Και αν είμαστε ήδη σε ύφεση;

Και αν είμαστε ήδη σε ύφεση;

Της Μαίρης Βενέτη*

Εδώ και 18 μήνες περίπου μιλάμε για επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Οι περισσότεροι βασικοί οικονομικοί και βιομηχανικοί δείκτες που αποτελούν και τον αξιόπιστο οδηγό για την πορεία του οικονομικού κύκλου, επιβεβαιώνουν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα είτε είναι στάσιμη, είτε υποχωρεί.

Αποφεύγοντας τα κουραστικά νούμερα, να σημειώσουμε απλά ότι η μεταποίηση, η βιομηχανική παραγωγή, οι επιχειρηματικές επενδύσεις, οι νέες παραγγελίες, η κατασκευαστική δραστηριότητα και ο όγκος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται είναι ουσιαστικά στάσιμα ή προς τα κάτω σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.

Το πρόβλημα όμως με τους περισσότερους οικονομικούς δείκτες είναι ότι εξ'ορισμού αποδίδουν την εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος.

Γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο η εμβάπτιση μιας επιβράδυνσης σε ύφεση συντελείται όταν η τελευταία έχει ήδη συμβεί.

Από αυτήν την οπτική γωνία, η επιβράδυνση που δείχνουν τα macro αφορά το χτες.
Ποιος μας λέει ότι οι επόμενες μετρήσεις δεν θα καταγράψουν την ύφεση του σήμερα;

Στην παρούσα φάση, η αρχή του προβλήματος ξεκίνησε από την εμπορική πολιτική, με στόχο τον έντονο προστατευτισμό και την προσπάθεια αναδιάταξης των εφοδιαστικών αλυσίδων, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν συνυπάρχουν και συνδυαστικά λάθη τόσο στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, όσο και στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Αν επιβεβαιωθεί εν τέλει η οικονομική ύφεση, θα οφείλεται στο γεγονός πως αυτοί που χαράσσουν την πολιτική, δεν κατάφεραν επί της ουσίας να παρέχουν ένα σταθερό και προβλέψιμο κλίμα για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να τις ωθήσουν να διοχετεύσουν την ρευστότητα τους σε πιο παραγωγικά κανάλια από τις επαναγορές ιδίων ή το trading στα χρηματιστήρια.

Όλα αυτά βέβαια δεν πρόκειται να αφήσουν ανεπηρέαστη την χώρα μας.
Η διεθνής κρίση του 2008 απέδειξε πόσο ευάλωτη είναι η Ελλάδα στις εξωτερικές συνισταμένες.
Παρότι έχει βάλει πλέον τα δημόσια οικονομικά της σε τάξη και έχει ένα προφίλ εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους αρκετά ευνοϊκό, ας μην ξεχνάμε ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών- τουρισμός- είναι πάνω από το 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ΑΕΠ.

Αυτό σημαίνει πως αν το βεβαρημένο διεθνές κλίμα πλήξει την κατανάλωση και υπάρξει μια μείωση των εξαγωγών της τάξης του 3%, οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ θα είναι σημαντικές, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον λόγο ΑΕΠ/Χρέος, αλλά και για τη δυνατότητα επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ύφεση ή επιβράδυνση;

Σε μια πρόσφατη ανάλυση του Jonh Kemp στο Reuters, (σ.σ είναι Senior Market Analyst, Commodities and Energy) υπήρχε η σωστή παραδοχή ότι η έλευση της ύφεσης είναι πάντα αμφιλεγόμενη τη στιγμή που συμβαίνει και συνήθως οι οικονομικοί αναλυτές δεν καταφέρνουν να την προβλέψουν.

Από την άλλη, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες διστάζουν να ανακοινώσουν πως υπάρχει ύφεση, διότι φοβούνται ότι θα προκαλέσουν πλήγμα στην καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη με αποτέλεσμα να την εντείνουν.

