Κ. Υφαντής: Η ελληνική διπλωματία κινείται μεταξύ υποκλίσεων και απελάσεων

Κ. Υφαντής: Η ελληνική διπλωματία κινείται μεταξύ υποκλίσεων και απελάσεων

Η χώρα δεν έχει συγκροτημένη στρατηγική για τις σχέσεις μας με την Ρωσία και γι' αυτό «η ελληνική διπλωματία κινείται από τις υποκλίσεις σε στελέχη ρωσικών κρατικών επιχειρήσεων στην απέλαση ρωσικού διπλωματικού προσωπικού» τονίζει στο liberal.gr, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κωνσταντίνος Υφαντής.

Σύμφωνα με τον κ. Υφαντή οι ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου Εξωτερικών αποκαλύπτουν «άγνοια των διεθνοπολιτικών δεδομένων από πλευράς μας» την οποία «ενίοτε πληρώνουμε με διπλωματικές αποτυχίες» ενώ σημειώνει πως οι χειρισμοί που γίνονται στα εξωτερικά θέματα δείχνουν ότι «μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα νερά για την ελληνική διπλωματία».

Ως προς το ζήτημα της απέλασης των δύο διπλωματών κάνει λόγο, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ουδείς γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα, πως «η ιστορία έχει πολλά από εκείνα τα στιγμιότυπα που συνθέτουν μία μέτρια ιστορία «ξένης δράσης» και συνωμοσίας για να αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση μιας χώρας που παίρνει αποφάσεις που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της ξένης δύναμης».

Τέλος επισημαίνει με έμφαση ότι τα υπονοούμενα που είδαν το φως της δημοσιότητας «περί υποκινούμενες και αργυρώνητες μαζικές αντιδράσεις εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι μία «ιστορία» που δεν υποστηρίζεται από καμία λογική ανάλυση» υπογραμμίζοντας όμως πως δεν παύει να αποτελεί «ένα αφήγημα για την ελληνική κυβέρνηση που θα μπορούσε να απαξιώσει όσους δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις της»

Συνέντευξη στον Βασίλη Γεώργα

- Τις τελευταίες ημέρες έχουν γραφτεί πολλά για το θέμα της απέλασης των Ρώσων διπλωματών. Από τη δράση Ρώσων πρακτόρων σε Μακεδονία και Θράκη, έως το ρόλο του Αγίου Όρους ως κέντρου επιρροής και ισχύος της Μόσχας. Αυτά όμως είναι γνωστά από παλιά. Πως να «διαβάσουμε» το περιστατικό της απέλασης, πολλώ δε μάλλον όταν η διαρροή έγινε ανήμερα της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ;

Για τα ελληνικά δεδομένα είναι ένα πρωτοφανές περιστατικό και εννοώ την απέλαση αυτή καθ' εαυτή. Δύσκολα μπορεί κάποιος να θυμηθεί ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ακόμη και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου δεν έχουμε τέτοιου είδους αποφάσεις εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δράση του προσωπικού Πρεσβειών δεν περιοριζόταν στα αυστηρά διπλωματικά τους καθήκοντα. Η ιστορική εμπειρία, λοιπόν, μας λέει ότι θα πρέπει να έγινε κάτι εξόχως σοβαρό και προκλητικό για να αναγκαστεί η ελληνική πολιτεία να επιβάλει αυτής της κλίμακας τις κυρώσεις. Δεν γνωρίζουμε τι ενέργειες και διαβήματα προηγήθηκαν.

Λογικά, το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να ενημέρωσε και να προειδοποίησε πρώτα τον επικεφαλής της πρεσβείας στην Αθήνα και αφού προφανώς απορρίφθηκαν οι ελληνικές αιτιάσεις, η Κυβέρνηση έκανε αντίστοιχες κινήσεις στην Μόσχα πριν προχωρήσει στο μέτρο της απέλασης και μάλλον, η ρωσική πλευρά είτε αγνόησε είτε απέρριψε το ελληνικό (μάλλον ανεπίσημο) διάβημα. Αλλά για εμάς, το ευρύ κοινό, που για ευνόητους λόγους δεν έχουμε - και δεν πρέπει να έχουμε – πρόσβαση σε ευαίσθητη πληροφόρηση η εκτίμηση είναι δύσκολη. Πάντως είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι η Αθήνα προχώρησε σε αυτή την μείζονα κίνηση αποσταθεροποίησης των διμερών σχέσεων χωρίς να έχει πριν προσπαθήσει να διευθετήσει το ζήτημα χωρίς την κλιμάκωση που φέρνει μαζί της η δημοσιότητα.

