Μάγια Πλιτσέσκαγια: Ποιος ποιον

Μάγια Πλιτσέσκαγια: Ποιος ποιον

Η Μάγια Πλιτσέσκαγια (1925-2015) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τον Έλληνα αναγνώστη. Τίμησε με την παρουσία της την χώρα μας, δίνοντας παραστάσεις, οι οποίες εντυπώθηκαν στη μνήμη του τυχερού κοινού που τις παρακολούθησε.

Διάσημη μπαλαρίνα, γύρισε όλον τον κόσμο, προσφέροντας απλόχερα το ταλέντο και την τέχνη της.

Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις σκοτεινές και δύσκολες σελίδες της βιογραφίας της.

Το 1994, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Μάγια Μιχαήλοβνα έγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις της, με τίτλο «Εγώ, η Μάγια Πλιτσέσκαγια».

Από το βιβλίο αυτό επέλεξα τέσσερα κεφάλαια, στα οποία αναφέρεται στις τρομακτικές εμπειρίες που έζησε.

* * *

Θα επιστρέψω τώρα στο θέατρο. Στη ζωή μου το 1948. Στο τέλος της σεζόν, ήταν η πέμπτη για μένα, τον Μάιο, διόρισαν νέο διευθυντή τον Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Σολοντόβνικοφ. Η «βασιλεία» του είναι μία μαύρη περίοδος της θεατρικής μου παρουσίας. Αν παλιότερα έπρεπε να προσπαθήσω πολύ για να καταφέρω κάτι, η υπέρβαση, εκείνη η εξ αρχής κακοήθεια από πολύ ψηλά, μετέτρεψε τη ζωή μου σε μία καθημερινή άνιση μάχη. Τώρα μπορώ να σκεφτώ πως κάποιος που βρισκόταν ακόμη πιο ψηλά, του έδωσε το πρόγραμμα του «κοντέματος» μου. Την εποχή εκείνη όμως όλα αυτά για μένα ήταν προσωποποιημένα από τον Σολοντόβνικοφ.

Κακοσούλουπος, καμπούρης, φορούσε μεγάλα γυαλιά, ένα μονίμως τσαλακωμένο κουστούμι με τριμμένες τσέπες, διαρκώς ένα λευκό πουκάμισα και πάντα γραβάτα. Θα μπορούσε η φωτογραφία του να τοποθετηθεί στον πίνακα των επίλεκτων της παραγωγής. Κρατούσε έναν χαρτοφύλακα, τον οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Κοντολογίς, ήταν ένας κλασσικός σοβιετικός καθοδηγητής με χαρτοφύλακα.

Ο Σολοντόβνικοφ άρχισε την «εκστρατεία κατά της Πλιτσέσκαγια» με ένα άρθρο στην εφημερίδα, το οποίο αναφερόταν στην νεολαία του Μπολσόι. Απέμεινε εύσημα σε όλες τις αδελφές, τις εξύμνησε, τις νουθετούσε. Εμένα δεν με ανέφερε καν. Θαρρείς και η Μάγια Πλιτσέσκαγια δεν υπήρχε ούτε στο θέατρο, ούτε στη φύση. Τις λιγοστές εφημερίδες οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια τις διάβαζαν με ιδιαίτερο τρόπο: αν δεν υπήρχε μία συγκεκριμένη λέξη σε κάποια φράση, αυτό κάτι σήμαινε. Εντελώς κινεζική μανιέρα. Με ποια σειρά έγινε η απαρίθμηση των ονομάτων, ποιος ήταν μετά από ποιον, ποιος αναφερόταν με αρχικά, ποιος με το όνομά του, για ποιον χρησιμοποιήθηκε επίθετο, ποιος ήταν απλά «νέος». Εγώ όμως είχα δει τις φωτογραφίες μου δημοσιευμένες στο περιοδικό «Ογκονιόκ», η «Λίμνη των κύκνων», το χρυσό μετάλλιο στο φεστιβάλ, κι όμως στο άρθρο ήμουν εξαφανισμένη, αγνοούμενη. Στον κόσμο του θεάτρου, το άρθρο του Σολοντόβνικοφ δεν πέρασε απαρατήρητο. Ορισμένοι ανησύχησαν, άλλοι ένιωσαν συμπόνια, κάποιοι άρχισαν να με αποφεύγουν, να απομακρύνονται από εμένα. Αυτό στη συνέχεια επαναλήφθηκε πολλές φορές. Μόνο που οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου ήταν πολύ μεγαλύτερες.

