Ο γόρδιος δεσμός τραπεζών και υποψηφίων δανειοληπτών

Με αφορμή το προχθεσινό μου άρθρο με τίτλο: «Είναι λογικό να αντιστοιχεί μια επιχείρηση εστίασης, σε κάθε 100 πολίτες;», δέχθηκα πολλά μηνύματα τα οποία κατέληγαν σε συμπεράσματα για το ποιον μου και το ρόλο μου. Έτσι είμαι από νεοφιλελεύθερος μέχρι κρατιστής και τα παίρνω είτε από την κυβέρνηση, είτε από τις τράπεζες.

Νεοφιλελεύθερος διότι επιθυμώ να χαθούν θέσεις εργασίας και κρατιστής διότι δεν καταλαβαίνω ότι η αγορά αυτορρυθμίζεται ούτως ή αλλιώς από μόνη της. Τα παίρνω από την κυβέρνηση, διότι υποστηρίζω ότι δεν πρέπει να δοθούν ενισχύσεις παντού και τα παίρνω από τις τράπεζες, επειδή δεν θέλω να δανειοδοτούν τις μικρές επιχειρήσεις. Ευτυχώς όμως, σε αυτή τη ζωή, είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτά που γράφουμε και όχι γι’ αυτά που καταλαβαίνουν οι άλλοι, οπότε δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε περισσότερο με τέτοιου είδους αντιδράσεις.

Όμως αρκετοί αναγνώστες του liberal με τους οποίους υπήρξε ένας ευπρεπής διάλογος, εστίαζαν τον προβληματισμό τους στο ότι το 95% των επιχειρηματιών της εστίασης δεν έχουν καν την πιστοληπτική ικανότητα να πάρουν ένα μικρό δάνειο, διερωτώμενοι γιατί οι τράπεζες δεν δανειοδοτούν την επιχειρηματικότητα. Και τα ερωτήματα ήταν ακόμα πιο επιτακτικά, καθώς οπλίζονταν με το επιχείρημα ότι ακόμα και η κυβέρνηση πιέζει τις τράπεζες να ανοίξουν τις στρόφιγγες των πιστώσεων.

Ας πάρουμε τα πράγματα από τη αρχή. Η διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη δεν χρειάζεται μόνο ένα εύρωστο και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα. Χρειάζεται πρωτίστως πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Και όπως δείχνουν οι διεθνείς εξελίξεις, ο ρόλος των τραπεζών στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, υποχωρεί αισθητά με τις επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε εναλλακτικές μορφές επενδύσεων και χρηματοδοτήσεων. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι εναλλακτικές μορφές επενδύσεων και χρηματοδοτήσεων όπως είναι η προσφυγή σε Venture Capitals, σε Private Equity Funds ή και σε Family Offices, δεν έχουν προχωρήσει, διότι η εγχώρια επιχειρηματικότητα είναι σε σημαντικό βαθμό ανώριμη για κάτι τέτοιο. Οπότε τον βασικό ρόλο της χρηματοδότησης της οικονομίας τον έχει επωμιστεί το τραπεζικό σύστημα, σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 90%.

Η δουλειά των τραπεζών είναι να εμπορεύονται χρήμα. Να δανείζονται χρήματα από τους καταθέτες και να τα δανείζουν στις επιχειρήσεις και στους ιδιώτες. Οι τράπεζες για την αποτελεσματικότητα αυτής της δραστηριότητας, λογοδοτούν στους μετόχους τους και σε κανέναν άλλον. Ούτε στην κυβέρνηση. Οι τράπεζες λογοδοτούν επίσης στις ανεξάρτητες αρχές για θέματα επάρκειας κεφαλαίων, εταιρικής διακυβέρνησης και άλλα. Με αυτή τη λογική, οι τράπεζες σταθμίζουν πάντα το ρίσκο και τον κίνδυνο που λαμβάνουν απέναντι στον δανειολήπτη. Επομένως είναι επικίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα, να ασκούνται πάνω του πιέσεις για δανειοδοτήσεις έξω και πέρα από τα αυστηρά χρηματοδοτικά κριτήρια.

Σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα; Σίγουρα η πραγματική οικονομία υποχρηματοδοτείται. Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι δεν βρίσκουν μπροστά τους, επιχειρήσεις με ικανό μέγεθος, με καθαρές λογιστικές καταστάσεις, με λειτουργική και διάφανη εταιρική διακυβέρνηση, με ενδιαφέροντα επιχειρηματικά σχέδια, που να παρέχουν ταυτόχρονα τις απαραίτητες εγγυήσεις για την ασφαλή δανειοδότη τους. Οι επιχειρήσεις από τη πλευρά τους υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες αρνούνται να δανειοδοτήσουν τον επιχειρηματικό κόσμο, αυστηροποιώντας τους όρους και δυσκολεύοντας τις διαδικασίες.

Ποιος έχει δίκιο; Κάθε πλευρά έχει το δίκιο με το μέρος της, μέσα από την δική της οπτική.

Οι τράπεζες μετά από την καταστροφή του τραπεζικού συστήματος και τη διάσωση του με κρατικά χρήματα σε πρώτη φάση και με ιδιωτικά κεφάλαια σε δεύτερη φάση, έχουν μια συντηρητική προσέγγιση προς τις νέες δανειοδοτήσεις. Όλη αυτή την περίοδο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των επαγγελματιών και των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι τριπλάσια από τα αντίστοιχα των μεγάλων επιχειρήσεων. Επομένως η συντηρητική προσέγγιση των τραπεζών ως προς την ανάληψη υψηλότερων δανειακών κινδύνων και κυρίως ως προς τη χρηματοδότηση μικρότερων επιχειρήσεων και επαγγελματιών, είναι απολύτως λογική. Η δυσανεξία των τραπεζών για ανάληψη κινδύνων, είναι αποτέλεσμα και της αυστηρότητας των εποπτικών και λογιστικών κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας, που έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές.

Οι μικρές επιχειρήσεις από την άλλη, προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να ισορροπήσουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Οι συντελεστές τους και βασικοί μέτοχοι είναι απρόθυμοι στο να ενισχύσουν και με δικούς τους πόρους στην εξυγίανση των επιχειρήσεών τους, αρνούνται ιδέες για συγχωνεύσεις και εξαγορές διότι φοβούνται την απώλεια το ελέγχου και του “one man show”, στο οποίο έχουν συνηθίσει. Ζητούν όμως τραπεζικά κεφάλαια, για να μπορέσουν να προχωρήσουν ή να διατηρηθούν στη ζωή, επικαλούμενοι τις θέσεις εργασίας που τίθενται σε κίνδυνο, τους προμηθευτές που δεν θα πληρωθούν και τις παραγγελίες που θα χαθούν. Επιθυμούν χαλάρωση των κριτηρίων δανειοδότησης, των ελέγχων των λογιστικών καταστάσεων τους, ζητώντας ταυτόχρονα εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.

Η άποψη μας είναι ότι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να σοβαρευτούν, να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να δουν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν. Να καταλάβουν, αν ο ανταγωνισμός τους επιτρέπει να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Να δουν ποιες είναι οι προοπτικές τους. Να κάνουν ότι είναι δυνατό, για να πείσουν τις τράπεζες να τους εμπιστευτούν και να τους παράσχουν ρευστότητα.

Αλλιώς θα πρέπει να προχωρήσουν σε επαφές με εναλλακτικές μορφές χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων, όπου εκεί οι όροι είναι ακόμα πιο σκληροί. Διότι μπορεί στην αγορά να υπάρχει ένας ωκεανός ρευστότητας που αναζητεί να προβεί σε τοποθετήσεις, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά είναι “ο θείος από την Αμερική”. Προσφέρονται με αυστηρούς όρους και αφού η υποψήφια εταιρεία υποστεί ένα ενδελεχές ψάξιμο, μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Μόνο με την προσφυγή στα χρηματιστήρια, τα Private Equity Funds, τα Venture Capitals και τις υπόλοιπες εναλλακτικές πηγές κεφαλαίων, είναι δυνατόν να κοπεί ο γόρδιος δεσμός ανάμεσα στις τράπεζες και στους υποψήφιους δανειολήπτες.

* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

** Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.