Οι νόμοι της αγοράς κέρδισαν πάλι

Ζούμε σε μία εποχή που σε πολλά μέρη του πλανήτη, συνήθως ανεπτυγμένα και εύρωστα, οι νέοι βλέπουν θετικά τη μαρξιστική ή σοσιαλιστική κοσμοθεωρία. Πέρα από τις όποιες (στην περίπτωσή μου πολλές) ηθικές ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς προς αυτές τις θεωρίες, κάθε φορά που συγκρούονται με την πραγματικότητα βγαίνουν ηττημένες. Το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι το τίμημα που πληρώνουν οι πολίτες, είτε αυτό αφορά τις ζωές και τις ελευθερίες τους, είτε τις περιουσίες τους.

Βέβαια, τόσο η ελεύθερη αγορά όσο και η μεικτή οικονομία, σε διαφορετικούς βαθμούς η κάθε μία, ενθαρρύνουν τον πειραματισμό. Τα παλαιά μοντέλα συχνά δίνουν τη θέση τους σε καινούρια, όπως έχει συμβεί για παράδειγμα στις μέρες μας με το ηλεκτρονικό εμπόριο, το Netflix, και τόσες άλλες “disruptive” υπηρεσίες. Ένα πράγμα με το οποίο σχεδόν κανείς δεν τολμά να πειραματιστεί είναι η εφαρμογή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης στους μισθούς των υπαλλήλων. Η λογική που επικρατεί στο συγκεκριμένο τομέα είναι αρκετά ξεκάθαρη. Αν η ζήτηση για μία ειδικότητα είναι μεγάλη και η προσφορά μικρή, ο εξειδικευμένος εργαζόμενος θα πληρωθεί περισσότερο από έναν άλλο που η ζήτηση για την ειδικότητά του είναι μικρή και η προσφορά μεγάλη. 

Αυτή τη βασική εφαρμογή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης θέλησε να αμφισβητήσει ένας νεαρός επιχειρηματίας από το Λονδίνο, με το όνομα Κάλβιν Μπέντον. Συγκεκριμένα, ο Κάλβιν είναι ιδρυτής της Spill, μίας εταιρίας που προσφέρει υπηρεσίες ψυχοθεραπείες σε εταιρίες και τους εργαζομένους τους μέσω του διαδικτύου. Οι δουλείες για την Spill πηγαίνουν εξαιρετικά, εν μέρει χάρη και στις επιπτώσεις της πανδημίας, με το προσωπικό της πλέον να φτάνει τους 13 εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, αρκετούς ψυχοθεραπευτές να εργάζονται σε καθεστώς ημιαπασχόλησης, και περισσότερους από 100 εταιρικούς πελάτες. Πέρα όμως από αυτή την εξαιρετική επιχειρηματική ιδέα, ο Κάλβιν είχε και μία ακόμα που δεν ήταν τόσο εξαιρετική. Όταν η ομάδα του αριθμούσε τέσσερα άτομα, αποφάσισε να πληρώνει όλο το προσωπικό ακριβώς το ίδιο - δηλαδή 36 χιλιάδες λίρες το χρόνο. 

Στην αρχή, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του BBC, όλοι ήταν χαρούμενοι με την επαναστατική μισθολογική πολιτική της εταιρίας. Όπως λέει και ο ίδιος ο Κάλβιν, έβγαινε η ομάδα εξώ για μπίρες και δεν είχε κανείς το άγχος για το ποιος θα πληρώσει. Αφού όλοι έβγαζαν ακριβώς τα ίδια, πλήρωνε ο καθένας τα δικά του. Η ανάπτυξη όμως της εταιρίας άρχισε να αναδεικνύει κάποιες αθέατες πτυχές της εσφαλμένης επιλογής του νεαρού επιχειρηματία. “Οι προγραμματιστές λογισμικού βγάζουν συνήθως πολύ περισσότερα από 36 χιλιάδες λίρες το χρόνο ενώ οι πωλητές συνήθως λαμβάνουν και προμήθειες επί των πωλήσεων. Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε έμπειρους προγραμματιστές και εντός τριών μηνών ο πωλητής που είχαμε προσλάβει άρχισε να ζητά προμήθειες.” Παράλληλα, οι αιτήσεις για δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης κατέκλυσαν την εταιρία αφού ο μισθός που πρόσφερε για αυτές τις θέσεις ήταν πολύ μεγαλύτερος από το μέσο όρο. 

Ο Κάλβιν μετά από αυτό το πείραμα το έλαβε το μάθημά του και σταμάτησε να πειραματίζεται με την επιχείρησή του. “Έπρεπε να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στις δυνάμεις της αγοράς” παραδέχτηκε μετά από το αποτυχημένο πείραμα. Τουλάχιστον, ο Κάλβιν ρίσκαρε μόνο τη δική του περιουσία αναζητώντας τον σοσιαλισμό, όχι σαν κάτι άλλους...