Οι πλούσιοι ηττημένοι της Κρίσης

Για το «Rebrain Greece», την πρωτοβουλία της Γενικής Διεύθυνσης Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, και τις τέσσερις «παρεμβάσεις» [sic] της για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων στην Ελλάδα γράφτηκαν πολλά, από την επομένη της παρουσίασής της τον περασμένο Δεκέμβριο και μετά. Περισσότερος λόγος —και κριτική— έγινε βέβαια για την πρώτη «παρέμβαση», με τον μάλλον ατυχή τίτλο «Ελλάδα… ξανά!», που καθόριζε ελάχιστη αμοιβή ύψους 3.000 ευρώ για τους επιστήμονες που θα έπαιρναν την απόφαση να γυρίσουν στην πατρίδα, με κρατική χρηματοδότηση για ένα χρόνο της επιχείρησης που θα τους προσλάμβανε στο 70% της ελάχιστης αμοιβής (25.000 ευρώ για κάθε επιχείρηση, δηλαδή) και με υποχρέωση διατήρησης του εργαζομένου με την ίδια αμοιβή για άλλους 12 τουλάχιστον μήνες.

Η συνολική κριτική που διάβασα και έχω στον νου μου είναι μάλλον συντριπτική, και δεν θα τη μεταφέρω εδώ· ό,τι έγινε, έγινε. Επιστρέφω στο θέμα απλώς και μόνο γιατί αυτές τις ημέρες έκλεισα εγώ δυόμισι χρόνια εκτός Ελλάδος, και μπορώ να έχω μια κάποια γνώμη για το θέμα.

Αφού θυμίσω πως το γενναιόδωρο πρόγραμμα «Ελλάδα ξανά» δεν με αγγίζει προσωπικά —δεν είμαι επιστήμονας, και, φευ, δεν είμαι και νέος—, θέλω να πω πως, καλά όλα αυτά, αλλά στ’ αλήθεια έναν νέο επιστήμονα που ζει και εργάζεται στο εξωτερικό έστω δυο, τρία ή τέσσερα χρόνια όλα κι όλα, το τελευταίο που μπορεί να τον ενδιαφέρει είναι το «οικονομικό». Έναν νέο επιστήμονα, ή έναν μεγαλύτερης ηλικίας επιστήμονα, ή σχεδόν οποιονδήποτε άλλον. Δεν θα κάνω λόγο για τις συνθήκες δουλειάς στην Ελλάδα. Μάλιστα, για την οικονομία της συζήτησης, θα θεωρήσω πως στην Ελλάδα οι εργασιακές συνθήκες είναι πολύ καλύτερες από ό,τι έξω. (Που τουλάχιστον κατά μέσον όρο δεν είναι: αλλά «έστω»). Ούτε θα αναφερθώ στους μισθούς. Ακόμη περισσότερο: θα υποθέσω πως οι νέοι μας επιστήμονες που εργάζονται στο εξωτερικό πληρώνονται σήμερα με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτές τις 3.000 ευρώ. (Κι ας αμείβονται ενδεχομένως με τόσα ή και με περισσότερα χρήματα δουλεύοντας σε μια ανάλογη, εκτός συνόρων επιχείρηση αυτοί οι άνθρωποι: ο μέσος μισθός στην ταπεινή Πράγα ήταν περίπου 1.800 ευρώ τη χρονιά που μας πέρασε, και αυξάνει σταθερά χρόνο με τον χρόνο — οι εργαζόμενοι στα σούπερ-μάρκετ παίρνουν περίπου 1.200 ευρώ πρώτο μισθό).

Ω, ναι: τα λεφτά είναι καλά — με τα λεφτά αγοράζεις σχεδόν τα πάντα. Ή, ίσως, ακριβώς τα πάντα, εκτός από χρόνο και ελευθερία. Και εκτός από περιβάλλον: από «δημόσιο χώρο». Δεν εννοώ τον δημόσιο χώρο με τη στενή του έννοια, μολονότι στην περίπτωσή μας θα αρκούσε ακόμη και αυτό, αλλά με μια ευρύτερη. Χρησιμοποιώ τον όρο με «αισθητικό» πρόσημο. Όλα αυτά (γιατί δεν είναι ένα και δύο) δεν τα αγοράζουν τα λεφτά. Τα παρέχει, για να το πούμε ξεκάθαρα, η Ευρώπη. (Και η Αμερική, και γενικώς η Δύση· αλλά δυστυχώς εγώ έχω παραστάσεις μόνο από την πατρίδα μας την Ευρώπη).

