«Να μάθουμε να παράγουμε και όχι να βρίσκουμε έτοιμα πιάτα»

«Να μάθουμε να παράγουμε και όχι να βρίσκουμε έτοιμα πιάτα»

Ασπιρίνες χαρακτηρίζει την πολιτική των επιδομάτων ο πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο οποίος μιλώντας στο liberal.gr τονίζει ότι πρέπει «να μάθουμε να παράγουμε και όχι να βρίσκουμε έτοιμα πιάτα. Επίσης εκτιμά ότι είναι εφικτό να έχουμε ξεμπερδέψει με όλους τους μνημονιακούς φόρους πριν από το τέλος της 4ετίας.

Σχολιάζοντας την ταχύτερη σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό μείωση των φόρων, ο επικεφαλής του ΚΕΠΕ απαντά ότι σηματοδοτεί την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα και θεωρεί πιθανό, μετά και τον τερματισμό της πολιτικής των υπερπλεονασμάτων, οι φόροι που επιβλήθηκαν στα χρόνια των μνημονίων να αποτελέσουν σε λίγα χρόνια παρελθόν. “Είναι εφικτό, απλά, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν το ήθελε”, όπως λεει, καθώς διαφορετικά δεν θα μπορούσε να συνεχίζει την πολιτική των υπερ-πλεοανασμάτων, η οποία σε απόλυτα νούμερα, μας στοίχισε κατά την περίοδο 2016-2018, το δυσθεώρατο ποσό των 11,4 δισ ευρώ.

Ερωτηθείς, για τις επιπτώσεις στην οικονομία από την διάθεση των 1,2 δισ ευρώ των Anfas για επενδύσεις, απαντά ότι οι εκτιμήσεις μιλούν για ένα επιπρόσθετο 0,5% στην ανάπτυξη, που σημαίνει ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2020 θα ξεπεράσει το 3%.

Τέλος αναφορικά με την μόνιμη συζήτηση γύρω από την πολιτική επιδομάτων, μιλά για "ασπιρίνες, που λύνουν προσωρινά το πρόβλημα αλλά όχι τα αίτια”, ενώ παραφράζοντας την κινέζικη παροιμία “είναι καλύτερα να μάθεις κάποιον να ψαρεύει παρά να του δώσεις ένα έτοιμο ψάρι”, τονίζει ότι πρέπει “να μάθουμε να παράγουμε και όχι να βρίσκουμε έτοιμα πιάτα”.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:

- Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, η ανάπτυξη το 2020 θα ανέλθει στο 2,8%. Ωστόσο κανείς από τους θεσμούς (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ), όπως και άλλοι αναλυτές, δεν συμφωνούν με αυτή την πρόβλεψη. Τι δεν βλέπουν σε σχέση με την κυβέρνηση;

liargovasΘεωρώ ότι η Κομισιόν και το ΔΝΤ κάνουν λάθος. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Προσωπικά πιστεύω ότι οι στόχοι του προϋπολογισμού σχετικά με την ανάπτυξη του 2020, είναι αρκετά ρεαλιστικοί γιατί βασίζονται σε δύο βασικά δεδομένα.

Πρώτον, ότι το εξωτερικό περιβάλλον παρουσιάζει σημάδια επιδείνωσης. Πράγματι, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ενώ οι αβεβαιότητες στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν έχουν αποκλιμακωθεί. Άρα θα συνεχίσει η διεθνής αβεβαιότητα και μεγάλες οικονομίες θα επηρεαστούν.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης δεν μπορεί να προέλθει από το εξωτερικό, όπως συνέβαινε για παράδειγμα το 2018, όπου οι εξαγωγές είχαν σημειώσει αύξηση 8,7%. Αντίθετα θα προέλθει από την ιδιωτική κατανάλωση και την μεγάλη αλυξηση των επενδύσεων. Υπ' αυτή την έννοια, ο στόχος για 2,8% είναι μεν ιδιαίτερα απαιτητικός, αλλά με αφετηρία τον θετικό αντίκτυπο του 2019, είναι υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος.

Το δεύτερο δεδομένο, το οποίο μετριάζει τις προοπτικές ανάπτυξης, είναι οι υψηλοί στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που κληρονομήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση.

- Έστω ότι επιτυγχάνεται ανάπτυξη 2,8%. Είναι αρκετή;

To 2,8% ναι είναι αρκετό. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να είναι μεγαλύτερος του ρυθμού ανάπτυξης των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης προκειμένου να συγκλίνουμε με αυτούς. Το 2,8% το εξασφαλίζει αυτό.

