Ιφιγένεια Θεοδώρου: «Κάθε απειλή στον εφησυχασμό μας είναι μια ευκαιρία για αναθεώρηση»

Ιφιγένεια Θεοδώρου: «Κάθε απειλή στον εφησυχασμό μας είναι μια ευκαιρία για αναθεώρηση»

«Στα δυο χρόνια της πανδημίας χάσαμε τον εφησυχασμό της ρουτίνας μας. Απομακρυνθήκαμε από τους αγαπημένους μας, πολλοί έχασαν αγαπημένους, δεν ξεχνάμε τους χιλιάδες νεκρούς. Είναι μια δύσκολη περίοδος για όσους έχασαν δουλειές, για αυτούς που βίωσαν την απόλυτη μοναξιά, για εκείνους που νόσησαν. Οι πιο συνετοί κέρδισαν τη γνώση ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι πιο τυχεροί ζέσταναν τις σχέσεις τους ή συνομίλησαν με τον εαυτό τους. Κάθε απειλή στον εφησυχασμό μας είναι μια ευκαιρία για αναθεώρηση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμερα είναι μια τέτοια στιγμή. Τριάντα χρόνια από την λήξη του ψυχρού πολέμου τελειώνει μια εποχή στην Ευρώπη που η γενιά μας είχε το προνόμιο να ζήσει χωρίς πολεμική απειλή.» Υποστηρίζει η Ιφιγένεια Θεοδώρου στο Liberal.gr μιλώντας μας για τις απώλειες. Η απώλεια, εξάλλου, είναι ο κεντρικός άξονας στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Το λίγο που τελειώνει» (εκδόσεις Πατάκη).

«Η απώλεια του αγαπημένου συντρόφου εκεί στη στροφή της ζωής, η αναπάντεχη, αλλά και μόνιμη απουσία, ήταν η πρώτη αφορμή», μας εξηγεί: «Ο φόβος μπροστά στο θάνατο και πώς ο καθένας τον διαχειρίζεται ήταν ο σπόρος, όμως πολύ γρήγορα, όπως σε όλα τα βιβλία μου, οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτό το περίπλοκο κουβάρι που καθημερινά καλούμαστε να ξετυλίξουμε, έγιναν πρωταγωνιστές. Σχέσεις φιλίας, ερωτικές ή γονεϊκές, συζυγικές ή παράνομες. Γιατί το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο την απώλεια αγαπημένων προσώπων αλλά κι αυτή του έρωτα, της νιότης που χάνεται, της μνήμης που ξεφτάει.»

Σύζυγος διπλωμάτη η ίδια, έχει βιώσει πολλές απώλειες, αποχωρισμούς και αποχαιρετισμούς εξάλλου που μετακύλησαν με τον τρόπο της στα δικά της βιβλία: «Μελέκ, θα πει άγγελος», «Γλώσσα από μάρμαρο», «Η γεύση της ερήμου»… η Ιφιγένεια Θεοδώρου, ας μη ξεχνάμε, έζησε κάποια εποχή στη Συρία.

Γι’ αυτό και στην κουβέντα που ακολουθεί, μεταξύ πολλών άλλων, θα μας πει:

«Δεν υπάρχει “για πάντα”. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα είναι ρευστά. Η πανδημία που ζούμε και ο πόλεμος στην Ουκρανία που μόλις ξέσπασε στη Ευρώπη είναι τα πιο απτά παραδείγματα ότι τα πάντα ρει, οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση. Κάθε στιγμή εναλλάσσεται με μια άλλη, αυτό το λίγο που τελειώνει θα έπρεπε να μας κάνει σοφούς και να εκμεταλλευόμαστε την κάθε στιγμή, να μην αναβάλουμε όσα θεωρούμε ουσιώδη, να φροντίζουμε τις σχέσεις μας, να “διαβάζουμε” εκείνους που βρίσκονται κοντά μας, όταν φεύγουν διαπιστώνουμε ότι δεν ξέρουμε και πολλά για αυτούς, δεν προλάβαμε να τους πούμε όσα θέλαμε, απερίσκεφτα αφήσαμε πολλά να πέσουν από τα χέρια μας…..»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

Κυρία Θεοδώρου, η απώλεια στην ολότητά της, η απώλεια του συντρόφου, η αποκαλυπτική και μεταμορφωτική συνάντηση των τριών φίλων, οι ηρωίδες, ποιο απ’ όλα υπήρξε η πρωταρχική σύλληψη για το καινούργιο σας μυθιστόρημα;

Η απώλεια του αγαπημένου συντρόφου εκεί στη στροφή της ζωής, η αναπάντεχη, αλλά και μόνιμη απουσία, ήταν η πρώτη αφορμή. Ο φόβος μπροστά στο θάνατο και πώς ο καθένας τον διαχειρίζεται ήταν ο σπόρος, όμως πολύ γρήγορα, όπως σε όλα τα βιβλία μου, οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτό το περίπλοκο κουβάρι που καθημερινά καλούμαστε να ξετυλίξουμε, έγιναν πρωταγωνιστές. Σχέσεις φιλίας, ερωτικές ή γονεϊκές, συζυγικές ή παράνομες. Γιατί το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο την απώλεια αγαπημένων προσώπων αλλά κι αυτή του έρωτα, της νιότης που χάνεται, της μνήμης που ξεφτάει.

