Λύσεις στα εθνικά θέματα χωρίς συνεννόηση δεν υπάρχουν και δε μπορούν ν' αντέξουν

Λύσεις στα εθνικά θέματα χωρίς συνεννόηση δεν υπάρχουν και δε μπορούν ν' αντέξουν

Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε με λάθος τρόπο με την πΓΔΜ και επεδίωξε τη σύγκρουση με την αντιπολίτευση, σύμφωνα με τον πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρο Μαλλιά. Στην συνέντευξή του στο liberal.gr, ο Έλληνας διπλωμάτης εξηγεί γιατί χαρακτηρίζει δύσκολη τη συμφωνία των Πρεσπών, επισημαίνοντας πως «λύσεις στα εθνικά θέματα χωρίς συνεννόηση δεν υπάρχουν και δε μπορούν ν' αντέξουν».

Ταυτόχρονα, αναλύει τις αντιδράσεις που προκαλεί η συμφωνία στη χώρα μας, αναφέρεται σε λάθη και των δύο πλευρών και υποστηρίζει πως ο αποχαρακτηρισμός δημοσίων εγγράφων δύναται να προκαλέσει προβλήματα στην Ελλάδα. Ακόμα, σκιαγραφεί τη «Νέα Τουρκία» του Ερντογάν και το ρόλο της στο διεθνές στερέωμα, μιλά για την εμπειρία του στην Αμερική, ενώ διαπιστώνει (με πικρία) την απώλεια της αίσθησης του μέτρου.

Συνέντευξη στον Παναγιώτη Η. Μίχο

- Κε πρέσβη, γιατί χαρακτηρίσατε «δύσκολη» τη Συμφωνία των Πρεσπών;

Καταρχάς θέλω να ευχαριστήσω το liberal.gr για τη δυνατότητα να επικοινωνήσω ακόμα μια φορά μαζί του. Την χαρακτηρίζω δύσκολη όχι γιατί θέλω να αποφύγω να τοποθετηθώ στο εύκολο ερώτημα αν είναι καλή ή κακή, αλλά για να εξηγήσω γιατί ήταν μια δύσκολη, μία… δύστροπη Συμφωνία. Αρχικά, η Συμφωνία ήταν δύσκολη ως προς την διαπραγμάτευση και τη συνομολόγησή της. Αυτό δε χρειάζεται επεξήγηση. Επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, εκ των υστέρων η επιλογή του χαρακτηρισμού ως δύσκολης. Ο κος Ζόραν Ζάεφ, μιλώντας στην ΕΡΤ, την χαρακτήρισε δύσκολη .Επίσης, ο κύριος Πρωθυπουργός στην ομιλία του στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, είπε ότι επρόκειτο περί μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης.

Το δεύτερο στοιχείο που με ώθησε να την χαρακτηρίσω έτσι αφορά κυρίως στα πολλά επίπεδα αιρεσιμότητας που έχει η τελική της εφαρμογή. Είναι συνεπώς δύσκολη όσον αφορά στις προϋποθέσεις που προβλέπονται λεπτομερώς για τη συνολική της εφαρμογή και στις δύο χώρες. Προϋποθέσεις οι οποίες τη στιγμή αυτή είναι δύσκολες να ικανοποιηθούν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που χαρακτηρίζονται από παράδοση πολιτικής ωριμότητας. Δηλαδή, η ύπαρξη –και στις δύο χώρες- κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και πολιτικών δυνάμεων που θα είναι υπέρ της συμφωνίας. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και το κατά πόσον αυτές θα έχουν την πολιτική δύναμη και την πολιτική βούληση να μη λάβουν υπόψη τους τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει η Συμφωνία των Πρεσπών στη κοινή γνώμη. Δική μου αίσθηση, η οποία στηρίζεται και στις έρευνες γνώμης, είναι ότι στην Ελλάδα η συμφωνία προκαλεί πολύ μεγαλύτερες του αναμενομένου αντιδράσεις. Η κυβέρνηση έχω την αίσθηση ότι δείχνει αιφνιδιασμένη από τις αντιδράσεις.