Ως εκ τούτου, κάποιος που έφυγε από την Ελλάδα μέσα στη δεκαετία της Κρίσης, ή έστω μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, κάποιος δηλαδή που ηττήθηκε, που έπαιξε και έχασε, κάποιος που εξαναγκάστηκε σε μετανάστευση (δεν φύγαμε κυνηγημένοι από πόλεμο — αλλά φύγαμε κυνηγημένοι από άλλα), το τελευταίο που ΕΠΙΘΥΜΕΙ είναι να γυρίσει πίσω, σε μια χώρα που δείχνει να θέλει μεν να αλλάξει, μα που τελεί —και θα τελεί επί πολύ ακόμη— υπό καθεστώς «ανακαίνισης», και μάλιστα μιας ανακαίνισης που σήμερα τη θέλουν οι ΛΙΓΟΙ και συνεχώς θα την πολεμούν οι εμπροσθοφυλακές των πολλών. Στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα μπορούσε σήμερα να τον κάνει να γυρίσει πίσω· και εννοώ κάτι που να μην είναι αμιγώς προσωπικό: μια αρρώστια (μακριά από μας) ή ένας γάμος, ή ένα παιδί. Πάντως ασφαλώς όχι τα λεφτά. Είναι σαν να του λέτε να επιλέξει ένα καλύτερο, ένα υπερμοντέρνο τηλεκοντρόλ, για να βλέπει ΕΡΤ αντί για Netflix…

Αν και συχνά υποπίπτω στον πειρασμό και το κάνω (το αναγνωρίζω…), δεν θέλω να μιλώ εξ ονόματος τρίτων. Οπότε, θα πω μόνο για μένα. Λοιπόν, για μένα μιλώντας, πόσο κάνει το φαρδύ πεζοδρόμιο; Πόσο κάνουν οι καθαροί από γκραφίτι τοίχοι; Πόσο κάνουν τα βαριεστημένα πρόσωπα στον δρόμο; (Ω, ναι! Τίποτε καλύτερο από έναν λαό που βαριέται: μηδέν ανεργία, μηδέν απεργίες, μηδέν διαδηλώσεις, μηδέν συγκρούσεις με την αστυνομία: όλα μηδέν — βαρεμάρα). Πόσο κάνει που όλα τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας έρχονται στην ώρα τους και μπορείς να προγραμματίσεις το ραντεβού σου με καντιανή ακρίβεια; Πόσο κάνουν οι ποδηλατόδρομοι; Τα δεκάδες καθαρά πάρκα; Οι οδηγοί που σταματούν στις διαβάσεις; Τα ανύπαρκτα αδέσποτα; Το περιπολικό που θα περάσει κάθε πρωί από τη γειτονιά σου σαν καρχαρίας που βγήκε παγανιά; Πόσο κάνει η ασφάλεια; Πόσο κάνουν όλα αυτά, κι άλλα τόσα «τέτοια»; Τρεις χιλιάδες ευρώ τον μήνα; Τριάντα χιλιάδες; Τριακόσιες;

Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι κανείς δεν αφήνει το σπίτι του και τη βολή του για να πάει σε μια ξένη πόλη που… δεν έχει βρόμικους τοίχους, κι ας είναι οι βρόμικοι τοίχοι τα σκυλάδικα της επικοινωνίας. Δεν μεταναστεύουμε επειδή μας κούρασαν τα αδέσποτα ή επειδή θέλουμε να κάνουμε ποδήλατο στην πόλη. Προς Θεού. Αλλά άπαξ και μεταναστεύσουμε, δεν θα γυρίσουμε στο σπίτι μας για να τα χάσουμε όλα αυτά. Όχι πάντως για (πολλά) λεφτά. Γιατί αυτά, οι τέτοιες κατακτήσεις, σβήνουν από τα μάτια μας ακόμη και τα (πολλά) κακά, τα αρνητικά, τα άσχημα των ξένων πόλεων και των ξένων χωρών. Τα σβήνουν: νιώθουμε πως ζούμε σε άλλο επίπεδο — και, κυρίως, νιώθουμε πως αυτό το οφείλαμε στον εαυτό μας και πως, μολονότι ΤΙΠΟΤΕ δεν μπορεί να αντισταθμίσει την ΗΤΤΑ της μετανάστευσης, η επιστροφή σήμερα δεν θα σήμαινε παρά ακόμη μία ήττα.

Το θέμα δεν είναι να γυρίσουν οι νέοι μας επιστήμονες. (Προσωπικά πιστεύω ότι μόνο κακό θα σήμαινε αυτό για τη χώρα). Το θέμα είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να προσελκύσουμε εμείς ξένους επιστήμονες. Και ξένους φοιτητές. Και ξένους συνταξιούχους για τα χωριά μας. Και ξένους αρρώστους για τα κέντρα υγείας. Και ξένους εργάτες.

Τότε θα σταματήσουν να φεύγουν και οι νέοι μας.