Του Βασίλη Φασούλα*
Το εθνικό συμφέρον δεν είναι παράταιρο μέγεθος, κάτι εκτός της ροής ζωής και κόσμου. Δεν αποτελεί αδιαπραγμάτευτη πανανθρώπινη συναντίληψη. Ακολουθεί τις ιδιαίτερες «in concreto» συνθήκες εκάστου λάου. Δεν είναι κατ΄ ανάγκην «ηθικό», «καλό» ή «κακό», ούτε ταυτίζεται με την σωτηριολογική ανάγκη δικαιώσεως μιας θρησκευτικής πίστεως. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του λαού, ο οποίος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου σε αυτό, ανεξαρτήτως εν τέλει αν σφάλλει ή όχι. Γιατί αυτός και μόνον αποφασίζει.
Το δε πατριωτικό καθήκον ταυτίζεται με την αγάπη προς την Πατρίδα. Η αγάπη είναι αίσθημα, τόσο παλαιό όσο και το αντίστοιχο της επιβιώσεως. Για τις θρησκείες είναι το βήμα του Ενθέου. Για τις κοινωνίες είναι η απόδειξη της Αρετής. Στις ρομαντικές εποχές αλλά ακόμη και σήμερα σε στρώματα των κοινωνιών η θυσία, η εθελούσια στέρηση της ζωής κάποιου υπέρ Πατρίδος, αποτελεί την ύψιστη των αρετών.
Υπό αυτές τις παραδοχές, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον η εξωτερική πολιτική μας με τα Σκόπια διακονεί ό,τι η ελληνική κοινωνία ανιχνεύει και αντιλαμβάνεται ως «εθνικό συμφέρον» και ως « πατριωτικό καθήκον» ενός πολιτικού.
Κατ' αρχάς όντως η διαφορά μας με τους Σκοπιανούς αποτελεί μία καθαρά τοπική διένεξη. Σίγουρα δεν αφορά τον μέσο Πορτογάλο, Ιρανό ή Κογκολέζο. Αντιστοίχως ουδέποτε μας ενδιέφερε γιατί η Ουρουγουάη λέγεται στην πραγματικότητα Δημοκρατία της Ανατολικής Ουρουγουάης , γιατί η Μεγάλη Βρετανία αναγκάσθηκε ελέω Βρετάνης να εισέλθει ως Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΟΚ, γιατί οι Χούτου κατέσφαξαν τους Τούτσι στην Ρουάντα κοκ . Πλήν όμως αποτελεί οντολογικό θρίαμβο για έναν Σκοπιανό η αναγνώρισή του ως «Μακεδόνα» από εμάς τους «αρνητές» του. Και η αναγνώριση λειτουργεί ως επιστέγασμα της δομήσεως του φαντασιακού του υποβάθρου για το βάθος της εθνότητός του.
Εν τέλει το εθνικώς δέον και το πατριωτικό καθήκον αφορά την εσωτερική ηθική, πολιτισμική, θεσμική αν θέλετε τάξη ενός λαού. Λειτουργεί εκ των έσω προς τα έξω. Φυσικά λαμβάνει υπ' όψιν την ισχυρή παρουσία των τρίτων παικτών, ιδίως των παγκοσμίων επικυριάρχων. Αλλά όταν πρόκειται για ζήτημα εθνικής επιβιώσεως και πολιτισμικής συνέχειας παρακάμπτει τους τρίτους . Αλλιώς δεν υπηρετεί ή δεν αφορά το εθνικό συμφέρον.
Επί πολλά έτη η διένεξή μας παρέμενε στα βαλτώδη νερά της μη συμφωνίας. Γιατί; Γιατί στο αστικό δημοκρατικό μας πολίτευμα η σημαντική πλειοψηφία των πολιτών της Ελλάδος θεωρούσε ότι ευδόκιμη λύση ήταν αυτή που δεν θα ενέπλεκε το όνομα της Μακεδονίας. Με τους πλέον μετριοπαθείς να συγκατατίθεται σε ονόματα σαφή της μη πολιτισμικής υφαρπαγής και φαντασιακού αλυτρωτισμού όπως Σλαβομακεδονία, Νέα Μακεδονία κοκ. Τούτο δεν υπήρξε ούτε ακροδεξιό, ούτε υπερεθνικιστικό, υπήρξε και υπάρχει ως πραγματικότητα.
Μία μικρή μειοψηφία, ιδίως της αριστεράς, πάντοτε θεωρεί ότι οιαδήποτε λύση είναι καλύτερη από την μη λύση και ότι ο κάθε λαός έχει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Εν προκειμένω το να χαρακτηρίζεις προδότες ή, κατά την light πολιτικώς ορθή εκδοχή, μειοδότες, κάποιους ανθρώπους που σκέπτονται έτσι εκτός από «εύκολο» είναι εν τέλει και έξω από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι για να κατηγορείται κάποιος (δικαίως ή αδίκως) ότι προδίδει κάτι αόριστο μα τόσο σαφές όπως η έννοια «Πατρίδα», εν αρχή πρέπει η υπεραξία της έννοιας αυτής να τον αγγίζει ομότροπα με το «κοινό αίσθημα».
Σίγουρα οι ίδιοι θεωρούν ότι ενεργούν σωστά. Το μόνον σίγουρο όμως είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για το πώς η πλειοψηφία της κοινωνίας θεωρεί τις ενέργειες τους αυτές. Και εδώ ξεκινά το πρόβλημα.
Σε όρους πολιτικού ρεαλισμού όταν ουδόλως αποδέχεσαι ή αντιλαμβάνεσαι ως κόκκινη γραμμή το τι εστί εθνικό συμφέρον και πατριωτικό καθήκον για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας την οποία κυβερνάς, η συμφωνία και «εφικτή» είναι και «απλή», και δη όταν έχεις τις ευλογίες, ίσως και πιθανά αντίδωρα υπέρ σου, των «τρίτων παικτών» . Με αυτά και με εκείνα όμως αρνείσαι τα θέλω και ενισχύεις τις ανησυχίες της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας που έχεις ορκισθεί να διακονήσεις.
Επί της κακής συμφωνίας η Δημοκρατική Ευθύνη έχει εκφρασθεί πολλάκις και διά ανακοινώσεων και διά άρθρων και συνεντεύξεων των μελών μας. Απλά και άμεσα. Χωρίς περιστροφές. Σας παραπέμπω στα κείμενά μας.
Εν όψει της βολικής για τους κυβερνώντες σκανδαλολογίας που συνδέεται με τα συλλαλητήρια , θα θυμίσω ότι ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας κ. Κοτζιάς διέσπειρε δολίως ψευδείς ειδήσεις όταν έλεγε ότι από το 1977 έχομε αναγνωρίσει την μακεδονική γλώσσα ενώ σε κάθε συνέλευση για τις γλώσσες του ΟΗΕ, η ελληνική αποστολή υπέβαλε υπομνήματα και αντιρρήσεις για την σκοπιανική «γλώσσα», την τελευταία μάλιστα επί δικής του υπουργίας. Τούτο δε, θαρρώ ότι έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την όποια ρωσική ανάμειξη στα συλλαλητήρια. Εν τέλει.
*Ο Βασίλης Φασούλας είναι Δικηγόρος, μέλος του Γ.Σ. της Δημοκρατικής Ευθύνης.