- Πως εξηγείτε ότι υπάρχουν μεγαλύτερες αντιδράσεις στη χώρα μας;

Το θέμα είναι πολύ απλό. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να συνεννοηθεί ουσιαστικά με την Αντιπολίτευση και ειδικά με την αξιωματική αντιπολίτευση καθ' όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Θεωρώ πως η κυβέρνηση επιδίωξε και σχεδίασε τη σύγκρουση. Όταν κάποια στιγμή θεώρησε πως ήταν σκόπιμο να ενημερώσει την αντιπολίτευση, η αντιπολίτευση αντέδρασε με πολιτική σφοδρότητα. Εάν η κυβέρνηση είχε φροντίσει να ρίξει γέφυρες επικοινωνίας με την αξιωματική αντιπολίτευση και με τα άλλα κόμματα της υπεύθυνης αντιπολίτευσης, εάν είχε φροντίσει να έχει συναίνεση πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα της διαπραγμάτευσης και όχι γενικά και αόριστα, εκτιμώ ότι θα της ήταν πολύ πιο εύκολο να διαχειριστεί εν συνεχεία τη κοινή γνώμη. Κάποιοι από μας κτυπήσαμε από πολύ νωρίς το καμπανάκι. Τα αποτελέσματα των ερευνών της κοινής γνώμης δείχνουν ότι αυτοί που αντιδρούν, αντιδρούν όχι μόνον για το Μακεδονικό αλλά με αφορμή αυτό. Υπάρχει ένα μείγμα οργής, θυμού και απογοήτευσης.

- Φέρει ευθύνη για τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και το πολιτικό σύστημα που δεν την ενημέρωσε ως έπρεπε διαχρονικά;

Στο καινούργιο μου βιβλίο που θα κυκλοφορήσει προσεχώς υπάρχει ένα ειδικό κεφάλαιο που λέγεται “Ιστορία της σύνθετης ονομασίας”. Πράγματι, από το 1993, διαπραγματευόμαστε επίσημα, δημόσια, διμερώς αλλά και μέσω τρίτων με την άλλη πλευρά σύνθετη ονομασία, η οποία πάντοτε περιείχε το όρο Μακεντόνιγια ( MAKEDONIJA) ή Μασεντόνια ( MACEDONIA). Αυτό έγινε με τρόπο δημόσιο και γραπτό στα Ηνωμένα Έθνη ήδη από τον Μάιο του 1993. Πράγματι, με ορισμένες χαρακτηριστικές εξαιρέσεις, καθυστερήσαμε πολύ. Το πολιτικό σύστημα, οι κυβερνήσεις, άργησαν να κάνουν μια θαρραλέα ενημέρωση και να πουν ότι συζητούμε σύνθετη ονομασία με τη γειτονική χώρα. Δημοσίως και επισήμως, παίρνοντας ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αυτό έγινε το 2007 από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, στην οποία υπουργός Εξωτερικών ήταν η Ντόρα Μπακογιάννη. Από το 1993 έως το 2007, έως και σήμερα, συζητούσαμε συνεχώς και σταθερά την σύνθετη ονομασία. Το γεγονός ότι δεν έγινε η έγκαιρη ενημέρωση δεν βοήθησε στο να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις και η πεποίθηση που είχε δημιουργηθεί σε ένα κομμάτι της κοινής γνώμης ότι ισχύουν οι μη δεσμευτικές αποφάσεις του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών του Απριλίου 1992. Τότε μάλιστα είχαμε ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής ιδιαιτερότητας φαινόμενο. Την ίδια μέρα που αποπέμφθηκε ο υπουργός Εξωτερικών, υιοθετήθηκαν οι πολιτικές του θέσεις στο Μακεδονικό.