Πήγα στον διευθυντή για να ζητήσω εξηγήσεις, μου ήταν πολύ δύσκολο να έχω αυτό το βάρος στην ψυχή μου. Προσπάθησε όμως να φτάσεις στο γραφείο του διευθυντή, όταν υπάρχουν οι Κέρβεροι. Δεκάδες φορές πήγαινα για να εξηγήσω για ποιον λόγο τον θέλω, γιατί, με ποια αφορμή.

Επιτέλους, η πολυαναμενόμενη ακρόαση. Τα γυαλιά λαμπιρίζουν, σκυθρωπιάζουν.

- Ποιο άρθρο; Αχ, εκείνο. Μα, αναφερόταν στους νέους. Εσείς είστε μία ώριμη χορεύτρια. Έχετε καθοριστικό ρόλο στο ρεπερτόριο.

Σπεύδω να παρατηρήσω πως άλλοι «αναφερόμενοι» ήταν 10-15 χρόνια μεγαλύτεροί μου, με τίτλους. Εγώ απλά ήμουν για πέμπτη χρονιά στο θέατρο. Ο Σολοντόβνικοφ σηκώθηκε από το γραφείο του. Η συζήτηση έληξε. Έχει κρατικές υποθέσεις να φροντίσει κι εγώ...

Ο προηγούμενος διευθυντής, Φιοντόρ Ποιμένοβιτς Μπονταρένκο, στην εποχή του οποίου πέρασαν τα πρώτα μου χρόνια, δεν επέμενε σε λεπτομέρειες, όπως ποιος θα χορέψει ποιον ρόλο, ποιος θα είναι σολίστας, ποιος θα τραγουδήσει. Ήταν άνθρωπος μαλακός, ευπροσήγορος, άκακος. Το 1948 ήταν εποχή, κατά την οποία τέτοιοι «φιλελεύθεροι» δεν είχαν καμία θέση στο αυτοκρατορικό θέατρο. Μόλις είχαν επιτεθεί στον Ζόσενκο, την Αχμάτοβα, εξοβέλισαν τους συνθέτες - φορμαλιστές, κάθε είδους Σοστακόβιτς, Προκόβιεφ, Χατσατουριάν. Έπρεπε να μπει τάξη στο θέατρο, να ενισχυθεί η πειθαρχία. Ο Σολοντόβνικοφ ανέλαβε αυτή τη δουλειά αμέσως, ανασηκώνοντας τα μανίκια του. Δεν ξέρω τι έγινε στην όπερα. Στο μπαλέτο όμως άρχισε να ελέγχει τη σύνθεση κάθε τριάδας, κάθε εξάδας, ενώ τις παρτιτούρες για τις μπαλαρίνες ο Λαβρόφσκι δεν τολμούσε να τις καθορίσει χωρίς την έγκριση του διευθυντή. Χρειαζόταν το διεισδυτικό κομματικό μάτι. Εξάλλου, υπήρχαν πολλοί με αμφίβολο οικογενειακό παρελθόν...

Οι μπαλέτ μάστερ, προσπαθούσαν να με έχουν στις παραστάσεις τους, θέλοντας να αποφύγουν το «Γενικό σχέδιο οργάνωσης του μπαλέτου», το οποίο είχε καταρτίσει ο Σολοντόβνικοφ. Ο Ζαχάροφ μου έδωσε τον συμπαθητικό ρόλο της Παρθένου στην «Ρουσλάνα». Ήταν το πρώτο ρήγμα στο βάθρο του Σλοντόβνικοφ. Ο κομματικός ιππότης δεν είχε ελέγξει δεόντως τους χορούς στην όπερα. Επιπλέον οι χορεύτριες αρρώσταιναν, πάθαιναν διαστρέμματα στα πόδια. Όπως και με την «Λίμνη των κύκνων» με χρειάστηκαν, αντικατέστησαν την επί μακρόν ασθενούσα Σιμόνοβα. Ακόμη και η σιδερένια Γκολόβκινα, με την οποία την εποχή εκείνη, σύμφωνα με το ευρέως διαδεδομένο τότε στα σχολεία ποίημα του Νικολάι Τίχονοφ, μπορούσες να φτιάξεις τα μπολσεβίκικα καρφιά, κρυολόγησε, έπαθε αμυγδαλές και παραχώρησε τον «Ρεϊμόνδο». Εμπρός, καπνιστές! Βέβαια, στις καθημερινές πότε μου ανέθεταν και πότε με διέγραφαν από τις υποψήφιες για την «Λίμνη των κύκνων» ή τους άλλους ρόλους μπαλαρίνας. Διάβαζα το επίθετό μου στον πίνακα ανακοινώσεων της γραμματείας. Είχα όμως τη δική μου αντίδραση. Έπαιρνα το δελτίο ειδήσεων. Ήμουν τάχα άρρωστη. Ποιος θα φάει ποιον.

