Ποιος φοβάται τις μεταρρυθμίσεις;

Ποιος φοβάται τις μεταρρυθμίσεις;

Η επέτειος των 40 χρόνων από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, μας θυμίζει ότι καμιά σχεδόν αλλαγή δεν έγινε εύκολα αποδεκτή σ’ αυτό τον τόπο. Και δεν ήταν μόνο στο αλήστου μνήμης «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» που εξέφραζε την «προοδευτική» στάση εκείνης της εποχής.

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις κινητοποιήσεις διαρκείας των εκτελωνιστών επειδή, λόγω της ένταξης, καταργήθηκαν οι δασμοί μεταξύ των χωρών - μελών και περιοριζόταν το επαγγελματικό τους αντικείμενο.

Η ίδια αντίδραση υπήρχε διαχρονικά, σε κάθε βήμα προόδου. Χαρακτηριστικές ήταν οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες των οδηγών ταξί το 2001, όταν δόθηκε σε λειτουργία το νέο αεροδρόμιο στα Σπάτα γιατί, κατά τη γνώμη του σωματείου τους, βρισκόταν πολύ μακριά.

Βέβαια, η κορυφαία μαζική αντίδραση έγινε κατά του νομοσχεδίου του Τάσου Γιαννίτση για το ασφαλιστικό που δεν έφτασε να ψηφιστεί, στοιχίζοντας πολύ ακριβά όπως αποδείχθηκε στα μετέπειτα μνημονιακά χρόνια.

Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων δεν είναι μια συγκυριακή πράξη αλλά μια αναγκαία και διαρκής διαδικασία αναπροσαρμογής και εκσυγχρονισμού των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών θεσμών ώστε να ανταποκρίνονται στις συνθήκες της κάθε εποχής.

Η άρνηση, με διάφορα προσχήματα, των μεταρρυθμίσεων οδηγεί ουσιαστικά στη στασιμότητα, τη διατήρηση των «κεκτημένων» και την εξυπηρέτηση κατεστημένων συμφερόντων.

Ιδιαίτερα στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η σύγκρουση μεταρρυθμιστών - αντιμεταρρυθμιστών θα κρίνει την έκβαση της αναμέτρησης ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση.

Η περίοδος της πανδημίας οδήγησε στη βίαιη, σε πολλές περιπτώσεις, επιβολή μεταρρυθμίσεων που καθυστερούσαν δραματικά.

Η απλοποίηση διαδικασιών που έγιναν πιο προσιτές στους πολίτες, η μείωση της γραφειοκρατίας όπως και η δυνατότητα για την εξ αποστάσεως εργασία αποτελούν κατακτήσεις που θα συμβάλλουν στη βελτίωση της καθημερινότητας αλλά και την πάταξη της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας κλπ.

Ως αποτέλεσμα, αναδείχθηκε και η διαιωνιζόμενη πεισματική άρνηση του πολιτικού συστήματος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Η απουσία δημοκρατικής συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων, η θυσία της συλλογικής προσπάθειας στον βωμό προσωπικών φιλοδοξιών και η έλλειψη συναινετικής λογικής συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν το απαξιωμένο πολιτικό σύστημα της χώρας.

Η πολιτική επικαιρότητα αποδεικνύει ότι ακόμα και τα αυτονόητα συγκρούονται με την κομματική λογική.

Ότι, δηλαδή, τα Πανεπιστήμια είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα ανάδειξης του νέου επιστημονικού δυναμικού της χώρας και όχι άσυλο παρανομίας και σημεία ψηφοθηρικής εξυπηρέτησης των τοπικών βουλευτών.

Ότι η αξιολόγηση είναι θεσμική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της αξιοκρατίας και όχι τιμωρητική διαδικασία.

Ότι η  κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην εργασία, όπως και η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, περνάνε μέσα από την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης προς όφελος όλων.

Την ίδια στιγμή, πολιτικές ηγεσίες δεν διστάζουν να στερήσουν από τους πολίτες το δικαίωμα της εξ αποστάσεως ή της ηλεκτρονικής συμμετοχής στις εθνικές, συνδικαλιστικές ή εσωκομματικές εκλογές προκειμένου να εξυπηρετήσουν κοντόφθαλμες προσωπικές και μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Οι αναγκαίες και επείγουσες μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι έργο των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που διατρέχουν οριζόντια την κοινωνία και τις διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις.

Ο «φόβος» για την υλοποίηση των  μεταρρυθμίσεων εκφράζει στην ουσία τον φόβο για την ήττα των οπισθοδρομικών αντιλήψεων εκείνων των δυνάμεων που επιχειρούν να κρατήσουν τη χώρα δέσμια ενός συντηρητικού κατεστημένου.

*Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr