράτος και το οσμανικό έθνος.Η απόδειξη για αυτό ήταν, ότι ενώ επιτρεπόταν η λειτουργία κοινοτικών σχολείων, οι απόφοιτοι των σχολείων αυτών δεν γίνονταν δεκτοί, όπως οι απόφοιτοι των κυβερνητικών σχολείων, στις πανεπιστημιακές σχολές του κράτους.

Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου καθώς και ο τουρκικός τύπος ενοχλούνταν ιδιαίτερα με τα δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πρόοδος». Σε αυτά γινόταν αναφορά στα προνόμια του Πατριαρχείου και ιδιαίτερα στο θέμα της ελληνικής παιδείας. Ο εκτουρκισμός της ελληνικής παιδείας ήταν κυρίαρχο θέμα στην εφημερίδα. Γι’αυτό προέτρεπε τους Ρωμιούς να είναι προσεκτικοί την περίοδο των εκλογών.

Για την εκπαίδευση του συνόλου των Οσμανών, σύμφωνα με αρχική απόφαση των Νεοτούρκων, υπεύθυνο ήταν το Υπουργείο Παιδείας, κάτι το οποίο είχε ξεκινήσει με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Με τη νέα νομοθεσία δεν υποχρεούνταν όλοι μιας ενιαίας παιδείας. Τα κοινοτικά σχολεία, των οποίων ο οικονομικός και τυπικός έλεγχος ανήκε στο κράτος, διατηρήθηκαν.

Έτσι, η συγκρότηση των εκπαιδευτικών επιτροπών των ελληνικών σχολείων και ο έλεγχος των οικονομικών των σχολείων δεν ήταν πλέον στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη αλλά του κράτους. Με διάφορα υπομνήματα - τεσκερέδες (έγγραφη κοινοποίηση, τουρκ.tezkere), που έστειλε η κυβέρνηση, ορίζονταν οι νέοι κανονισμοί λειτουργίας των κοινοτικών σχολείων. Για παράδειγμα:

Mε τον τεσκερέ αρ.1164, της 4ης Μαρτίου 1910, η έγκριση των ποσών για τα σχολεία των μη-μουσουλμανικών κοινοτήτων γινόταν από το κράτος, καταργώντας το πατριαρχικό δικαίωμα διαχείρισης των οικονομικών των σχολείων.

Με τον τεσκερέ 1304, της 24ης Μαρτίου 1910, αντικαταστάθηκαν από οσμανούς υπηκόους οι έφοροι των σχολείων με ελληνική υπηκοότητα.

Με τον τεσκερέ 1428, της 25ης Ιουνίου 1910, ήταν υποχρεωτική η επικύρωση των διπλωμάτων από το Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την είσοδο σε ανώτερες σχολές του Κράτους.

Με τον τεσκερέ 1433, της 28ης Ιουνίου 1910, απαγορεύτηκε η πρόσληψη δασκάλων ή καθηγητών με ξένη υπηκοότητα.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, με τα παραπάνω υπομνήματα καθώς και με άλλα, ότι η εκπαίδευση είχε αποδεσμευτεί οριστικά από τη θρησκευτική εξουσία. Το Πατριαρχείο πλέον δεν νομιμοποιούνταν να λειτουργεί ως εκπρόσωπος της διαχείρισης των ελευθεριών των Ρωμιών. Η εκπαίδευση, επειδή ήταν παλαιότερα εθνική, είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει κάτι ξεχωριστό, ωστόσο δεν αποτελούσε πλέον εθνική ελευθερία. Ο πολιτικός λόγος των Ρωμιών βουλευτών στηρίχτηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο, καθόσον ήταν το πιο σημαντικό. Τελικά σε αυτή τη χρονική περίοδο οι Νεότουρκοι, εισάγοντας αλλαγές οι οποίες δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικές, όπως αυτές της αμέσως επόμενης εποχής, προσπάθησαν να εκμοντερνίσουν το παραδοσιακό οσμανικό πλαίσιο.