Υπήρχε όμως ακόμη και η Κομσομόλ. Οι πολυπληθείς συνελεύσεις. Εκεί επέπλητταν την Πλιτσέσκαγια για τις απουσίες που έκανε στα μαθήματα πολιτικής αγωγής, για την απουσία της από την διαλεκτική μάθηση. Δύο φορές, πριν καν πλύνω τις τσίμπλες από τα μάτια μου, έκανα έναν άθλο, τρέχοντας, αφρίζοντας, στις 9 το πρωί, ήταν η θεατρική μας αργία (η ευλογημένη Δευτέρα) στον Οίκο των εργαζομένων στην Τέχνη στην οδό Πουσέτσναγια. Εκεί, επιμόρφωναν τους βλάκες στις αρχές του μαρξισμού - λενινισμού. Πληκτικές, μεγάλης διάρκειας διαλέξεις. Τι είχε προβλέψει ο μαλλιαρός Μαρξ για τους Ρώσους προλετάριους πριν από εκατό χρόνια, πώς πάλευε ο Ένγκελς με την έπαρση του Ντιούρινγκ, τις θέσεις του Λένιν τον Απρίλιο-Μάιο-Ιούνιο-Ιούλιο πάνω στα τεθωρακισμένα του σιδηροδρομικού σταθμού Φιλιάνσκι, τις θεϊκές αποκαλύψεις του μυστακοφόρου Στάλιν. Και διάφορα άλλα ακατανόητα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ανοιγόκλεινα τα νυσταλέα μάτια μου, υποκρίνομαι πως με ενδιαφέρουν όλα αυτά ειλικρινά. Λαγοκοιμάμαι. Τρίτη φορά δεν άντεξα να πάω. Ήταν καλύτερα να χορτάσω ύπνο, την Τρίτη είχα παράσταση. Ήρθε όμως η τιμωρία. Οργισμένα κηρύγματα των μελών της Κομσομόλ και των κομματικών ακτιβιστών, οι συνάδελφοί μου είναι χειρότεροι απ’ όλους. Κοπανατζού, απολίτικη, κακοήθες στοιχείο. Προσπαθώ να πω κάτι για να δικαιολογηθώ. Με καταδικάζουν με φασαρία όλοι μαζί. Στη συνέχεια, επί ένα ολόκληρο μήνα το όνομά του φιγουράρει στον πίνακα ανακοινώσεων της γραμματείας, προς γενικό παραδειγματισμό. Είναι αυτή που κάνει απουσίες, που δεν συμμετέχει... Αχ, έτσι; Δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου. Ποιος θα φάει ποιον!

Στις 10 Ιανουαρίου στις αρχές του νέου 1949 έτους, ο Φάιερ είχε γενέθλια. Τον συνάντησα στο πλατύσκαλο και νιώθοντας συμπόνια για μένα, με κάλεσε ξαφνικά να πάω στην οικογενειακή γιορτή. Χθες δεν μπορούσε να γιορτάσει, διηύθυνε την ορχήστρα στον «Ραϊμόνδο» στον οποίο χόρευα. Μάλλον είχε θριαμβευτική επιτυχία.

Ποιοι είναι οι άλλοι καλεσμένοι;

Ο Γκολοβάνοφ με την Νεζντάνοβα, ο σχεδιαστής αεροπλάνων Γιάκοβλεφ, ο τραγουδιστής Λέμεστσεφ, η Αικατερίνα Βασίλιεβνα Γκέλτσερ. Καθίσαμε στο τραπέζι, τρώγαμε σαλάτα με γαρίδες, πίναμε βότκα, δοκιμάζαμε αυγοτάραχο από καβούρια και μαύρο χαβιάρι που μόλις είχαν φέρει από το μαγαζί. Η τρομοκρατία καλά κρατούσε, ο αγώνας κατά του κοσμοπολιτισμού, αλλά από φαγητό δεν είχαμε παράπονο. Λογική, βέβαια, ανόητη πέρα ως πέρα. Αυτό όμως συνέβη και δεν αλλάζει.