- Πιστεύετε ότι έχει βάση δημοσίευμα των «FT» που παρουσίαζε το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ως το «επίκεντρο» της δράσης των δύο απελαθέντων Ρώσων διπλωματών, οι οποίοι σύμφωνα πάντα με το κείμενο της εφημερίδας, είχαν στόχο να μπλοκάρουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και να ενισχύσουν τη ρωσική επιρροή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη;

Όλη η ιστορία έχει πολλά από εκείνα τα στιγμιότυπα που συνθέτουν μία μέτρια ιστορία «ξένης δράσης» και συνομωσίας για να αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση μιας χώρας που παίρνει αποφάσεις που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της ξένης δύναμης. Για να συνεχίσω από εκεί που σταμάτησα στην προηγούμενη ερώτησή σας, μια και η γνώση μας είναι – και σωστά επαναλαμβάνω – περιορισμένη στις αναφορές του τύπου είναι δύσκολο να κάνουμε εκτίμηση χωρίς να κινδυνεύουμε να γελοιοποιηθούμε από τα γεγονότα. Οι δημοσιογράφοι των Financial Times δεν μπορεί παρά να έχουν καλύτερη πληροφόρηση από τον μέσο πολίτη. Και πάλι η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι Κυβερνήσεις όχι σπάνια διοχετεύουν επιλεκτικά και ελεγχόμενα πληροφορίες στα ΜΜΕ έτσι ώστε να ενισχύσουν τις θέσεις και δράσεις τους επικοινωνιακά. Δεν ισχυρίζομαι ότι κάτι τέτοιο έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Και σε κάθε περίπτωση, οι Financial Times είναι μία από τις πλέον έγκυρες εφημερίδες στην ιστορία των τύπου και της ανεξάρτητης ενημέρωσης.

Πάντως, το γεγονός ότι κάποια μέσα διεθνή είχαν και δημοσιοποίησαν την ιστορία σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση της απέλασης είναι θετικό επικοινωνιακά για την ελληνική διπλωματία. Τώρα και πέρα από τις έρευνες του τύπου, όπως είπα και νωρίτερα, όλα θυμίζουν μία μέτρια κατασκοπευτική ιστορία. Μέτρια γιατί εφόσον ότι δημοσιεύεται απεικονίζει την πραγματικότητα δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να χαρακτηρίσω την Ρωσική κυβέρνηση αφελέστατη. Αν κάποιοι στη Μόσχα θεωρούν ότι στέλνοντας δύο Ρώσους υπαλλήλους να μοιράζουν χρήματα στην Αλεξανδρούπολη και ότι χρησιμοποιώντας κάποιους καλόγερους στο Άγιο Όρος θα είχαν την δυνατότητα να ματαιώσουν την διεύρυνση του ΝΑΤΟ τότε μάλλον θα πρέπει να λογοδοτήσουν και να απαλλαγούν και των καθηκόντων τους ως απολύτως ανεπαρκείς.

Ξέρουμε ότι η Μόσχα όταν θέλει να παρέμβει σε περιοχές και για ζητήματα που θεωρεί ότι απειλούν ζωτικά της συμφέροντα το κάνει με πολύ πιο ισχυρό, αδίστακτο και απροκάλυπτο τρόπο. Συνήθως ξέρει να διαβάζει τους συσχετισμούς ισχύος και να προβλέπει τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών της. Υπό αυτό το πρίσμα, τα υπονοούμενα περί υποκινούμενες και αργυρώνητες μαζικές αντιδράσεις εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι μία «ιστορία» που δεν υποστηρίζεται από καμία λογική ανάλυση αλλά για την ελληνική κυβέρνηση είναι ένα αφήγημα που θα μπορούσε να απαξιώσει τις δυνάμεις εκείνες που δεν ενθουσιάστηκαν με την Συμφωνία. Λυπάμαι που το επισημαίνω, αλλά σε άλλη κλίμακα και για άλλα θέματα χρησιμοποιήθηκαν παρόμοιες προσεγγίσεις όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν.

- Τι σημαίνει από εδώ και πέρα η συγκεκριμένη κίνηση για τις ελληνο - ρωσικές σχέσεις; Πως μπορεί να τις επηρεάσει, και το κυριότερο ερώτημα, είναι αν θεωρείτε πως η κυβέρνηση ζύγισε προσεκτικά τις επιπτώσεις πριν πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση; Τι θα συμβεί για παράδειγμα αν η ρωσική πλευρά επιβεβαιώσει τις απειλές της, και προβεί σε αντίποινα; Είμαστε έτοιμοι να τα διαχειριστούμε;

Οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις ήταν σχεδόν πάντοτε εξόχως λειτουργικές. Σε καμία περίπτωση βεβαίως η Ρωσία δεν ήταν ένας αξιόπιστος σύμμαχος για την Ελλάδα όπως υποστηρίζει ο αστικός μύθος. Η Ρωσία σε όλη της την ιστορία ήταν πάντοτε ένας ευκαιριακός συνοδοιπόρος έτοιμος να αλλάξει στρατηγική και προτιμήσεις ανάλογα με την συγκυρία. Επαναλαμβάνω, όμως ότι με την ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο να αποκτά σταθερό προσανατολισμό και στρατηγικά στοιχεία ως προς τις ανάγκες της ελληνικής ασφάλειας, οι σχέσεις μας με την Σοβιετική Ένωση στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπάκουαν πάντοτε στην λογική της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ αλλά και την αντίληψής μας ότι η Τουρκική απειλή και η ανάγκη εξισορρόπησης στο Αιγαίο και την Κύπρο είναι το θεμελιώδες στοιχείο της στρατηγικής μας κουλτούρας. Έτσι, προβλέψιμες και λειτουργικές σχέσεις ήταν σταθερά το ζητούμενο.

Δεν πιστεύω ότι η συγκεκριμένη διπλωματική διελκυστίνδα θα τραυματίσει ανεπανόρθωτα την ελληνο-ρωσική σχέση. Μάλλον, όμως, μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα νερά για την ελληνική διπλωματία. Η Ρωσία ως έμπειρη δεν αντέδρασε αμέσως. Δύσκολα θα αφήσει αναπάντητη την ελληνική κίνηση και αυτό από μόνο του θα συνιστά ελεγχόμενη κλιμάκωση. Μετά η μπάλα θα είναι στο ελληνικό γήπεδο και τότε θα χρειαστεί ψυχραιμία. Φαντάζομαι όμως ότι το Υπουργείο των Εξωτερικών έχει ενημερώσει τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ και στους εταίρους μας στην ΕΕ και έχει εξασφαλίσει την διπλωματική και πολιτική τους στήριξη στην περίπτωση περαιτέρω διπλωματικής κλιμάκωσης, αν και στο πρόσφατο παρελθόν η ελληνική διπλωματία δεν ήταν και ο ορισμός της αλληλεγγύης όταν η ΕΕ συζητούσε και αποφάσιζε κυρώσεις ως απάντηση στην Ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία και αλλού. Ευτυχώς, που στην διεθνή πολιτική αυτό που μετρά είναι η συγκυρία και όχι η μνήμη. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εξωτερική πολιτική τραυματίζεται στην διάδρασή της με ένα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

- Βλέπουμε συνεχώς την Τουρκία του Ερντογάν να «παίζει» σε δύο ταμπλό, και με τις ΗΠΑ, όσο και με τη Ρωσία. Γιατί δεν το κάνει και η Ελλάδα; 

Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να ακολουθεί το τουρκικό παράδειγμα. Οι τουρκικές ανάγκες και οι αβεβαιότητες στην Μέση Ανατολή αναγκάζει την Τουρκία να ευθυγραμμιστεί με τις προτιμήσεις της Ρωσίας που έχει αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις στο θέατρο επιχειρήσεων στην Συρία και στην ευρύτερη περιοχή. Η επόμενη μέρα της κατάρριψης του Συριακού μαχητικού από την Τουρκική αεράμυνα κατέδειξε τα όρια της τουρκική ισχύος και αυτονομίας. Για την Ελλάδα και την Ελληνική ασφάλεια η Ρωσία είναι μικρής σημασίας. Και η Μόσχα το ξέρει, όπως επίσης ξέρει ότι η Ελλάδα δεν είναι προνομιακός χώρος για την ρωσική στρατηγική. Και αυτό δεν το ξέρει μόνο η Μόσχα.

Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε όταν το πρώτο εξάμηνο του 2015 εισέπραξε ένα ηχηρό γεωπολιτικό «όχι» από την Ρωσική κυβέρνηση στο αίτημά της για οικονομική βοήθεια. Αυτό αποκαλύπτει άγνοια των διεθνοπολιτικών δεδομένων από πλευράς μας. Αυτήν την άγνοια την πληρώνουμε ενίοτε με διπλωματικές αποτυχίες. Αυτό που εγώ εισπράττω από την μέχρι στιγμής διαχείριση του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι ότι η χώρα δεν έχει συγκροτημένη στρατηγική για τις σχέσεις μας με την Ρωσία και γι' αυτό η ελληνική διπλωματία κινείται από τις υποκλίσεις σε στελέχη ρωσικών κρατικών επιχειρήσεων στην απέλαση ρωσικού διπλωματικού προσωπικού. Και στις δύο περιπτώσεις, αν υπάρχει άμεσο όφελος είναι η ικανοποίηση ενός στενού κομματικού ακροατηρίου.

Σας διαβεβαιώ ότι οι σύμμαχοι και εταίροι δεν εντυπωσιάζονται από τέτοιες πρωτοβουλίες.