Οι επενδυτές ζητούν ένα κράτος που να λειτουργεί

Οι επενδυτές ζητούν ένα κράτος που να λειτουργεί

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι επενδυτές ζητούν ένα κράτος που να λειτουργεί, ένα αποτελεσματικό κράτος, τονίζει με νόημα στο liberal.gr, ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, διευθύνων σύμβουλος της Bank of America Merill Lynch, με έδρα το Λονδίνο.

Εξηγεί τι σημαίνει για τα ξένα κεφάλαια ένα αποτελεσματικό ή μη κράτος, ποιες είναι οι έμμεσες επιπτώσεις, γιατί η προβληματική του λειτουργία είναι ένας από τους πολλούς λόγους που χρόνια τώρα οι επενδυτές βλέπουν διστακτικά την Ελλάδα, και μιλά φυσικά για την επόμενη ημέρα, μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.

"Οι αγορές έχουν ακόμη αμφιβολίες κατά πόσο η Ελλάδα, μπορεί να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της", σημειώνει για τη μετά τις 20 Αυγούστου εποχή, και προσθέτει για την παροχολογία ότι "η συζήτηση αυτή στέλνει εντελώς λάθος μηνύματα στους επενδυτές σε μια κρίσιμη συγκυρία". Καταθέτει τις εκτιμήσεις της Bank of America ότι η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμούς 3%, εάν εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που η κυβέρνησή της έχει συμφωνήσει να εφαρμόσει στα χαρτιά. Διαφορετικά όμως, η ανάπτυξη θα σκαλώσει στο 1%, και η Ελλάδα θα χάσει την ευκαιρία που της προσέφερε το πακέτο ελάφρυνσης του χρέους, όπως ακριβώς έχασε την μεγάλη ευκαιρία να μεταρρυθμιστεί στη διάρκεια της πολύχρονης κρίσης.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Τι εισπράττει ένας άνθρωπος της οικονομίας, ένας επενδυτής, βλέποντας την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς;

Συνήθως, οι φυσικές καταστροφές δεν έχουν άμεσο και μεγάλο σε διάρκεια αντίκτυπο, στην οικονομία. Οι εργασίες αποκατάστασης των ζημιών τείνουν να αυξάνουν το ΑΕΠ, ενώ οι εθνικοί λογαριασμοί δεν συμπεριλαμβάνουν τις καταστροφές που σημειώθηκαν, κάτι που προφανώς είναι παραπλανητικό.

Αλλά οι έμμεσες επιπτώσεις είναι σημαντικές. Αρκεί να σκεφτείτε την αλληλουχία γεγονότων μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι επενδυτές ζητούν ένα κράτος που να λειτουργεί, ένα αποτελεσματικό κράτος. Επομένως θα καλωσόριζαν όποιες μεταρρυθμίσεις θα εφαρμόζονταν στον απόηχο των καταστροφικών πυρκαγιών, με στόχο να μην συμβούν ξανά. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν επίσης να βελτιώσουν την ευρύτερη λειτουργία του κράτους. 

Κατά την προσωπική μου άποψη, η υπόθεση αυτή αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα του ότι η Ελλάδα δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Η χώρα υποφέρει από μεγάλες πυρκαγιές κάθε χρόνο τις τελευταίες δεκαετίες. Ήταν απλώς θέμα χρόνου να συμβεί ξανά μια καταστροφή. Κάποιος θα περίμενε οι διαδοχικές κυβερνήσεις και οι εγχώριες αρχές να έχουν θέσει την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων ως μία από τις βασικές προτεραιότητες, θα ανέμενε ότι το κράτος θα ήταν πλήρως προετοιμασμένο και εξοπλισμένο να αντιδράσει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε στο παρελθόν, να δούμε τι θα μπορούσαμε να έχουμε πράξει διαφορετικά και να αναλάβουμε δράση. Για να πούμε το προφανές, δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη και να περιμένουμε διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό ισχύει για όλα τα στραβά στην Ελλάδα.