Ο Jonh Kemp έχει δίκιο και άδικο στο ότι οι Κεντρικοί τραπεζίτες δεν μιλάνε για ύφεση.

Δίκιο έχει γιατί πράγματι δεν μιλάνε άμεσα γι'αυτήν.

Μιλάνε όμως εμμέσως, κρύβοντας την ανησυχία τους πίσω από τους διπλωματικούς και ευκολοχώνευτους όρους της «επιβράδυνσης», ή «της επιδείνωσης των προοπτικών ανάκαμψης».

Δείτε για παράδειγμα την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Ζερόμ Πάουελ της Fed, στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί την απόφαση του για τη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης.

Ναι μεν ανέφερε ότι κατάσταση της οικονομίας είναι κοντά στους στόχους και οι προοπτικές είναι θετικές, αλλά ταυτόχρονα υποστήριξε ότι πρέπει να προστατέψει την αμερικανική οικονομία από τους καθοδικούς κινδύνους που έχουν προκύψει από τις εμπορικές διενέξεις και την αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας.

Ο Ντράγκι επίσης, μετά την τελευταία καθιερωμένη θερινή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο νέας μείωσης των επιτοκίων και επανέναρξης του προγράμματος αγοράς ομολόγων (γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση ή QE) τον Σεπτέμβριο.

Πώς δικαιολόγησε αυτές τις αποφάσεις;
Στην εντεινόμενη αβεβαιότητα η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί δραματικά η προοπτική ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και στους κινδύνους που ελλοχεύουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως το νέο κύμα προστατευτισμού και ο αρνητικός αντίκτυπος του στο διεθνές εμπόριο, η αστάθεια των αναδυόμενων αγορών και το ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexit.

Η κραυγή της αυτοκινητοβιομηχανίας

Η παγκόσμια κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν ένα γεγονός που επηρέασε αρνητικά τις σχετικές εταιρίες από το 2008 έως το 2010.
Η κρίση αυτή όμως, ως έναν μεγάλο βαθμό, ήταν μια από τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης του 2008.

Ποιά είναι η εικόνα της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας σήμερα;

Η διεθνής ειδησεογραφία αναφέρει κύμα απολύσεων στον κλάδο, από την Ινδία και την Kίνα μέχρι την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ τη Γερμανία και τη Βρετανία.

Το πρακτορείο Reuters μετέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι 350.000 εργαζόμενοι στη συναρμολόγηση αυτοκινήτων και εξαρτημάτων έχουν χάσει τη δουλειά τους τους τελευταίους μήνες στην Ινδία, καθώς οι πωλήσεις αυτοκινήτων καταγράφουν τη χειρότερη δεκαετία.

Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της εφημερίδας Financial Times, αναφέρεται ότι τα κινεζικά εργοστάσια της Ford και της Peugeot δουλεύουν στο 11% και 1% της παραγωγικής τους δυνατότητας αντίστοιχα, με 220.000 εργαζόμενους να έχουν χάσει τη δουλειά τους, καθώς οι πωλήσεις αυτοκινήτων στην Κίνα μειώθηκαν για πρώτη φορά εδώ και τρεις δεκαετίες.

H αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία Ford ανακοίνωσε πως θα μειώσει από τα τέλη Αυγούστου κατά 10% το εργατικό της δυναμικό διεθνώς, με αποτέλεσμα να χαθούν 7.000 θέσεις εργασίας.

H ιαπωνική Nissan επίσης ανακοίνωσε πρόσφατα πως θα περικόψει 12.500 θέσεις εργασίας, ήτοι το 9% του προσωπικού της σε ολόκληρο το κόσμο.
Αλλά και η γερμανική Volkswagen έχει ανακοινώσει πως θα μειώσει κατά 7.000 το προσωπικό της έως το 2023.

Στη Βρετανία η αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση από τη δεκαετία του '70, με την παραγωγή να έχει περιοριστεί στο ένα πέμπτο το πρώτο εξάμηνο φέτος και τις επενδύσεις να έχουν μειωθεί κατά 70%.