Θεωρώ ότι ήταν πολύ μεγάλο σφάλμα το να μην επιδιωχθεί συναίνεση και ταυτόχρονα να δαιμονοποιηθούν οι διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια. Είμαι εναντίον κάποιων από αυτούς τους ομιλητές, κυρίως στην Θεσσαλονίκη, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα διχαστικό και πρωτόγονο λόγο, παρόλο που κάποιους από αυτούς τους τίμησε η πατρίδα, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να την υπηρετήσουν από καίριες θέσεις ευθύνης. Στους κρατικούς λειτουργούς όλων των βαθμίδων και όλων των κλάδων της δημόσιας διοίκησης, επιβάλλεται ευθύνη και μέτρο. Τόσο η υπευθυνότητα όσο και η υποχρέωση για μέτρο δεν τελειώνουν τη μέρα που παύει να υπάρχει υπηρεσιακή σχέση.

Σε συνέντευξη στον «Φιλελεύθερο» τον Ιανουάριο, είχα προβλέψει ότι η έλλειψη συνεννόησης στην πραγματικότητα θα υπονομεύσει την προσπάθεια της κυβέρνησης να φτάσει σε μία λύση, διότι η λύση αυτή δε θα μπορέσει να σταθεί στη κοινή γνώμη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Και ισχύει βέβαια για όλα τα ανοικτά ζητήματα που έχουμε. Το επόμενο θύμα αυτής της τακτικής θα είναι οι ελληνοαλβανικές σχέσεις. Ήταν λάθος ο τρόπος που επέλεξε η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί και να φθάσει σε μία συμφωνία για ένα τόσο σοβαρό θέμα χωρίς να έχει προσπαθήσει να εξασφαλίσει τη στήριξη έστω ενός μέρους της αντιπολίτευσης και κυρίως της αξιωματικής. Λύσεις στα εθνικά θέματα χωρίς συνεννόηση δεν υπάρχουν και δε μπορούν ν' αντέξουν. Όποιος διαφωνεί ή έχει επιφυλάξεις με την Κυβέρνηση και την Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι Τουρκόφιλος ή Ρωσόφιλος, εθνικιστής ή δεν γνωρίζω τι άλλο; Τελικά, η τακτική αυτή εν τέλει συνιστά την συνέχεια και προέκταση μίας τακτικής που από τον Οκτώβριο 2017 που εγκαινιάσθηκε, με υπερβολική δόση αλαζονείας και ειρωνείας για τους πολιτικούς και κυβερνήσεις από το 1991 μέχρι και σήμερα, λειτούργησε πολιτικά σε βάρος της κυβέρνησης. Σήμερα λειτουργεί σε βάρος της Κυβέρνησης και της Συμφωνίας. Είμαστε στο 2018 , όχι στο 1825.

- Αποχαρακτηρίστηκαν και δημοσιοποιήθηκαν απόρρητα διαπραγματευτικά έγγραφα στη Βουλή. Δημιούργησαν προηγούμενο;

Παρακολούθησα ολόκληρη τη συζήτηση στη Βουλή και μου άφησε πολύ πικρή γεύση. Πίστευα ότι δεν θα γινόταν αυτό που τελικά έγινε. Θέλω να επισημάνω κάτι άλλο. Δεν υπήρξε ούτε ένας βουλευτής του μεγαλύτερου κόμματος της Βουλής που να βρήκε έστω ένα μεμπτό σημείο στη συμφωνία και να πει “έχω επιφυλάξεις”. Και αντιστοίχως, δεν υπήρξε ούτε ένας βουλευτής από την αξιωματική αντιπολίτευση που να είπε ότι ''παρόλο που έχουμε επιφυλάξεις για τη Συμφωνία, αυτό που πήραμε για το όνομα με συνταγματική αναθεώρηση είναι πολύ καλό”. Η ονομασία erga omnes με αλλαγή του συντάγματος που ισχύει και στο εσωτερικό της γειτονικής μας χώρας ήταν πολύ δύσκολο. Προσωπικά δε πίστευα ότι θα το πετύχουμε. Είδα μια πολιτική μετωπική σύγκρουση και στο νέο βιβλίο μου παίρνω καθαρές αποστάσεις από αυτή τη κατάσταση.
Θεωρώ ότι δε βοηθάει καθόλου ο νομότυπος έστω αποχαρακτηρισμός απορρήτων εγγράφων και θέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Αυτές οι εκθέσεις δεν είναι ισολογισμοί τραπεζών. Είναι θέσεις διαπραγματευτικές- όχι πάντοτε τις ίδιες- τις οποίες είχε η Ελλάδα για 25 χρόνια. Η συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει ισχύσει. Η ισχύς της γίνεται τμηματικά, κατά φάσεις, δεν έχει κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων και δεν έχει λήξει η κυρωτική διαδικασία στη γειτονική χώρα.

