Ο θυμός ως οδηγός

Ο θυμός ως οδηγός

Tου Χάρη Καστανίδη

Η κρίση άλλαξε τη ζωή μας. Οι συνθήκες ευημερίας που γνώρισαν οι πολίτες, στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής περιόδου, ανατράπηκαν με συνεχείς δημοσιονομικές προσαρμογές τα τελευταία οκτώ χρόνια. Καθώς κανείς, πολιτική-διοίκηση- λαός, δεν ήταν προετοιμασμένος για την αντιμετώπισή της, η κρίση διαρκεί δυσανάλογα περισσότερο, συγκριτικά με το χρόνο που χρειάστηκαν για να την υπερβούν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που προσέφυγαν στον διεθνή μηχανισμό στήριξης.

Η έλλειψη εθνικής συνεννόησης και, συνακόλουθα, ενός εθνικού σχεδίου, η πολιτική δημαγωγία και η δηλητηριώδης ρητορική του μίσους, που μετήλθαν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την εγκατάσταση ενός καθεστώτος σύγχυσης, συνωμοτικών θεωριών, μύθων και ανεύθυνων επαγγελιών. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι μόνοι κερδισμένοι ήταν ο «ιερός» φανατισμός και ο θυμός.

Στα χρόνια της κρίσης ο θυμός περίσσεψε, έγινε η καθοδηγητική αρχή της συλλογικής μας συμπεριφοράς. Θυμώσαμε, όταν αιφνιδιαστήκαμε από την ανατροπή των βιοτικών μας δεδομένων. Θυμώσαμε, όταν μας είπαν-και το πιστέψαμε- ότι μερικοί «συνωμότες» σχεδιασμένα «ξεπούλησαν» τη χώρα στους δανειστές. Θυμώσαμε, όταν ο δεξιός μεσσίας εφάρμοσε σκληρότερο δεύτερο μνημόνιο, παρά την υπόσχεσή του ότι «δεν θα συναινούσε στο έγκλημα». Θυμώσαμε, όταν ο αριστερός μεσσίας συμφώνησε τρίτο και χειρότερο μνημόνιο, παρά τη υπόσχεσή του ότι θα έσκιζε τα μνημόνια. Γίναμε η χώρα του παρατεταμένου θυμού. Είμαστε διαρκώς θυμωμένοι, ακόμη και με τα αποτελέσματα που προκάλεσε ο προηγούμενος δικός μας θυμός. Με οδηγό το θυμό μας, γκρεμίζουμε τους ίδιους που από θυμό αναδείξαμε σε είδωλα της λύσης.

Αυτόν τον θυμό διαχειρίσθηκαν και τροφοδότησαν διαδοχικά η Δεξιά και η Αριστερά. Και έγιναν και οι δύο θύματα της στάσης τους. Στη δυσκολότερη περίοδο της χώρας μετά τον εμφύλιο, μας έλειψε η νηφαλιότητα, η ψύχραιμη αποτίμηση των λαθών και η αναζήτηση σοβαρών προοπτικών, μας έλειψε η υπεύθυνη πολιτική πράξη που επιδιώκει την εθνική συνεννόηση, τον εθνικό σχεδιασμό, που προτάσσει το εθνικό και δημόσιο συμφέρον, που παρακινεί τους πολίτες στην αλήθεια και δεν τους σπρώχνει στους γκρεμούς της μυθοπλασίας.

Ο ελληνικός λαός είδε να μειώνονται δραματικά τα εισοδήματά του, να χάνεται το 25% του Α.Ε.Π, να εκτινάσσεται η ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη, να μεταναστεύει ένα μεγάλο μέρος της νεότητάς του, στην οποία μορφωτικά επένδυσε, να ταπεινώνεται από αποφάσεις των δανειστών, για τις οποίες εκ των υστέρων κάνουν αυτοκριτική, είδε να υπερφορολογείται, επιχειρήσεις να κλείνουν και οι επενδύσεις να αναζητούνται εις μάτην.

Θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά; Θα μπορούσαν, αν διαθέταμε μια κοινή, συμφωνημένη μεταξύ των κομμάτων, διαπραγματευτική γραμμή έναντι των δανειστών, ώστε να μην έχουν την ευχέρεια να επιβάλλουν αστόχαστα μέτρα βίαιης εσωτερικής υποτίμησης, που ούτε την οικονομία βοηθούσαν ούτε τη στοιχειώδη κοινωνική συνοχή εξασφάλιζαν. Αν, επίσης, διαμορφώναμε δικό μας εθνικό σχέδιο, στοχεύοντας κυρίως στη θεραπεία των αιτίων της κρίσης και όχι μόνο στα δημοσιονομικά συμπτώματα, πράγμα που προϋπέθετε διάθεση εθνικής συνεννόησης και όχι διάθεση μικροκομματικής υστερίας. Σε τέτοιες συνθήκες πολιτικής ωριμότητας, ευθύνης και σταθερότητας, οι πολιτικές δυνάμεις μπορούσαν να μετασχηματίσουν την κοινή γνώμη σε σταθερό υποστηρικτή μιας ελπιδοφόρας προοπτικής εξόδου από την κρίση.

Οι απολεσθείσες ευκαιρίες δεν πρέπει να συνεχισθούν. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες θα κληθούν σύντομα  να αποφανθούν στις εκλογές. Είναι ανάγκη να προσέλθουν στις κάλπες όχι και πάλι οδηγούμενοι από ασυγκράτητο θυμό, άγγελο αρνητικών εξελίξεων και δυσμενών επιπτώσεων. Δεν υπάρχει ευθύνη μόνον των πολιτικών κομμάτων, αλλά και των πολιτών. Τώρα γνωρίζουμε, μετά από οκτώ χρόνια οδύσσειας, τη συμπεριφορά όλων ανεξαιρέτως των διαχειριστών της κρίσης. Τις υποσχέσεις και τις πράξεις τους. Στην πολιτική συγκρίνουμε και συμπεραίνουμε. Θα κληθούμε σε μιαν άσκηση ρεαλισμού και ευθύνης, όχι σε μιαν έκφραση αλόγιστης παρόρμησης που, στα χρόνια της κρίσης, κωδικοποιείται κάθε φορά στο αίτημα «αρκεί να φύγουν αυτοί». Γιατί δεν «αρκεί να φύγουν αυτοί», έχει μεγαλύτερη σημασία το «ποιοι θα έρθουν» και τι ιδέες ή ποια ηθική της ευθύνης κουβαλούν στις αποσκευές τους. Ειδάλλως, θα επαναλαμβάνεται το αδιέξοδο οι «αρκεί να φύγουν αυτοί» να είναι η θλιβερή συνέχεια των προηγούμενων που «αρκούσε να φύγουν» κι εκείνοι.

Τώρα γνωρίζουμε ότι σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα που εφάρμοσε μνημόνια (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος) δεν κατέστησαν κυρίαρχες οι δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού, δεν αναδείχθηκαν σε υπολογίσιμες δυνάμεις ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα, δεν πρυτάνευσε ο φανατισμός, δεν διαψεύστηκαν τόσοι ψευδοπροφήτες. Σε μας συνέβησαν όλα και είναι αδιαίρετη ευθύνη κομμάτων και πολιτών.

Ευθύνεται και ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκω, η Κεντροαριστερά, ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, που έζησε τη συρρίκνωση της κομματικής του έκφρασης, του ΠΑΣΟΚ, της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης. Ζήσαμε τη συντριβή του ανάμεσα στα καυδιανά δίκρανα της κρίσης, παρότι την κρίση δεν τη δημιούργησε αυτό, αλλά άλλοι κρυπτόμενοι. Ευθύνεται για σοβαρά λάθη στην πολιτική διαχείριση της κρίσης, όπως τότε ,στις αρχές του θέρους του 2010, όταν αρνήθηκε την προσφυγή στις κάλπες, προκειμένου να υπάρξει  δημοκρατική νομιμοποίηση της πολιτικής που έπρεπε να ασκήσει μπροστά σε δραματικά νέα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, τα οποία δεν αφορούσαν την εντολή του Οκτωβρίου του 2009. Όπως στο τέλος του 2011, όταν εγκατέλειψε το δημοψήφισμα για το δεύτερο μνημόνιο, αφού προηγήθηκαν δραματικές αντικοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις σε βάρος του εκλεγμένου πρωθυπουργού, μεθοδεύσεις που θα κριθούν από την Ιστορία. Όπως, όταν αργότερα φάνηκε να μετατρέπεται σε ουραγό της Δεξιάς.

