Η θέση του Αλ. Τσίπρα για μισθούς και ανάπτυξη ανήκει στη 10ετία του '80

Η θέση του Αλ. Τσίπρα για μισθούς και ανάπτυξη ανήκει στη 10ετία του '80

Η άποψη Τσίπρα ότι η αύξηση των μισθών είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη, και όχι η ανάπτυξη για την αύξηση των μισθών, υποδηλώνει μια εμμονή στις αρχικές αντιλήψεις της οικονομικής πολιτικής της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που είδαμε έντονα κατά τους πρώτους μήνες του 2015, δηλώνει στο liberal.gr ο Παναγιώτης Πετράκης. 

"Πιστεύει κανείς ότι αν αντί για φορολογικά κίνητρα στην οικοδομή, αυξάναμε τους μισθούς έστω 5%, θα αναζογονείτο ο κλάδος των κατασκευών;", διερωτάται ο καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ, προσθέτοντας ότι τα όσα είπε ο τέως Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, είναι ο εύκολος πολιτικά δρόμος, αυτός που προσφέρει μια εύκολη λύση.

Εξηγεί ότι τέτοιες απόψεις στηρίζονται σε ερμηνείες των κεϋνσιανών αντιλήψεων των δεκαετιών 1970-1980, εντελώς ξεπερασμένες από την πραγματικότητα της Ελλάδας και συνολικά των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που καλούνται να γίνουν ανταγωνιστικές σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

"Αν βλέπαμε να αυξάνεται η παραγωγικότητα, θα μπορούσε κανείς να θέσει θέμα αύξησης των μισθών, όμως τέτοια κατάσταση προφανώς ακόμη δεν υπάρχει, αφού αύξηση παραγωγικότητας σημαίνει αύξηση των επενδύσεων", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Και επαναλαμβάνει ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας, είναι ότι δεν παράγουμε πολλά προιόντα με διεθνή ζήτηση, άρα χρειάζεται ένας γενναίος μετασχηματισμός της οικονομίας, με παράλληλο άνοιγμα των αγορών, μεταρρυθμίσεις, απλοποίηση της γραφειοκρατίας, των αδειοδοτήσεων, δηλαδή όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν το κράτος φιλικό προς το επιχειρείν και στην είσοδο ξένου κεφαλαίου.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Καταρχάς θα ήθελα να μου σχολιάσετε την δήλωση Τσίπρα κατά την ομιλία του στη ΔΕΘ, ότι η αύξηση των μισθών αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη, και όχι η ανάπτυξη για την αύξηση των μισθών. Στέκει με βάση την οικονομική πραγματικότητα ;

s

Η άποψη ότι οι αυξήσεις των μισθών προηγούνται της ανάπτυξης, στηρίζεται σε παλαιότερα επικρατούσες αντιλήψεις των δεκαετιών 1970 και 1980, σχετικά με το ποιο είναι το κυρίαρχο πρόβλημα μιας οικονομίας. Τέσσερα επιχειρήματα στήριζαν αυτές τις αντιλήψεις.

Πρώτον, όταν μια οικονομια έχει παραγωγικό κενό, το ζητούμενο είναι να αυξηθεί η ζήτηση. Αυτό όμως ίσχυε για κλειστές οικονομίες, όχι ανοικτές, όπως οι σημερινές, που υπέφεραν κυρίως από την κυκλική ύφεση. Δηλαδή στην λογική ότι η ύφεση έχει ένα κυκλικό χαρακτήρα, άρα είτε μέσω ενέσεων από αύξηση των ελλειμμάτων, είτε με την ανάλωση των αποταμιεύσεων, θα μπορούσε να ενισχυθεί η οικονομία. Πρόκειται για μια ερμηνεία της παλαιότερης κευνσυανής αντίληψης περί αύξησης της ενεργούς ζήτησης. 

Ενα δεύτερο επιχείρημα υπέρ αυτών των αντιλήψεων, ήταν ότι η κρίση προήλθε από τα μνημόνια, και την αφαίμαξη της ζήτησης που έγινε μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, αγνοώντας όμως ότι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, η κρίση σχετίζονταν και με μια παγκόσμια διαρθρωτική μεταβολή με αιχμή την αδυναμία των συγκεκριμένων χωρών να παράγουν προϊόντα με διεθνή ζήτηση.