Ας πάμε στην επικείμενη έξοδο από το 3ο Μνημόνιο. Καθώα απομένουν μόνο δεκαεπτά ημέρες, βλέπετε η ελληνική οικονομία να έχει τον δυναμισμό που θα ταίριαζε σε μια χώρα που βγαίνει από προγράμματα, έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και κρίσης;

Η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο από την άβυσσο της εξόδου του 2015. Η ύφεση είναι πίσω, και η ανάπτυξη αναμένεται να ξεπεράσει φέτος το 2%. Η κυβέρνηση ξεπερνά τους δημοσιονομικούς στόχους. Οι ωριμάνσεις των ομολόγων έχουν επεκταθεί σημαντικά, καθιστώντας τη χρεοκοπία (και το Grexit) σχεδόν απίθανα μέχρι το 2033, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους.

Την ίδια ώρα όμως, υπάρχουν και κίνδυνοι. Η Ελλάδα παραμένει πολύ ευάλωτη σε αναταράξεις στην περιοχή και στις παγκόσμιες εξελίξεις. Επίσης, χρειάζεται ένα αποδυναμωμένο ευρώ για να στηρίξει την ανταγωνιστικότητά της, όμως το τέλος του QE και η αύξηση των επιτοκίων τον επόμενο χρόνο μπορεί να ενισχύσουν το νόμισμα, κάτι κακό για την Ελλάδα, και να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές ανάκαμψης.

Το κατά πόσο λοιπόν η Ελλάδα θα τα καταφέρει εκτός προγράμματος, θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο σε δύο πράγματα. Αφενός από τη μείωση του τεραστίου όγκου "κόκκινων" δανείων, που παραμένει ο αδύναμος κρίκος της οικονομίας. Οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν τα ευρωπαϊκά stress tests, όμως η πρόοδος στη μείωση των NPLs παραμένει αργή και οι μελλοντικοί στόχοι είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι. Προς το παρόν οι τράπεζες δεν χρειάζονται κεφάλαια, όμως ενδέχεται να χρειαστούν τα επόμενα χρόνια αν δεν μειώσουν αρκετά τα "κόκκινα" δάνεια. Η πρόοδος στο συγκεκριμένο μέτωπο θα επιτρέψει επίσης στις ελληνικές τράπεζες να παίξουν πιο ενεργό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά την ενίσχυση της ανάπτυξης σε επίπεδα πάνω από τα σημερινά χαμηλά, γεγονός που σχετίζεται με την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Το ΔΝΤ εκτιμά την ανάπτυξη στο 1%, η Κομισιόν στο 1,3% και η ΤτΕ στο 1,5%. Όλες αυτές οι εκτιμήσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές. Δυστυχώς όμως είναι και ρεαλιστικές, δεδομένης της δομής της ελληνικής οικονομίας. Κατ'' επέκταση, η πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πάρα πολύ σημαντική. Είναι ένα πεδίο που μένουν ακόμη πολλά να γίνουν.

Σε αυτήν όμως την κρίσιμη συγκυρία, τι εικόνα έχουν αγορές και επενδυτές για την Ελλάδα; Το ρωτώ επειδή ακόμη και μετά την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς αυξήθηκε κινείται στα επίπεδα του 4%…

Η ενισχυμένη εποπτεία της Ελλάδας μετά το Μνημόνιο λειτουργεί καθυσυχαστικά για τις αγορές ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές θα συνεχισθούν. Επίσης, η κυβέρνηση έχει αρκετή ρευστότητα ακόμη και χωρίς την πρόσβαση στην αγορά τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια.

Παρ' όλα αυτά, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν αρκετά υψηλότερα απ' ότι στην υπόλοιπη ευρω-περιφέρεια. Εως ένα σημείο, αυτό αντανακλά και το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν συμπεριελήφθησαν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καθώς και ότι οι ελληνικές τράπεζες υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς ως προς την έκθεσή τους σε αγορές κρατικών ομολόγων. Ενα άλλο πρόβλημα είναι η χαμηλή ρευστότητα.

Αν και η επενδυτική βάση λοιπόν πολλών ελληνικών assets έχει διευρυνθεί τη τελευταία διετία, και δεν περιλαμβάνει μόνο κερδοσκοπικά κεφάλαια, εντούτοις οι παγκόσμιες αγορές παραμένουν εξαιρετικά ευαίσθητες, που μεταφράζεται σε υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου.