Οι Νεότουρκοι, όπως έχουμε αναφέρει, από τα τέλη του 19ου αιώνα πίστευαν ότι με τους νεωτερισμούς και τις αλλαγές που θα επέβαλαν στην Παιδεία μπορούσε να πετύχει η αποφυγή της διάλυσης της Οσμανικής Αυτοκρατορίας . Σκοπός τους ήταν να να δημιουργήσουν μία νέα ταυτότητα για όλους, συγκεντρώνοντας όλες τις εθνότητες, από τις οποίες αποτελούνταν η αυτοκρατορία, γύρω από ένα ιδεώδες. Αυτή η ταυτότητα δεν ήταν άλλη παρά αυτή του Οσμανού πολίτη. Σε αυτήν την προσπάθεια πίστευαν ότι θα είχαν τη βοήθεια κάποιων Ρωμιών και τη συμπαράσταση των αγωνιστών του Μακεδονικού αγώνα.

Όσον αφορά στην εκπαίδευση πίστευαν ότι:

- Έπρεπε να είναι υπό την επίβλεψη του Υπουργείου Παιδείας.

- Η κάθε εθνότητα θα μπορούσε να μαθαίνει τη γλώσσα της.

- Στη Μέση και στην Ανώτατη εκπαίδευση έπρεπε να γίνεται χρήση της τουρκικής γλώσσας.

Γενικώς, η άποψή τους, για τα ελληνικά σχολεία, ήταν πολύ αρνητική.

Είχαν την άποψη, ότι κάποιοι κύκλοι που είχαν σκοπό να διασύρουν τον οσμανισμό και να δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις σχετικά με τον οσμανισμό και τους οσμανούς, δρούσαν μέσα στα σχολεία. Η εμμονή του Πατριαρχείου στη διατήρηση των κεκτημένων του και η άρνηση να συνεργαστεί σε αυτό το θέμα με τους Νεότουρκους ήταν αρχή όλων των περαιτέρω αρνητικών εξελίξεων μεταξύ αυτού (του Πατριαρχείου) και των Νεότουρκων.

Πολλά προβλήματα υπήρξαν στις συγκρούσεις που ελάμβαναν χώρα μεταξύ της κυβέρνησης και των Ρωμιών, όσον αφορά στα «Προνόμια». Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να φανούν όλες οι παραμορφώσεις και οι αδράνειες του παρελθόντος που δημιουργήθηκαν, όταν ενσωματώθηκαν στο νέο πολιτικό πλαίσιο.

Το σημαντικό ήταν, ότι υπήρξε ταύτιση απόψεων στο θέμα των προνομίων μεταξύ του Πατριαρχείου και της κοσμικής εξουσίας των Ρωμιών.Η κοσμική ηγεσία των Ρωμιών, η «Οργάνωση» και ο Τύπος, μαζί με το Πατριαρχείο μέσω των «προνομίων» προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα πολιτικά δικαιώματα του έθνους, καθόσον η ύπαρξη προνομίων νομιμοποιούσε την άποψη ότι οι πολιτικοί που εκπροσωπούσαν τους Ρωμιούς ήταν οσμανοί πολίτες. Το Πατριαρχείο, ως εγγυητής του έθνους, εγγυήθηκε για πολιτικά δικαιώματα μέσα στο οσμανικό πλαίσιο.

Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου είχε παρατηρήσει ότι η ελληνική κυβέρνηση καθώς και ο Τύπος στην Ελλάδα ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το θέμα των εκλογών, και τα δικαιώματα των Ρωμιών και είχαν εκφράσει την αποδοκιμασία τους για τα σχόλια του ελληνικού Τύπου. Τους απασχολούσε ιδιαίτερα η συμπεριφορά των Ρωμιών και η προσπάθεια παρεμβολής του ελληνικού κράτους.