Ενα τρίτο επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης, ιδιαίτερα διαδεδομένο επίσης τις δεκαετίες του '70 και του '80, ήταν ότι προκειμένου να υπάρξουν κεφάλαια για να ενισχυθεί η ζήτηση, χρησιμοποιούμε είτε τις αποταμιεύσεις, είτε τα περιθώρια του όποιου δημοσιονομικού χώρου. 

Και το τέταρτο επιχείρημα, στηρίζονταν στη λογική ότι η ύπαρξη τραπεζικού τομέα, θα αναλάμβανε μέσα από χρηματοδοτήσεις να σπρώξει την ανάπτυξη μετά την ενίσχυση της ζήτησης.

Απαντούν αυτές οι αντιλήψεις λύση στο αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας, τόσο σήμερα, όσο και στη διάρκεια των μνημονίων ;

Κανένα από αυτά τα τέσσερα σημεία δεν ευσταθούν όσον αφορά την σημερινή πραγματικότητα, όπως και εκείνη της τελευταίας δεκαετίας, και δεν απαντούν στα προβλήματα όχι μόνο της Ελλάδας, και του ευρωπαϊκού νότου.

Το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν παράγουμε αρκετά προϊόντα με διεθνή ζήτηση, άρα χρειάζεται ένας γενναίος μετασχηματισμός της οικονομίας, με παράλληλο άνοιγμα των αγορών, μεταρρυθμίσεις, απλοποίηση της γραφειοκρατίας, των αδειοδοτήσεων, δηλαδή όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν το κράτος φιλικό προς το επιχειρείν και στην είσοδο ξένου κεφαλαίου.

Συμπερασματικά, τα προβλήματα της προσφοράς συνυπάρχουν με ιδιαίτερη οξύτητα και μόνο σε ένα βαθμό με θέματα της έλλειψης ζήτησης. Και αυτη ομως η έλλειψη ζήτησης θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω της ενίσχυσης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων, και του πολλαπλασιαστού τους και όχι μέσω της αύξησης των μισθών!

Εφόσον λοιπόν μιλάμε για αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας, πως να ερμηνεύσουμε μια τέτοια δήλωση, και μάλιστα από τον πρώην Πρωθυπουργό, ο οποίος κυβέρνησε για περίπου 4,5 χρόνια ; 

Είναι μια εμμονή στις αρχικές αντιλήψεις της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το είδαμε έντονα κατά τους πρώτους μήνες του 2015.

Είναι ο εύκολος πολιτικά δρόμος, αυτός που προσφέρει μια εύκολη λύση, καθώς τα πράγματα είναι εξαιρετικά σύνθετα και περίπλοκα.

Ακόμη και όταν υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, η διαχείριση πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, προκειμένου να μην σταλεί λάθος μήνυμα στις αγορές, και χαθεί το πλεονέκτημα των χαμηλών επιτοκίων, κάτι που γνωρίζει καλά η σημερινή κυβέρνηση. Αν βλέπαμε να αυξάνεται η παραγωγικότητα, θα μπορούσε κανείς να θέσει θέμα αύξησης των μισθών.

Τέτοια κατάσταση προφανώς και δεν υπάρχει ακόμη, αφού αύξηση παραγωγικότητας σημαίνει αύξηση των επενδύσεων. Επομένως αυτή την στιγμή βρισκόμαστε στην αρχή ενός ανοδικού κύκλου, άρα είμαστε ακόμη αρκετά μακριά απ' όλα τα παραπάνω.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα συνύπαρξης πολιτικής αύξησης της προσφοράς που προκαλεί ενίσχυση της ζήτησης. Βλέπουμε ότι λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση της οικοδομής (φορολογικά κλπ). Αυτά έχουν χαρακτήρα βελτίωσης των συνθηκών προσφοράς, αλλά τελικά θα βοηθήσουν και την ενεργό ζήτηση. Αντιθέτως πιστεύει κανείς ότι αν αυξάναμε τους μισθούς έστω 5%, θα αναζογονείτο ο κλάδος των κατασκευών ; 