Χτύπησε το κουδούνι στο χολ. Ο Σολοντόβνικοφ αυτοπροσώπως. Έβγαλε το γούνινο παλτό του και χαιρέτησε όλους δια χειραψίας. Μόλις έφτασε μπροστά μου, χάθηκε το ψεύτικο χαμόγελο από το πρόσωπό του. Γύρισε ελαφρά προς τον Φάιερ και το ρώτησε: αυτό πώς να το καταλάβω;

- Γειτόνισσα είναι, γειτόνισσα...

Άρχισε να πονάει τόσο πολύ το μικρό μου δάχτυλο που μετά από δέκα λεπτά αθόρυβα έφυγα, χωρίς να χαιρετίσω κανέναν. Είμαι περήφανη. Δεν μπορεί να μου φέρονται έτσι. Δεν θα με πιάσουν αιχμάλωτη ζωντανή. Ποιος θα φάει ποιον!

Εκείνη η σεζόν όμως ήταν πολύ ασυνήθιστη για μένα. Στην πρόταση του Κασιάν Γιαροσλάβιτς Γκολεϊζόφσκι, να ανεβάσουμε μερικά νούμερα και να τα δείξουμε στην αίθουσα του Ωδείου Τσαϊκόφσκι απάντησα θετικά με χαρά. Έπρεπε να πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα. Την μεθεπομένη είχαμε πρόβα στην Σχολή χορού. Αρχίσαμε με το Έκτο βαλς του Σοπέν.

Το 1992 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την γέννηση του Γκολεϊζόφσκι. Ήταν μία φωτεινή προσωπικότητα, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν στην ιστορία του ρωσικού μπαλέτου, είναι μοναδική και ξεχωριστή. Πειραματιστής, εφευρετικός, με φαντασία, αυθεντικός, μαγικός.

Το όνομα του Κασιάν Γκολεϊζόφσκι αντήχησε βροντερά στη δεκαετία του 1920. Την εποχή εκείνη, στην σκηνή του Μπολσόι είχε ανεβάσει την εκτυφλωτική παράσταση «Ιωσήφ ο Θαυμάσιος» με μουσική του Βασιλένκο. Μεταξύ των άλλων, στον Βασιλένκο ήταν μαθητής στο Ωδείο της Μόσχας ο πατέρας του Σεντρίν, Κωνσταντίν Μιχαήλοβιτς. Μεταξύ των άλλων αυτό.

Ο «Ιωσήφ ο Θαυμάσιος» ήταν πραγματική επιτυχία. Από το 1916 μέχρι το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, ο Κασιάν Γιαροσλάβιτς είχε καταπλήξει τον κόσμο της Ορθοδοξίας με την παράσταση των μισόγυμνων κοριτσιών, οι οποίες κρατούσαν με πλεγμένα τα χέρια κυματοειδείς θαυματουργές εικόνες. Ύστερα από είκοσι και πλέον χρόνια στο Χόλυγουντ το τέχνασμα αυτό ονομάστηκε «γκερλς». Το «Γκερλς» όμως ξεκίνησε από την Ρωσία με τον Γκολεϊζόφσκι.

Τι έκανε όμως ο δημιουργός τους κατά τις δεκαετίες του ΄30 και του ΄40; Δούλευε νυχτοφύλακας στο κατάστημα τροφίμων, το οποίο ήταν δίπλα στο σπιτάκι του. Στην σταλινική αυτοκρατορία δεν υπήρχαν άνεργοι, κάθε πολίτης ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει κάπου. Ποιος όμως θα έπαιρνε στη δουλειά έναν κακοήθη μοντερνιστή, ένας ελευθερόφρωνα, ο οποίος δεν ήθελε καν να ακούσει για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό; Η σύζυγός του, η Βέρα Πετρόβνα Βασίλιεβα χόρευε στο Μπολσόι και με τον μισθό της και τον μισθό του νυχτοφύλακα, η οικογένεια ζούσε δύσκολα και μεγάλωνε τον γιο τους, εικονογράφο στη συνέχεια. Νικήτα.