Διότι πίστευαν ότι όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των εκλογών και μετά, ήταν αποτέλεσμα της επιβολής της «Μεγάλης Ιδέας» και της εκπλήρωσης του στόχου των Ελλήνων να γίνει η Κωνσταντινούπολη τμήμα του ελληνικού κράτους και της διάδοσης της ιδέας του Πανελληνισμού. Δημιουργήθηκε και από τις δύο πλευρές αντιπαράθεση για την υπόσταση του οσμανικού κράτους καθώς και για την έννοια του «οσμανού».

Οι εντάσεις στη Βουλή μεταξύ της κυβέρνησης και των Ελλήνων βουλευτών ήταν σφοδρές. Οι Έλληνες βουλευτές συνεργάστηκαν στο θέμα της εκπαίδευσης, καθόσον μέσα από την κατάργηση ή διατήρηση των προνομίων εξαρτιόταν η επιβίωση των μη- μουσουλμάνων.

Το ελληνικό στοιχείο αντιστάθηκε σε οποιοδήποτε μέτρο έθιγε τα δικαιώματα και τα προνόμια της ορθόδοξης κοινότητας.Μετά τις πολιτικές αλλαγές του 1908 και ειδικά με τη νέα ηγεσία των Ρωμιών η «ελληνοποίηση» των προνομίων, η οποία είχε εξελιχθεί και είχε αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά, διαμορφώθηκε οριστικά,. Η ηγεσία των Ρωμιών, το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και το Πατριαρχείο, προσπάθησαν να βοηθηθούν από το ελληνικό κράτος και να το ανάγουν σε πολιτικό εθνικό κέντρο αναφοράς.

Σε αυτήν την ιστορική φάση παρατηρούμε ότι όσο η πολιτική των Νεότουρκων οδηγεί στον εκτουρκισμό του οσμανικού κράτους, τόσο η ηγεσία των Ρωμιών ενισχύει τον πολιτικό ρόλο του ελληνικού κράτους. Παράλληλα, αναπτύχθηκε μία σχέση μεταξύ του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου, η οποία αναπτυσσόταν μέσα από ποικιλόμορφες αντιθέσεις και αντιφάσεις και ήταν πολυσύνθετη.

Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο παρατηρούμε ότι το ελληνικό κράτος αναδεικνύεται σε πολιτικό εθνικό κέντρο των Ρωμιών μέσα από μία σχέση αμοιβαιότητας που αναπτύχθηκε, μετά το 1908, ανάμεσα στους δύο.

Το Πατριαρχείο νομιμοποίησε την ελληνοποίηση των Ρωμιών και βοήθησε στη διείσδυση του ελληνικού κράτους, λόγω της θεσμικής του θέσης, ενώ το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε την ελληνικότητα του Πατριαρχείου. Είναι φανερό ότι η συναίνεση αυτή επιτεύχθηκε μέσω έντονων ανταγωνισμών μέσα στους κύκλους της ιεραρχίας, που οδηγούσαν στη δημιουργία κομμάτων όπου η ανάμιξη και κάποιων λαϊκών ήταν καθοριστική.

Ο Πατριάρχης είχε συνηθίσει να έχει άμεση και προσωπική επαφή με την εξουσία και πολλές φορές είχε κατακριθεί για την αδιαφορία που έδειχνε στις αποφάσεις των οργάνων των Ρωμιών και για τις απευθείας διαβουλεύσεις που είχε τόσο με την οσμανική εξουσία όσο και με το ελληνικό κράτος :

Από τους Εθνικούς Κανονισμούς και Συμβούλια προτιμούσε τα ιδιαίτερα διαβούλια με έμπιστούς του και αντί των επισήμων εγγράφων του Πατριαρχείου προς την Πύλη, προτιμούσε να στέλνει αυτός προσωπικά του μηνύματα σε επισήμους Τούρκους , στην Ελληνική Πρεσβεία και στην Κυβέρνηση....

----

Την επόμενη εβδομάδα το 3ο Μέρος