Αλλά, παρά τα λάθη της, καμιά «ιστορική δικαιοσύνη» δεν δικαιολογεί την εκλογική ταπείνωση της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης. Γιατί δεν της έλειψε το αίσθημα ευθύνης στην αντιμετώπιση της κρίσης, σε αντίθεση με την Δεξιά των Ζαππείων και τη ριζοσπαστική Αριστερά των προγραμμάτων της Θεσσαλονίκης. Γιατί τα στελέχη της που την υπηρετούν ακόμη δεν έστησαν καριέρες πάνω στην κρίση, σε αντίθεση με τους άλλους, που, αφού ορκίστηκαν στην αντιμνημονιακή «αντίσταση», μετατράπηκαν στους πιο αποδοτικούς εφαρμοστές των μνημονίων. Παρά τον μεταμορφισμό Δεξιάς και Αριστεράς, κατέβαλαν και οι δύο πολιτικό κόστος δυσανάλογα μικρό προς την πολιτική ανευθυνότητά τους. Ήταν η πολιτική συνέπεια, μεταξύ άλλων, του συλλογικού θυμικού μας, που εύκολα στοχοποίησε τον πρώτο διαχειριστή της κρίσης και μετά συμβιβάστηκε, περιέργως πως, με την ιδέα ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό οι επόμενοι. Ήταν μια βολική συνθήκη, γιατί η επιείκεια στους αλλόφρονες επόμενους, δεν υποχρέωνε στην αναγνώριση του δικού μας εκλογικού λάθους.

Η δημοκρατική παράταξη, με τη μορφή πια του Κινήματος Αλλαγής, δίνει τη μάχη για την ανασύνταξή της, πρωτίστως, όμως, για την ανασυγκρότηση της χώρας. Έμφορτη από την εμπειρία της κρίσης, διδαγμένη από τα λάθη της, μόνη πια διακηρύσσει την ανάγκη εθνικής συνεννόησης, για να μπορέσουμε όλοι μαζί να αλλάξουμε προς το καλύτερο τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας που συμφώνησε η παρούσα κυβέρνηση. Για να δημιουργήσουμε τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο να αναπνεύσει η χώρα από τις υπέρμετρα σκληρές δεσμεύσεις στις οποίες υποχρεώθηκε. Να αναπνεύσει για να αναπτυχθεί με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Μόνη πια προτείνει την εθνική συνεννόηση, προκειμένου να συμφωνήσουμε σε σταθερές και γενναίες μεταρρυθμιστικές πολιτικές στη διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην παιδεία, στο πολιτικό σύστημα, πολιτικές που δεν θα ανατρέπονται από κυβέρνηση σε κυβέρνηση, πολιτικές που για να πετύχουν χρειάζονται τον αναγκαίο μεταρρυθμιστικό χρόνο.

Ας τα θυμόμαστε αυτά, εμείς οι πολίτες, την ώρα που θα προσερχόμαστε στις κάλπες, αφήνοντας πίσω τα άγουρα χρόνια της οργής και αναζητώντας με γενναιότητα το εθνικά αναγκαίο. Να θυμόμαστε κάθε στιγμή ότι πάντα ισχύει, και για κόμματα και για ανθρώπους, ότι είναι πιο εύκολο να διακηρύσσεις τις αρχές σου, παρά να ζεις σύμφωνα με αυτές. Να κρίνουμε ποιος μας παρέχει τις περισσότερες εγγυήσεις για να «ζήσουμε σύμφωνα με αυτές». Κι αν η εθνική συνεννόηση φαντάζει δύσκολη, εξαιτίας του εθνικού χαρακτήρα μας, να θυμόμαστε ότι η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δώσαμε ποτέ. Ας την δώσουμε μαζί με αυτούς που την πιστεύουν.