Αποχαρακτηρίζονται πολύ σημαντικά έγγραφα που αφορούν τη διακύμανση των διαπραγματευτικών θέσεων της Ελλάδας, δημοσιοποιούνται στη Βουλή και μέσω της Βουλής στα μέσα ενημέρωσης και βεβαίως και στα Σκόπια. Νομίζω θα έπρεπε τουλάχιστον να είμαστε πιο προσεκτικοί και να έχουμε διδαχθεί από τα λάθη που έγιναν κατά την προετοιμασία του ελληνικού φακέλου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο έλαβε μία απόφαση κόλαφο σε βάρος των θέσεών μας στις 5 Δεκεμβρίου 2011. Η Χάγη δεν είναι ποινικό ή αστικό δικαστήριο. Με αυτή την δυσμενή για τα συμφέροντα μας απόφαση, απορρίφθηκαν στο σύνολο τους όλα τα ελληνικά επιχειρήματα, οι ελληνικές θέσεις ως αβάσιμες, ελλιπείς και κυρίως ερμηνεύτηκαν δυσμενώς για την Ελλάδα οι θεμελιώδεις διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και η απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Έστω, λοιπόν, και αν έγινε νομότυπα ο αποχαρακτηρισμός, δε πρέπει να δίνονται στη δημοσιότητα για λόγους επιβολής των πολιτικών θέσεων τα έγγραφα που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύτηκε η Ελλάδα 27 χρόνια. Στα Σκόπια δεν έγινε κάτι αντίστοιχο. Και έγινε σε εμάς που υποτίθεται ότι είμαστε μια χώρα πολιτικά ώριμη. Μπορεί κι εκεί να υπάρχουν σοβαρές πολιτικές διαφωνίες, αλλά υπάρχει ένας ύψιστος βαθμός ευθύνης στον τρόπο που διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα. Ελπίζω να μην συνεχιστεί η δημοσιοποίηση τέτοιων εγγράφων διότι δεν έχει ολοκληρωθεί η κύρωση της Συμφωνίας. Αν δεν ολοκληρωθεί ή παραβιασθεί με δική μας ευθύνη, ανά πάσα στιγμή μπορεί η γειτονική χώρα να προσφύγει στη Χάγη, χρησιμοποιώντας τα δικά μας επίσημα έγγραφα. Αυτή την διάσταση την σκέφθηκε κανείς;

Εντέλει, στις διμερείς μας σχέσεις με την πΓΔΜ και στο ονοματολογικό, ποιος διέπραξε περισσότερα λάθη;
Στο ζήτημα των σχέσεων μας με την πΓΔΜ έχουμε αναμφίβολα κάνει πολλά λάθη, αλλά ολέθρια σφάλματα έχει κάνει και η άλλη πλευρά. Το 2005 ο κος Μάθιου Νίμιτς είχε υποβάλει πρόταση για το όνομα “Σκόπια-Ρεπούμπλικα Μακεντόνια” και “Ρεπούμπλικα Μακεντόνια-Σκόπια”. Τότε η κυβέρνηση της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης, που είναι το κυβερνών σήμερα κόμμα υπό τον Ζόραν Ζάεφ, απέρριψε την πρόταση. Φαντάζομαι, σήμερα θα το έχουν μετανιώσει αρκετά. Διότι 12 χρόνια μετά, υποχρεώνονται να δεχθούν ένα άλλο όνομα, erga omnes και ν' αλλάξουν το σύνταγμά τους. Πάντως, να πω ότι με δυσφορία άκουσα έλληνες βουλευτές από βήματος της Βουλής των Ελλήνων να χρησιμοποιούν και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν τα Σκόπια 25 χρόνια τώρα. Για τη γλώσσα, την εθνικότητα, τον αριθμό αναγνωρίσεων. Εάν τόσο μεγάλη σημασία έχει ο αριθμός των διεθνών αναγνωρίσεων, γιατί τα Σκόπια υποχρεώθηκαν να κάνουν αυτόν τον επώδυνο συμβιβασμό; Η απάντηση είναι σαφής: γιατί κυρίαρχη και καταλυτική σημασία έχει η θέση της Ελλάδας και η πολιτική της έναντι της πΓΔΜ. Άρα καλό θα είναι να μη θυσιάζονται τα πάντα στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η νέα Τουρκία και οι σχέσεις της με την Ελλάδα