Στη πράξη αναμένω ότι τα επόμενα χρόνια, η πορεία στα ελληνικά spreads θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση των ακολουθούμενων πολιτικών, και των μεταρρυθμίσεων μετά τη λήξη του προγράμματος, καθώς επίσης από τη πρόοδο στη μείωση των κόκκινων δανείων, και τα μέτρα στήριξης της ανάπτυξης. Τα παραπάνω είναι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Οι αγορές έχουν ακόμη κάποιες αμφιβολίες κατά πόσο η Ελλάδα, μπορεί να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της, χωρίς βοήθεια. Μόνο η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να τις πείσει μέσα από δυναμική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων.

Αρκετοί πάντως εκτιμούν ότι στη ΔΕΘ, τον τόνο θα δώσει η παροχολογία και η υποσχεσιολογία για ακύρωση μεταρρυθμίσεων. Δεν θα έπρεπε η δημόσια συζήτηση να περιστραφεί γύρω από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων;

Η συζήτηση αυτή στέλνει εντελώς λάθος μηνύματα στους επενδυτές σε μια κρίσιμη συγκυρία. Αν η Ελλάδα ελπίζει να βγει από το πρόγραμμα, προκειμένου να επιστρέψει στις παλαιές συνήθειες που οδήγησαν στη κρίση ή θελήσει να τεστάρει τους πιστωτές ώστε να αποφύγει κάποιες μεταρρυθμίσεις, τότε δεν πρόκειται να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών.

Αντίθετα η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στο πως θα πείσει τους επενδυτές όχι μόνο ότι θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και ότι θα βελτιώσει την εφαρμογή τους.

Δεδομένης της υπεραπόδοσης στα πλεονάσματα, αυτό θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία, ώστε να επανεξετασθεί όλη η διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης, που πολλές φορές έγινε βιαστικά, με οριζόντια μέτρα, και να επιχειρηθεί αυτή να γίνει πιο δίκαιη.

Η συγκεκριμένη λοιπόν πολιτική πρέπει να επανασχεδιασθεί, να μειωθεί η βαριά φορολογία που αποτελεί βασικό εμπόδιο για επενδύσεις. Και αυτό πρέπει να γίνει σε συνεργασία με τους δανειστές, και με τεχνική βοήθεια από το ΔΝΤ. Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και οι περικοπές των συντάξεων από το 2019, θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν, αλλά ως μέρος, μιας συνολικότερης, και πιο αποτελεσματικής, δημοσιονομικής στρατηγικής.

Σχολιάστε μας και την έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα και για τη βιωσιμότητα του χρέους της. Ηταν αναμενόμενη;

Ηταν αναμενόμενο ότι το ΔΝΤ θα ανακοίνωσε πως το χρέος είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, αλλά και ότι παραμένουν σοβαρές αβεβαιότητας σε μακροπρόθεσμο στάδιο. Στην πράξη αυτό σημαίνει, πάντα κατά το ΔΝΤ, ότι αν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα για το χρέος μετά το 2038, αυτό θα συνεχίσει να αυξάνεται αδιάκοπα.

Αν δούμε το θετικό μήνυμα. Κατά το ΔΝΤ, η Ελλάδα έχει μπροστά της 20 χρόνια για να καταφέρει να πετύχει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι ένα πολύ μεγάλο διάστημα, που επιτρέπει όχι μόνο να έχουν εφαρμοσθεί μεταρρυθμίσεις αλλά και να έχουν φανεί τα αποτελέσματά τους, εφόσον φυσικά υπάρξει πολιτική βούληση.

Η Ελλάδα πρέπει να γίνει σαν χώρα περισσότερη φιλική απέναντι στις επενδύσεις, και να αυξήσει τα ποσοστά επενδύσεων στα προ κρίσης επίπεδα. Η χώρα έχασε την ευκαιρία να μεταρρυθμιστεί στη διάρκεια της κρίσης, τώρα πρέπει να κοιτάξει να μη χάσει την αντίστοιχη ευκαιρία που της προσφέρει το πακέτο ελάφρυνσης του χρέους. Διαφορετικά, θα έχει σπαταλήσει το χρόνο που έδωσε η συμφωνία στην Ελλάδα. Το χρέος είναι εύκολα βιώσιμο μακροπρόθεσμα, εάν η ανάπτυξη υπερβεί το 1,5%, αλλά όχι αν η ανάπτυξη σκαλώσει στο 1%. Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμούς 3%, εάν εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που η κυβέρνησή της έχει συμφωνήσει να εφαρμόσει στα χαρτιά.