Το 1959, πηγαίνοντας στο Λένινγκραντ για τη συναυλία του Σεντρίν, αρρώστησα βαριά στο ξενοδοχείο «Γιεβροπέισκαγια». Ήμουν στο κρεβάτι. Μία νεαρή καθαρίστρια, μαθαίνοντας πως είμαι μπαλαρίνα, μου μίλησε για τον χορογράφο Γκολεϊζόφσκι που έμεινε στο ίδιο δωμάτιο πριν μία εβδομάδα (ο πλούσιος, ανεξάρτητος θίασος τον είχε πληρώσει για κάποια παράστασή του).

- Πόσο ενδιαφέρον άνθρωπος είναι. Είδε τόσα πολλά, γύρισε όλον τον κόσμο. Έζησε στην Ισπανία αρκετά χρόνια. Ξέρει τον κάθε πύργο.

Ο Γκολεϊζόφσκι εκτός από το χωριουδάκι Μπιόχοβο, στις όχθες του ποταμού Οκά, όπου κάθε καλοκαίρι μάζευε μανιτάρια και θαυματουργές ρίζες κάποιων θάμνων, την Μόσχα και την Πετρούπολη, δεν είχε πάει πουθενά αλλού. Ήταν όμως κλασσικός κοσμογυρισμένος! Η αχαλίνωτη φαντασία του τον μετέφερε, τον περιέφερε στον κόσμο, έζησε για χρόνια την Ισπανία, ταξίδεψε στα σοκάκια του Παρισιού, προσευχήθηκε στις παγόδες της Ταϊλάνδης, απόλαυσε τις καλλονές της Κίνας, κυνήγησε μαζί με τους αυτόχθονες της Αυστραλίας. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα, μα πάντα φαντασίωσε αχαλίνωτα.

Όσο λυπηρό κι αν είναι όμως, με τον μεγάλο Γκολεϊζόφσκι δεν είχαμε κάποιο δημιουργικό ειδύλλιο. Εννοείται πως εγώ φταίω γι’ αυτό. Με τον Γκολεϊζόφσκι ο εκτελεστής πρέπει να διαλυθεί μέχρι τέλους. Ο εκτελεστής είναι τυφλός, ο Γκολεϊζόφσκι είναι ο οδηγός του. Δεν το μπορούσα αυτό, η ανυπότακτή φύση μου με έφερε σε σύγκρουση με τον χορογράφο.

Την παράσταση εκείνη την προετοιμάζαμε επί τρεις και πλέον μήνες. Αποτελείτο από πέντε νούμερα μπαλέτου με μουσικές παρεμβάσεις.

Η «Ωραία κοιμωμένη» στην ασυνήθιστη ερμηνεία με τον ημίτρελο πρίγκιπα Ντεζιρέ (Ο Λεοντίντ Ζντάνοφ τον χόρεψε). Το Βαλς του Σοπέν με τον πιανίστα Γιούρι Μπριουσκόφ στη μέση της σκηνής. Εγώ ήμουν ένα σύννεφο, πότε γλιστρούσα γύρω από τον μουσικό, πότε απλωνόμουν προς το όργανο.

Ο ευλογημένος σε όλη του τη ζωή Σκριάμπιν (μέχρι τώρα δεν έχω μάθει αν όντως ήταν φίλος του στην πραγματικότητα, όπως του άρεσε να λέει ή ήταν απλά μία ακόμη από τις φαντασιώσεις του: ο Σκριάμπιν ήταν σαράντα δύο ετών όταν πέθανε και ο Γκολεϊζόφσκι ήταν είκοσι τριών). Τις μινιατούρες του Λιάντοφ. Και ο ατάλαντος (συγχώρεσε με Θεέ μου, τις αμαρτίες μου) ένα νουμεράκι σοβιετικού τύπου. Χωρίς πατριωτικές αναφορές, η παράσταση δεν θα ανέβαινε ποτέ. Παρτενέρ μου ήταν ο αθλητικός, γεροδεμένος Λαπαουρί. Έκανε τον άθλιο φασίστα, ενώ εγώ την γενναία αντάρτισσα. Επί δέκα λεπτά, φορώντας λευκά μπανταλκίνο θόλους και το κοινό στην αίθουσα έβλεπε πως ο ήρωας-νικητής είναι γυναίκα. Ποιος θα φάει ποιον;

Έχοντας απολαύσει θέες και αφού χόρτασε να βλέπει και να ακούει όλους τους Φουτουριστές, η Λίλα Γιούρεβνα Μπρικ, με την οποία είχαμε γνωριστεί πριν από ένα χρόνο χάρη στον δημοσιογράφος Βλαντίμιρ Ορλόφ και τη σύζυγό του Λιούσια (είχαμε γνωριστεί στα λουτρά Ματσέστι, όπου προσπαθούσα να θεραπεύσω μία εξάρθρωσή μου) δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα.