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην πραγματικότητα. Σχολιάστε μας τις απανωτές θετικές ειδήσεις για την οικονομία, με χαρακτηριστικές τις εξελίξεις σε εμβληματικές επενδύσεις, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο, τις μειώσεις φόρων για επιχειρήσεις, το πράσινο φως του Eurogroup για πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και κυρίως το παράθυρο για μείωση στα πλεονάσματα μετά το 2020. Βάζουν όλ' αυτά βάσεις για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ;

Στην ουσία, όλ' αυτά, απαντούν στο πως θα έρθει η ανάπτυξη. Δηλαδή εφόσον γίνουν πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, έρθουν οι επενδύσεις, και πιάσουμε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, μετά θα δούμε και αύξηση των μισθών.

Είναι ακριβώς η συνέχεια της αρχικής σας ερώτησης. Η παρούσα κυβέρνηση έχει προφανώς κατανοήσει καλά το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή ότι χρειάζεται να ανασυσταθεί η παραγωγική βάση, και καταβάλλεται μια αξιόλογη προσπάθεια σε όλα τα μέτωπα, να δοθούν λύσεις.

Εδώ άλλωστε κουμπώνει και η συζήτηση για τα πλεονάσματα, και οι ισχυρισμοί οτι δεν έχει τεθεί το θέμα.Τίποτα απ' όλα αυτά δεν συμβαίνει, και φάνηκε από τις προ ημερών δηλώσεις του επικεφαλής του ESM Κλ. Ρέγκλινγκ ότι εφόσον οι ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης αυξηθούν, τότε μετά το 2020, οι εταίροι θα συζητήσουν με καλή διάθεση το ελληνικό αίτημα για μείωση των πλεονασμάτων.

Σωστά η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητα, τις μεταρρυθμίσεις, την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάπτυξη, και μετά την συζήτηση για τα πλεονάσματα.

Σας ανησυχεί η επιβράδυνση στην Ευρωζώνη την ώρα που η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη να απογειωθεί ; 

Ασφαλώς και είναι μια ανησυχητική εξέλιξη, όπως και ο μόνιμα κάτω του στόχου πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, και για αυτό τον λόγο άλλωστε η ΕΚΤ εξήγγειλε τον νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης. Για τους ίδιους λόγους που πρέπει να κοιτάξουμε και την πλευρά της προσφοράς, για τους ίδιους λόγους και η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει τα όριά της.

Είναι μια δύσκολη συγκυρία, την οποία η ΕΚΤ διαχειρίζεται με σοφό τρόπο, προκειμένου να δώσει ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία. Εφόσον όμως ως Ελλάδα επιμείνουμε στις μεταρρυθμίσεις και κατορθώσουμε να διαφυλάξουμε την βελτίωση της πιστοληπτικής μας ικανότητας, τότε μέσα στο 2020 μπορεί και να συμμετάσχουμε στο QE.

Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η ποσοτική χαλάρωση θα έχει επιπτώσεις και στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο, όπως και με τα άλλα νομίσματα. Αυτό μας ευνοεί, καθώς θα καταστήσει φθηνότερες τις ελληνικές εξαγωγές, όπως και το τουριστικό μας προϊόν, απέναντι για παράδειγμα στην τουρκική λίρα. Διαμορφώνεται επομένως ένα θετικό πλαίσιο, μέσα στα σύννεφα που πυκνώνουν διεθνώς.

Επειδή όμως η νομισματική αυτή πολιτική έχει φτάσει στα όρια της, το μήνυμα της ΕΚΤ και πολλών άλλων αναλυτών, είναι ότι πρέπει οι πλεονασματικές χώρες να ασκήσουν μια ενεργότερη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις, να εγκαταλείψουν τις "ιερές αγελάδες" των μηδενικών ελλειμμάτων. Αυτό βέβαια θα δημιουργήσει μεσοπρόθεσμα σε αύξηση ξανά των επιτοκίων και του δημόσιου δανεισμού. Επομένως, οι καλές συνθήκες στις κεφαλαιαγορές δεν θα διατηρηθούν για πάντα.