«Στην Ανατολική Γερμανία δεν υπήρχαν δυστυχισμένοι άνθρωποι»

«Στην Ανατολική Γερμανία δεν υπήρχαν δυστυχισμένοι άνθρωποι»

Της Κατερίνας Οικονομάκου

«Επισήμως, στην Ανατολική Γερμανία δεν υπήρχαν δυστυχισμένοι άνθρωποι», έχει πει ο Χάραλντ Χάουσβαλντ, ένας από τους γνωστότερους Γερμανούς φωτογράφους και ο άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε το πιο ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό πορτρέτο του Ανατολικού Βερολίνου, μέσα στο χρόνο. Ήταν μόλις 22 ετών, το 1978, όταν ξεκίνησε να φωτογραφίζει τη γειτονιά του καθώς μοίραζε τηλεγραφήματα από σπίτι σε σπίτι. Και δεν σταμάτησε ποτέ. Κοιτάζοντας τις σκηνές που έχει απαθανατίσει ο φακός του Χάουσβαλντ καταλαβαίνει κανείς γιατί το καθεστώς τον θεωρούσε ύποπτο. Πολύ καιρό μετά την πτώση του Τείχους, αναζήτησε τον φάκελό του στην Στάζι, για να διαπιστώσει ότι αριθμούσε περί τις 2.000 σελίδες και κάλυπτε δώδεκα χρόνια από τη ζωή του. Οι συντάκτες δεν ήταν αποκλειστικά πράκτορες της διαβόητης μυστικής αστυνομίας. Ήταν και συνολικά 35 “ανεπίσημοι πληροφοριοδότες”. Όλοι φίλοι και γνωστοί του.

Από το 1950 έως το 1989, τουλάχιστον 600.000 Γερμανοί συνεργάστηκαν με την Στάζι ως ανεπίσημοι πληροφοριοδότες. Υπολογίζεται ότι το 1989 αριθμούσαν περί τους 189.000. Σε κάθε 89 Ανατολικογερμανούς, αναλογούσε ένας συνεργάτης της Στάζι. Κάποιος συνάδελφος, ένας φίλος, συχνά ένας αγαπημένος. Εκείνο το εκτεταμένο δίκτυο από πληροφοριοδότες συγκροτούσε τον σκελετό που κρατούσε όρθιο το καθεστώς του τρόμου. Δεν ήταν όλοι οι καταδότες θύματα εκβιασμού. Πολλοί ανάμεσά τους είχαν πρόθυμα αναλάβει την αποστολή τους, αποβλέποντας στην εύνοια του καθεστώτος. Εύνοια που θα μεταφραζόταν σε προνόμια. Διαφθείροντας τους πολίτες, το κράτος μοίραζε ρόλους ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Με άλλα λόγια, δεν έκανε κάτι άλλο από το να προκαλεί την πιο βαθιά ανθρώπινη δυστυχία.

Τριάντα χρόνια αργότερα, κανένας δεν έχει ζητήσει συγνώμη. Το Τείχος έχει προ πολλού καταρρεύσει, τα αρχεία έχουν ανοίξει, όσοι το επιθυμούσαν και είχαν τις ψυχικές αντοχές να διαβάσουν το φάκελό τους, το έκαναν. Αλλά ακόμη και σήμερα, ελάχιστες ιστορίες έχουν ειπωθεί. Η σιωπή, ή μάλλον η αποσιώπηση, η άρνηση της πραγματικότητας, είναι κάτι στο οποίο εκπαιδεύτηκαν και ασκήθηκαν γενιές από Ανατολικογερμανούς.

Στην άρνηση και το ψέμα, άλλωστε, είχε οικοδομηθεί η ίδια η χώρα. “Επισήμως δεν υπήρχαν φασίστες στην πατρίδα μας. Μπα, μόνο καμιά σαρανταριά πρώην ναζί στη βουλή”, έλεγε στην ίδια συνέντευξη ο Χάουσβαλντ. Σύμφωνα με τον μύθο, που η ηγεσία βάφτισε Ιστορία, η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας αγωνίστηκε κατά του φασισμού. Ήταν με την πλευρά των νικητών. Οι ναζί ήταν πάντα και αποκλειστικά από την άλλη πλευρά του Τείχους. Πόσο άσχετη μπορεί να είναι αυτή άρνηση της πραγματικότητας με τα σημερινά, εντυπωσιακά υψηλότερα, ποσοστά του AfD στην πρώην Ανατολική Γερμανία;

Ακόμη κι έτσι, όμως, ποιος θα ήθελε να γυρίσει ο χρόνος πίσω; Αντιμέτωποι όχι μόνο με την ανησυχητική άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά συνολικά με όλες τις προκλήσεις μιας ανοιχτής, δημοκρατικής κοινωνίας, οι άντρες και οι γυναίκες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον περίκλειστο κόσμο της Ανατολικής Γερμανίας, είναι πάντως ελεύθεροι ευρωπαίοι πολίτες.

Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989, ο Χάραλντ Χάουσβαλντ και η σύντροφός του ήταν ανάμεσα στο πλήθος που πέρασε στη Δύση. Οι δυο τους πήγαν κατευθείαν σε ένα μπαρ στο Κρόιτσμπεργκ, όπου ήξεραν ότι δούλευε ένας παλιός φίλος τους, ο οποίος το είχε σκάσει χρόνια νωρίτερα. Μέσα σε λίγες ώρες, το μπαρ είχε γεμίσει Ανατολικοβερολινέζους. Ο Χάουσβαλντ ήταν ανάμεσα σε ευτυχισμένους ανθρώπους. Εκείνη τη νύχτα, δεν έβγαλε φωτογραφίες. “Ήταν πολύ προσωπικό”, είπε.