Στη Σλοβακία, τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν παραγωγό αυτοκινήτων χώρα, εξού και ο χαρακτηρισμός «Ντιτρόιτ της Ευρώπης», τα εργοστάσια που κατασκευάζουν το Touareg της Volkswagen και το Cayenne της Porsche, έχουν απολύσει 3.000 εργαζόμενους.

Βέβαια, το Brexit ή το σκάνδαλο diesel έχουν βάλει το λιθαράκι τους, όμως ο πολυεθνικός χαρακτήρας του κλάδου και η εξάρτηση του από τα υγιή επίπεδα κατανάλωσης, προσδίδουν στις παραπάνω ειδήσεις αυξημένη βαρύτητα για το επερχόμενο βαρομετρικό της παγκόσμιας οικονομίας.    

Τι προδίδουν οι τιμές πρώτων υλών και οι χρηματιστηριακοί δείκτες

Οι τιμές των πρώτων υλών και οι χρηματιστηριακές αγορές γενικότερα, δείχνουν πως η οικονομία θα βρεθεί σύντομα σε ύφεση, χωρίς να αποκλείεται να βρίσκεται ήδη.

Η πρόσφατη όξυνση της σινοαμερικανικής διαμάχης οδήγησε το πετρέλαιο, αλλά και γενικότερα τα βιομηχανικά εμπορεύματα, σε μεγάλες απώλειες.

Η βάσιμη ανησυχία είναι ότι εν κατακλείδι ο εμπορικός πόλεμος θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια ανάπτυξη, καθώς θα πλήξει την κατανάλωση.

Προφανώς, αυτή ήταν και η οπτική γωνία της διοίκησης της Glencore, η οποία βλέποντας ήδη τα κέρδη της εταιρείας να έχουν υποχωρήσει κατά το 1/3, αποφάσισε να βάλει λουκέτο για δύο χρόνια σ' ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία χαλκού και κοβαλτίου στο Κονγκό.
Το κοβάλτιο να υπενθυμίσουμε ότι αποτελεί βασικό συστατικό των μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κάτι που κάνει κατανοητή τη διασύνδεση της απόφασης αυτής με την κρίση στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας και τις προοπτικές του.

Όσον αφορά τις αγορές, καταρχήν ζούμε εδώ και καιρό τα αντικρουόμενα μηνύματα από το μέχρι πρότινος ράλι των μετοχών σε συνδυασμό με τις ολοένα και μικρότερες αποδόσεις των ομολόγων.

Οι περισσότεροι αναλυτές ενστερνίζονταν ότι μια από τις δυο αγορές «ψεύδεται», με τις αρκούδες να πανηγυρίζουν τις τελευταίες μέρες ότι το ψέμα προερχόταν από τις αγορές των μετοχών.

Τι στ'αλήθεια όμως μας δείχνουν εδώ και καιρό οι μετοχές;

Με εξαίρεση τον S&P, οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες είναι στάσιμοι προς χαμηλότεροι σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν.
Δείτε τα μέχρι σήμερα υψηλά έτους σε σχέση με τα υψηλά έτους των χρηματιστηρίων των βασικών αγορών το 2018.

Αν λοιπόν εξαιρέσουμε τη μητέρα των αγορών, με μέχρι τώρα υψηλό έτους κατά +3% υψηλότερο από το περσινό και την Ελβετία με υψηλό έτους +5%, (σ.σ στις περιφερειακές αγορές υπάρχουν επίσης εξαιρέσεις όπως η Ρωσία η Ινδία κ.α) για τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της ευρωζώνης, το νούμερο αυτό είναι κατά ένα 7% χαμηλότερα , για τη Γαλλία σχεδόν αμετάβλητο, για την Ιταλία 9% χαμηλότερα, για τη Μ.Βρετανία πέριξ του 2,5% χαμηλότερα και για την Ισπανία 10% χαμηλότερα. Στην Ασία η ίδια εικόνα με τα υψηλά της Σανγκάης να υπολείπονται μέχρι στιγμής κατά 8,3% των περσινών υψηλών, του Hang Seng κατά 9,5% και της Ιαπωνίας κατά 8,5%.