- Η Τουρκία έχει αλλάξει όψη και συνέπεια αυτού είναι να επηρεάζονται και οι σχέσεις της με την Ελλάδα. Πως βλέπετε τη νέα Τουρκία;

Η σημερινή, η Νέα Τουρκία όπως την αποκαλώ στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε το Φθινόπωρο του 2017 , διαφέρει ριζικά ως πολιτική και πολιτειακή δομή αλλά και ως πολιτικό σύστημα. Η διαμόρφωση της νέας Τουρκίας ξεκίνησε με γρήγορα βήματα περίπου το 2011 και συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης. Συμπίπτει επίσης με τα ολέθρια σφάλματα που έκαναν ΕΕ και ΝΑΤΟ στις επεμβάσεις τους αλλά και στις μη επεμβάσεις τους. Όσο λάθος είναι μια επέμβαση χωρίς να έχει εξασφαλιστεί ότι η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη –βλέπε Λιβύη- τόσο σφάλμα είναι και η έλλειψη αποφασιστικότητας στα ανοικτά μέτωπα. Χαρακτηριστικό μέτωπο αναποφασιστικότητας ήταν η Συρία και παράδειγμα συνολικής αποτυχίας είναι η Λιβύη. Θυμίζω ότι τον πρώτο ρόλο είχε η Γαλλία του Προέδρου Νικολά Σαρκοζί.

Η Τουρκία έχει αλλάξει τη δική της ατζέντα. Δεν της αρκεί να είναι μία περιφερειακή υπερδύναμη αλλά όπως φιλοδοξεί ο πρόεδρος Ερντογάν, -και φαίνεται ότι του αναγνωρίζεται από τους μεγάλους παίκτες της διεθνούς κοινότητας- θέλει να καταστεί παγκόσμιος δρων. Άρα η παρέμβαση της Τουρκίας στα διεθνή δρώμενα, πολλές φορές μεγαλύτερη των πραγματικών δυνατοτήτων που διαθέτει, της δίνει ένα πολύ μεγάλο περιθώριο να κινηθεί και στα θέματα αμέσου ζωτικού κατά την κρίση της ενδιαφέροντος. Από την πλευρά της, η Ελλάδα βγαίνει από μια επώδυνη δεκαετία περιορισμού των πραγματικών της δυνατοτήτων, οι οποίες έχουν ορατές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, του αμυντικού συμπεριλαμβανομένου. Μια χώρα που δεν έχει ισχυρή οικονομία, που δανείζεται ακόμα και τον αέρα που αναπνέει, πολύ δύσκολα μπορεί να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο. Τα έργα δεν αντανακλούν πάντοτε τα όμορφα και εύκολα λόγια.

Ως προς αυτό, θέλω να επισημάνω τη θετική σημασία που έχουν οι προσπάθειες για μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με τη σύναψη συμπράξεων σε συγκεκριμένα ζητήματα. Όπως με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, το Λίβανο, οι τετραμερείς με Βουλγαρία και Σερβία κλπ.. Όμως, το υπ' αριθμόν ένα εθνικό θέμα για την Ελλάδα, είναι να μπορέσουμε σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας. Διότι δεν υπάρχουν πλέον τα εργαλεία πολιτικής στο βαθμό που υπήρχαν και κυρίως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το 1999 έχουμε ρίξει όλες μας τις προσπάθειες/ελπίδες για την αντιμετώπιση της Τουρκίας στην ΕΕ. Και αυτό το εργαλείο πολιτικής σήμερα δεν υπάρχει. Όσο πιο γρήγορα το αναγνωρίσουμε τόσο το καλύτερο. Οι εύκολοι και ανέξοδοι αφορισμοί που κυριαρχούν στις επίσημες δηλώσεις των αρμοδίων της Ελλάδος-σε όλα τα επίπεδα- απλά ουδένα πείθουν είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στην Τουρκία.

