Ο μονόλογος του κυρ-Μιχάλη

Ο κυρ-Μιχάλης δεν είναι κανένας αφελής. Εξάλλου, συχνά-πυκνά, η αφέλεια είναι άλλη όψη της σοφίας. Παρά την μάλλον προχωρημένη του ηλικία (ογδονταρίζει) και το περιορισμένο των σπουδών του (έχει τελειώσει την τρίτη τάξη του παλιού γυμνασίου), είναι πληρέστατα ενημερωμένος περί των γεωπολιτικών εξελίξεων. Αν και ονομαστικά μπερδεύει πότε-πότε την Ουκρανία με τη Μαλαισία (μυστήριο κοκομπλόκο του μυαλού του), έχει απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «πόλεμος».

Ίσως γιατί οι μνήμες των παιδικών του χρόνων είναι βυθισμένες μέσα στην απόλυτη μεταπολεμική φτώχεια (ως προϊόν του τότε πολέμου), που χάραξε βαθιά τον κυρ-Μιχάλη ως ύπαρξη. Ακόμα και στις πιο ανέμελες στιγμές των καιρών της εθνικής μας ευμάρειας, δεν έπαψε ποτέ να ενυπάρχει εντός του (και στον λόγο του) μια αίσθηση αόρατου ελλοχεύοντος κινδύνου, αναπόφευκτου, καθότι συνυφασμένου με την ανθρώπινη μοίρα.

Ήταν ίσως από τους λίγους Έλληνες που ποτέ δεν πίστεψε ότι η περίοδος των πολέμων είχε οριστικά τελειώσει. Περίμενε για δεκαετίες το γύρισμα της μοίρας, τον βρήκε στα ογδόντα του.

Ο μονόλογος που ακολουθεί είναι δικός του. Είναι απάντηση στην απλή-απλούστατη ερώτηση «πως τα βλέπεις τα πράγματα κυρ-Μιχάλη;»

«Πόλεμος παιδί μου, πώς να τα δω; Λειψός πόλεμος βέβαια, στον προηγούμενο που θυμάμαι κάθε σπίτι είχε και από έναν σκοτωμένο ή πεθαμένο. Ενώ τώρα, χωρίς να έχει σκοτωθεί κανείς μας, έχουμε μεγαλύτερο πανικό απ’ αυτόν που είχε ο κόσμος τότε. Μυστήριο πράγμα.

Κλαίνε όλοι για το ψωμί. Μέρα νύχτα οι τηλεοράσεις, φωνάζουν για το ψωμί. Εγώ λοιπόν, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Παίρνανε τη φρατζόλα το ψωμί ένα ευρώ, τώρα θα την παίρνουν ένα δέκα ή ένα είκοσι. Με μια φρατζόλα τρώει μια τετραμελής οικογένεια την ημέρα. Είναι τώρα αυτό κόστος για να φωνάζουν; Και έπειτα, αυτός που σκούζει πάει κάθε μέρα στο περίπτερο και πληρώνει πέντε ευρώ για τσιγάρα. Εκεί τα δίνει, δεν τον πιάνει πανικός.

Αμ το ηλιέλαιο; Ανάθεμα το για ηλιέλαιο. Από πότε δηλαδή το ηλιέλαιο έγινε είδος πρώτης ανάγκης, για να μας πιάνει άγχος επειδή ακρίβυνε ή επειδή χάθηκε από τα ράφια; Και γιατί να τρέξει ο άλλος να αγοράσει πέντε μπιτόνια ηλιέλαιο για το σπίτι του; Μη χειρότερα δηλαδή. Θυμάμαι τότε με το Τσέρνομπιλ που είχαν τρέξει όλοι στα μπακάλικα και ένας γείτονας μου είχε για χρόνια γεμάτο το αποθηκάκι του με κουτιά από γάλατα. Πήγε φαντάρος ο γιος του και ακόμα έπινε το γάλα που είχε αγοράσει ο πατέρας του στο Τσέρνομπιλ.

Εγώ ήξερα ότι το λαδάκι του Θεού που βγαίνει από την ελιά, είναι το καλό λάδι. Και ότι αυτά τα σπορέλαια τα τρώνε οι ξένοι επειδή δεν φυτρώνουν ελιές στις πατρίδες τους, οπότε αναγκάζονται να μπουκώνονται με βούτυρα και σπορέλαια που βουλώνουν φλέβες.

Και πάνω που πασχίζαμε να διώξουμε τα σπορέλαια και να πείσουμε τους μαγαζάτορες μας να ταΐζουν τους τουρίστες με ελαιόλαδο (μπας και το μάθουν και μετά το αγοράζουν και στην πατρίδα τους), τώρα μας έπιασε πανικός επειδή χάθηκε το σπορέλαιο από ράφια. Ε, το κακό μας τον καιρό λοιπόν. Σε λίγο θα βγάλουμε και το αγελαδινό βούτυρο πιο υγιεινό από το ελαιόλαδο.

Όσο για τον πόλεμο, σε πόλεμο βρέθηκε ο παππούς μου, σε πόλεμο εγώ, σε πόλεμο θα βρεθούν τα εγγόνια μου. Έτσι πάει το πράγμα. Θυμάμαι ένα τραγουδάκι που είχα ακούσει σε μια σχολική γιορτή εδώ στο χωριό, που στο τέλος του σηκωνόταν ένα παιδί και έλεγε, όχι τραγουδιστά «κοιμήσου Κεμάλ, ο κόσμος αυτός δεν θ’ αλλάξει ποτέ». Δεν ξέρω ποιος το ‘γραψε, αλλά αυτό ισχύει. Δυστυχώς.»