Σε εξίσου απογοητευτικά συμπεράσματα καταλήγουμε και αν εξετάσουμε τα ετήσια διαγράμματα δυο χρόνια πίσω.
Εν ολίγοις, ακόμα και οι αγορές, πίσω από το θόρυβο των ανοδικών συνεδριάσεων, παραμένουν στην ουσία στάσιμες, με κάποιες να έχουν κάνει αρκετά βήματα οπισθοδρόμησης.

Χρυσός και λοιπά επενδυτικά καταφύγια

Ένας εύκολος τρόπος να αφουγκράζεται κανείς την ανησυχία των επενδυτών είναι οι τιμές του χρυσού και των υπόλοιπων επενδυτικών καταφυγίων, δηλαδή των κρατικών ομολόγων υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, του ελβετικού φράγκου και του γιέν.

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα τελευταία δύο έτη μαζί με το ράλι στις μετοχές, είχαμε ράλι και στα επενδυτικά καταφύγια.

Με πρωτοστάτη τις τιμές του χρυσού που πλέον φιγουράρουν αρκετά συχνά πάνω από τα 1500 δολάρια/ουγγιά, όλα τα επενδυτικά καταφύγια έχουν ιδιαίτερα αυξημένες αποδόσεις, όχι μόνο από την αρχή της φετινής χρονιάς, αλλά και από την αρχή του 2018.

Για τον χρυσό αυτό μεταφράζεται σαν 15%-17%, για το ζεύγος EUR/CHF πέριξ του 6,7% υπέρ του ελβετικού φράγκου, ενώ για το γιέν οι αποδόσεις είναι πάνω από 11% για το ζεύγος EUR/JPY και πάνω από 6% για το ζεύγος USD/JPY

Για δε τα ομόλογα, θα αναφέρουμε ένα πράγμα: Στις 5 Αυγούστου η αξία των ομολόγων διεθνώς που διαπραγματεύονταν με αρνητικά επιτόκια διαμορφώθηκε πάνω από τα 15 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Barclays Global Negative Yielding Debt Index.

Περί καμπύλης απόδοσης αμερικανικών ομολόγων

Η καμπύλη απόδοσης των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, έχει αντιστραφεί για περισσότερο από δύο μήνες, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη πιθανότητα για ύφεση εδώ και 12 χρόνια.

Το σπρεντ (διαφορά της απόδοσης) των τρίμηνων εντόκων γραμματίων και των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, έφθασε σχεδόν τις 40 μονάδες βάσης στις 7 Αυγούστου, ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2007.

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι συνήθως, οι αποδόσεις των εντόκων γραμματίων είναι χαμηλότερες από αυτές των δεκαετών ομολόγων.

Η ισορροπία αυτή έχει ανατραπεί πολλές φορές ήδη από τα τέλη του 2017 και μετά.
Εντούτοις, οι περισσότεροι αναλυτές βάση τις εμπειρίας των τελευταίων 50 ετών, θεωρούν την αντιστροφή αυτή σαν προανάκρουσμα κάθε ύφεσης στις ΗΠΑ.

Η στήλη κρατάει μια επιφύλαξη ήδη από την πρώτη αναστροφή της καμπύλης το 2017, δεδομένου ότι η ποσοτική χαλάρωση (QE) δεν έπαψε να είναι ενεργή σε Ευρώπη και Ιαπωνία, δημιουργώντας στρεβλώσεις στις μακρινές λήξεις που εξάγονται και στην Αμερική –ως εκ τούτου δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι στην ερμηνεία της- αλλά σίγουρα, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων των ομολόγων και το πώς θα εξελιχθεί τους προσεχείς μήνες, είναι ένα σημαντικό πεδίο παρατήρησης από επενδυτές και διαχειριστές.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.

* Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 16 Αυγούστου