Ευγνωμονώ όμως την μοίρα για εκείνους τους τρεις θαυμάσιους μήνες που δούλεψα με τον Γκολεϊζόφσκι. Πόσο μπροστά με πήγαν!...

Το 1959 ο Κασδιάν Γιαροσλάβιτς ανέβασε τον ισπανικό χορό μου σε μουσική του Σεντρίν. Η πρεμιέρα δόθηκε στην αίθουσα Τσαϊκσόφσκι και ο Ροντιόν έπαιξε στο πιάνο (αυτή η παράσταση ανήκει πλέον στο ρεπερτόριο και ο συνθέτης την ονόμασα «Μίμησις Αλμπιονί»). Μα, για άλλη μία φορά δεν γεννήθηκε ένα αριστούργημα.

Τι αριστούργημα όμως έφτιαξε ο Γκολεϊζόφσκι για την Βασίλιεβα, τον «Νάρκισσο» με μουσική του Τσερέπιν. Με κομμένη την ανάσα από ευτυχία, κάθε φορά παρακολουθούσα από το απαράμιλλό νούμερο. Η αλληλουχία των μινιατούρων του Σκριάμπιν, το «Ξόρκι» του Σαπορίνσκι, και, τέλος, το μεγάλου μήκους «Λέιλα και Μεντζούν» (μουσική του Μπαλασανιάν), σκηνοθετημένο από τον μεγάλο τεχνίτη στο τέλος των ημερών του, όταν η λογοκρισία του κόμματος είχε κάπως χαλαρώσει τις τσιμπήδες της. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο συγκρατημένος, γεμάτος δημιουργική φαντασία καλλιτέχνης δεν κατάφερε να πραγματώσει τον εαυτό του στην τρομακτική σοβιετική χώρα.

Από αυτή την σκοτεινή περίοδο με βγάζει και πάλι η «Λίμνη των κύκνων». Σε μία από τις παραστάσεις, οι οποίες μου ανατέθηκαν ως αναπλήρωση, είχε έρθει ο τότε υπουργός Πολιτισμού Λέμπεντεφ. Πού θα πήγαινε βέβαια ο Λέμπεντεφ, αν όχι στην «Λίμνη των κύκνων»; (λογοπαίγνιο με το επίθετο του υπουργού προέρχεται από την λέξη κύκνος. Σ.τ.Μ). Η πολυθρόνα την εποχή εκείνη δεν λεγόταν υπουργική, αλλά προεδρική. Ο πρόεδρος της Επιτροπής για τις τέχνες του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισάριων της Ε.Σ.Σ.Δ. Θεός-τσάρος των καλλιτεχνών και των μουσικών.

Η παράσταση εκείνο το απόγευμα ήταν πετυχημένη για μένα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, λες κι ήταν πρεμιέρα. Το κοινό χειροκροτούσε ακατάπαυστα. Λλουλούδια, φωνές «Μπράβο». Ο Λέμπεντεφ εντυπωσιάστηκε από το θέαμα. Άρχισε να με εγκωμιάζει αριστερά και δεξιά. Μέσω τρίτων μαθαίνω πως ο πρόεδρος μας, ο οποίος ασκεί μεγάλη επιρροή, επέμενε να συμπεριληφθεί η «νεαρή μπαλαρίνα Μ. Πλιτσέσκαγια» στον κατάλογο των καλλιτεχνών που προτείνει η Επιτροπή των τεχνών για την επίσημη συναυλία στο Κρεμλίνο την ημέρα των εβδομηκοστών γενεθλίων του Στάλιν. Μέχρι την συναυλία ήταν πολύς ο καιρός, σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας, στα τέλη Δεκεμβρίου, όλα μπορούσαν να αλλάξουν διακόσιες φορές. Κάτι όμως μέσα μου μού έλεγε πως θα γίνει, πως θα νικήσω.

Ποιος θα φάει ποιον...