- Άρα, η ελληνική θέση ως προς την Τουρκία ότι μόνον «η πλήρης συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο οδηγεί στην πλήρη ένταξη» είναι ανεδαφική;

Τη στιγμή αυτή το πλαίσιο δεν είναι ισχυρό. Και δεν είναι ισχυρό γιατί και οι δύο πλευρές δεν αποδίδουν σημασία. Οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας σήμερα είναι ευκαιριακές. Μέσω του μεταναστευτικού η Τουρκία μπορεί να επηρεάσει τις εκλογές σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, δηλαδή είναι ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων σε πολύ μεγάλο αριθμό χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δύναται να επηρεάσει και τη σύνθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και αυτό το όπλο το έδωσε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία. Της παραδώσαμε τον μηχανισμό μέσω του οποίου έχει τη δυνατότητα να μας επηρεάζει.

- Θεωρείτε ότι η Τουρκία έχει χαθεί οριστικά για τη Δύση;

Δε θέλω να κάνω τέτοιου είδους γενικεύσεις. Όποιος προσπαθεί να κάνει μακροπρόθεσμες προβλέψεις, κατά κανόνα διαψεύδεται. Ειδικά με τον πρόεδρο Ερντογάν, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει όλες τις ιδιότητες -χώρα συνδεδεμένη υποψήφια προς ένταξη, χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, χώρα που θέλει να έχει επιρροή στη Μέση Ανατολή, χώρα που επιζητά επιρροή στο Ισλάμ παγκοσμίως και στην Αφρική, που θέλει να έχει προνομιακές σχέσεις με τις ΗΠΑ, που έχει προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσική Ομοσπονδία, που έχει προνομιακές οικονομικές σχέσεις με τη Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία – ώστε κάθε φορά να αποσπά όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με μεγάλη σημασία και γι αυτό οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και οι χώρες της ΕΕ ανέχονται συνειδητά ενέργειες και αποκλίσεις από τα δικά τους συμφέροντα, καθώς και ενέργειες και λόγια και πράγματα τα οποία δύσκολα ανέχονται από άλλους.

Η αμερικανική εμπειρία, το συγγραφικό έργο και η «απώλεια» του Αριστοτέλη

- Τι αποκομίσατε από την τετραετή σας παρουσία στις ΗΠΑ;

Η Αμερική είναι η χώρα των ευκαιριών. Όσοι πηγαίνουν στις ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να αναδειχθούν. Επίσης, δίνεται η ευκαιρία σε έναν ξένο διπλωμάτη να δραστηριοποιηθεί? οι πόρτες είναι ορθάνοικτες -αρκεί να έχει κάτι να πει. Όμως, λόγω του τεράστιου ανταγωνισμού, πρέπει να καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια για να ξεχωρίσεις. Για μένα είναι και παραμένει η χώρα των μεγάλων ευκαιριών. Και ακόμα και σήμερα, παρά την ύπαρξη ενός ιδιότυπου Προέδρου, υπάρχει ο Συνταγματικά καθιερωμένος έλεγχος των εξουσιών. Κανείς δεν είναι ανεξέλεγκτος και εκτός δικαιοσύνης. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα και προτέρημα της Αμερικανικής Δημοκρατίας.