- Έστω επίσης ότι εγκρίνονται τα ελληνικά αιτήματα, τόσο να διαθέσουμε τα 1,2 δισ ευρώ των Anfas για επενδύσεις, όσο και να μειωθούν οι στόχοι των πλεονασμάτων, από το 2021. Πόσο υψηλά μπορεί να φτάσει η ανάπτυξη και το ΑΕΠ;

Εάν γίνει κάτι τέτοιο, θεωρώ ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2020, θα ξεπεράσει το 3%. Έχουν γίνει εκτιμήσεις σχετικά με την οικονομική επίπτωση των 1,2 δισ ευρώ των Anfas στην ελληνική οικονομία. Οι εκτιμήσεις αυτές ανέρχονται στο επιπρόσθετο 0,5% στην οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον η μείωση των πλεονασμάτων είναι από μόνη της ικανή να συνεισφέρει αρκετά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περισσότερο πάνω σε αυτό. Όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες βίωσαν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των υψηλών πλεονασμάτων κατά την προηγούμενη τριετία.

- Σχολιάστε μας την εξαγγελία Μητσοτάκη για νέα μείωση 8% του ΕΝΦΙΑ, όπως και για μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Τι μήνυμα στέλνουν οι κινήσεις αυτές;

Το μήνυμα είναι ότι επιτέλους, η οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα. Πριν τα μνημόνια δεν υπήρχε (έκτακτη) εισφορά αλληλεγγύης. Υιοθετήθηκε κάτω από την πίεση των πραγμάτων για την αντιμετώπιση έκτακτων γεγονότων. Ο ΕΝΦΙΑ επίσης δεν υπήρχε. Δεν λέει κανείς ότι δεν πρέπει να φορολογούνται όλες οι μορφές πλούτου. Όμως στην προκείμενη περίπτωση, είχαμε ένα κάνουμε σε πολλές περιπτώσεις με δήμευση της περιουσίας των πολιτών. Κάτι τέτοιο ήταν απαράδεκτο.

- Το ρωτώ γιατί μέχρι στιγμής η κυβέρνηση εφαρμόζει μειώσεις φόρων ταχύτερα απ' ότι τις είχε εξαγγείλει, όπως π.χ. την μείωση στη φορολογία επιχειρήσεων που έγινε από το 2019, αντί για το 2020 του αρχικού στόχου. Τελικά, είναι εφικτό, ανάλογα και με την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας, να ξεμπερδέψουμε με τους μνημονιακούς φόρους πριν το τέλος της 4ετίας;

Θεωρώ πως αυτό είναι εφικτό. Απλά, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν το ήθελε. Στον προϋπολογισμό του 2020, τερματίζεται η πολιτική των υπερ-πλεοανασμάτων, την οποία βιώσαμε την περίοδο 2016-18. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά μεγέθη : Το 2016, ενώ ο συμφωνημένος στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ήταν 0,5%, το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώθηκε στο 3,71%, δηλαδή υπέρβαση κατά 3,21%.

Το 2017 ο στόχος ήταν 1,75% και το τελικό αποτέλεσμα 4,18%. Για το 2018 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 3,5% και 4,32%. Το 2019, οπότε και άρχισε η αλλαγή αυτής της πολιτικής το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώνεται στο 3,68% έναντι στόχου 3,5%. Σε απόλυτα νούμερα, η συνολική υπέρβαση στόχων κατά την περίοδο 2016-18 έφτασε τα 11,4 δισ ευρώ.

Για να συγκεντρωθεί το ποσό αυτό, υπήρξε υπερ-φορολόγηση και μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή επιπλέον λιτότητα που δηλητηρίασε την ελληνική οικονομία, αύξησε τις ανισότητες και την φτώχεια και δημιούργησε πρόσθετες ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς το Δημόσιο, συνολικού ύψους 18,1 δισ ευρώ.

Είναι πολύ θετικό λοιπόν το γεγονός ότι αλλάζει η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής καταργώντας, σε πρώτη φάση τις σημαντικές υπερβάσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι των στόχων. Η μείωση των υπερβάσεων αυτών είναι το πρώτο βήμα για τη διεκδίκηση της μείωσης των ίδιων των στόχων, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

- Στο πλαίσιο του προϋπολογισμού και της καταβολής του κοινωνικού μερίσματος, έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για τα έκτακτα επιδόματα. Πως θα ξεφύγουμε απ' αυτό τον φαύλο κύκλο των επιδομάτων; Πότε θα μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτά;

Δεν είμαι υπέρ των επιδομάτων. Οραματίζομαι μια ελληνική οικονομία που δεν θα χρειάζεται να έχει κανένα επίδομα γιατί όλα θα καλύπτονται από την θεσμοθετημένη κοινωνική πολιτική.

Τα επιδόματα είναι σαν τις ασπιρίνες. Λύνουν προσωρινά το πρόβλημα αλλά όχι τα αίτια. Αφήστε που δημιουργούν και μια εξάρτηση.

Ήμουν πρόσφατα στην Κίνα και εκεί λένε μια παροιμία: Είναι καλύτερα να μάθεις κάποιον να ψαρεύει παρά να του δώσεις ένα έτοιμο ψάρι. Το ίδιο πιστεύω και εγώ για τη χώρα μας: Να μάθουμε να παράγουμε και όχι να βρίσκουμε «έτοιμα πιάτα».

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.