- Πως μπορούμε να καταστήσουμε εαυτόν σημαντικότερο εταίρο των ΗΠΑ από ότι η Τουρκία;

Οι διμερείς μας σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο. Αμερικανοί και Έλληνες αξιωματούχοι λένε ότι βρισκόμαστε στο καλύτερο επίπεδο. Προσωπικά προτιμώ να λέω ότι βρισκόμαστε σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Μέσω της αρθογραφίας και των βιβλίων μου, σταθερά προτείνω η ετήσια Συμφωνία για τη Σούδα και άλλες ευκολίες που παρέχουμε στις ΗΠΑ να λάβουν τη μορφή μιας μακροχρόνιας Συμφωνίας Στρατηγικής Συνεργασίας, η οποία θα υπογράφεται σε πολιτικό επίπεδο –πρωθυπουργό ή τον Υπουργό των Εξωτερικών , θα κυρώνεται από τη Βουλή και θα περιλαμβάνει και ρήτρα περί εγγυήσεων ασφαλείας. Κατά καιρούς έχουν δοθεί στην Ελλάδα εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ, υπό τη μορφή γραπτών επιστολών Αμερικανών Προέδρων. Να αδράξουμε την ευκαιρία αναβάθμισης του ελληνικού χώρου και να σταματήσει η εύκολη για όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις ετήσια ανανέωση της Σούδας. Να διεκδικήσουμε πολιτικά ανταλλάγματα τα οποία έχουμε ανάγκη, όχι απλά ανταλλακτικά.

Πεποίθηση μου είναι ότι έχουμε μπει σε μία φάση της ιστορίας που αποδυναμώνεται η εμβέλεια των περιφερειακών και διεθνών οργανισμών. Αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει μόνο μία επιλογή. Οφείλουμε να ενισχύουμε όσο μπορούμε τη θέση μας στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων -ΕΕ, ΝΑΤΟ και όπου αλλού μπορούμε- και ταυτόχρονα να ενισχύσουμε συμβατικά, μέσω διμερών συμφωνιών, τις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ. Και στην Ε.Ε, να έρθουμε πιο κοντά με τη Γαλλία. Επίσης μη ξεχνάμε, ότι η Μεγάλη Βρετανία, δια του BREXIT αναπτύσσεται αυτόνομα στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.

- Προσεχώς θα κυκλοφορήσει το καινούργιο σας βιβλίο που αφορά στην Συμφωνία των Πρεσπών.

Κυκλοφορούν ήδη τέσσερα βιβλία μου. Τα δύο είναι βιωματικά –“Η άλλη κρίση, η μαρτυρία ενός πρέσβη” (Ινφογνώμων, 2013) και “το Οράματα και Χίμαιρες- Διαδρομές ενός Διπλωμάτη” (Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ 2016) και τα άλλα δύο εξειδικευμένα. Το πρώτο τιτλοφορείται ”Στον αστερισμό του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ: Η Νέα Τουρκία και Εμείς” (Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ 2017) και το δεύτερο είναι ο συλλογικός τόμος “Ελλάδα και Αλβανία: Φυγή στο μέλλον ή επιστροφή στο παρελθόν” (ΣΙΔΕΡΗΣ, 2017) . Το νεότερο, το οποίο θα κυκλοφορήσει προσεχώς τιτλοφορείται ως “Ελλάδα και Βόρειος Μακεδονία: Αυτοψία της δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών”.

- Γράφετε συχνά και αρκετά. Γιατί;

Διότι θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μου με την αίσθηση του μέτρου και της ευθύνης η οποία θα πρέπει να συνοδεύει τους κρατικούς λειτουργούς, να ενημερώνω, να εκφράζω, και να τοποθετούμαι, προκειμένου να μείνει κάτι για τις επόμενες γενιές. Είναι μια υποχρέωση που νιώθω και ίσως μια μικρή συμβολή στο δημόσιο διάλογο, ο οποίος πολλές φορές χαρακτηρίζεται από κομματική ιδεοληψία, πολιτική σκοπιμότητα , ακρότητες, έλλειψη γνώσης. Κυρίως όμως από έλλειψη του μέτρου.

- Η έλλειψη μέτρου είναι από τις εθνικές μας παθογένειες;

Θεωρώ πως η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών κέρδισε μεν τον Μέγα Αλέξανδρο αλλά έχει χάσει οριστικά τον Αριστοτέλη και την αίσθηση του μέτρου. Αυτό δείχνει ο τρόπος που αντιδρούμε ως χώρα. Χαρακτηριστική η συζήτηση στην Βουλή τον Ιούνιο, ένα 24ωρο προ της υπογραφής της.