Να αποκωδικωποιήσουμε τον τίτλο; «Το λίγο που τελειώνει»;

Κάθε «λίγο» προϋποθέτει κάτι που ήταν «πολύ» σε προηγούμενο χρόνο. Και τα δυο έχουν έναν κοινό παρονομαστή, το τέλος. Όταν λοιπόν φτάνουμε στο λίγο, έχουμε μια καινούργια θεώρηση των πραγμάτων, για αυτά που έρχονται, αλλά κυρίως για όλα όσα προηγήθηκαν και έχουν τελειώσει… Γιατί όσα πέρασαν, ό,τι έχουμε χάσει, οι απώλειες μας είναι τα τατουάζ της ψυχής μας. Γράφονται μέσα μας ανεξίτηλα και μας καθορίζουν. Γίνονται οι οδηγοί για να χαρτογραφήσουμε τα μελλοντικά, τα άγνωστα. Η εμπειρία μας στο παρελθόν, αυτό που χάσαμε θα φωτίσει ό,τι έρχεται. Καθετί που τελειώνει γεννάει μια νέα αρχή.

Κάθε «ισοσκελές τρίγωνο» του σχολείου εντέλει θα «σπάσει» με τον καιρό;

Οι σχέσεις των παιδικών και των μαθητικών μας χρόνων ριζώνουν βαθιά, μη ξεχνάμε ότι μένουμε στα θρανία δώδεκα χρόνια, ο χρόνος δοκιμάζει και ωριμάζει τις φιλίες που δημιουργούνται στη διάρκεια της τρυφερής αυτής περιόδου. Η αθωότητα εκείνης της ηλικίας σώζει αυτές τις σχέσεις, όχι βέβαια από την φθορά, αφού ο χρόνος είναι αδυσώπητος και οι αλλαγές στη ζωή και στον χαρακτήρα μας ίσως φέρνουν και το «σπάσιμο». Όμως οι κοινές αναμνήσεις, η αθωότητα εκείνης της εποχής αμβλύνουν τις διαφορές.

Αυτό το «για πάντα» που είναι το επιθυμητό, κατά πόσο είναι ή δεν είναι εφικτό;

Δεν υπάρχει «για πάντα». Τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα είναι ρευστά. Η πανδημία που ζούμε και ο πόλεμος στην Ουκρανία που μόλις ξέσπασε στη Ευρώπη είναι τα πιο απτά παραδείγματα ότι τα πάντα ρει, οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση. Κάθε στιγμή εναλλάσσεται με μια άλλη, αυτό το λίγο που τελειώνει θα έπρεπε να μας κάνει σοφούς και να εκμεταλλευόμαστε την κάθε στιγμή, να μην αναβάλουμε όσα θεωρούμε ουσιώδη, να φροντίζουμε τις σχέσεις μας, να «διαβάζουμε» εκείνους που βρίσκονται κοντά μας, όταν φεύγουν διαπιστώνουμε ότι δεν ξέρουμε και πολλά για αυτούς, δεν προλάβαμε να τους πούμε όσα θέλαμε, απερίσκεφτα αφήσαμε πολλά να πέσουν από τα χέρια μας…..

Παρ’ ότι υπαρξιακό δράμα, το αντιμετωπίσατε δομικά σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Έπρεπε το παγόβουνο της αλήθειας να ξεπροβάλει λίγο λίγο για να παραμείνει αμείωτο το σασπένς των αισθημάτων πρωτίστως. Αφηγηματικά πώς «χτίστηκε» όλο αυτό;

Το παγόβουνο της αλήθειας, καλά το λέτε…. Κάθε παγόβουνο κρύβει τον κίνδυνο, στη θέα του μόνο, πόσο περισσότερο όταν πέσεις πάνω του… Η συνάντηση των τριών φιληνάδων μετά τον θάνατο του συζύγου της Δέσποινας φαίνεται ότι είναι το φυσικό επακόλουθο μιας μακριάς φιλίας, που τώρα στην δύσκολη ώρα θα αποδείξει την αξία της. Η βαριά απουσία όμως του Μάνου θα γίνει ο καταλύτης για να αναδυθούν στην επιφάνεια ανεξόφλητα πένθη και παλιές πληγές που για χρόνια έμεναν κλεισμένες στο ερμάρι της μνήμης. Γιατί πόσο ειλικρινείς είμαστε στις σχέσεις μας; Είμαστε αυτό που εμείς θέλουμε να δείχνουμε στους άλλους ή αυτό που θέλουν εκείνοι από μας; Χαμένοι στο καθημερινό κυνήγι της ευτυχίας και της επαγγελματικής καταξίωσης ντυνόμαστε, πολλές φορές ασυναίσθητα, με προσωπεία που όταν έρχεται η ώρα να πέσουν αποκαλύπτεται η αλήθεια. Κι επειδή η αλήθεια είναι ο κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου, η αλήθεια των συναισθημάτων πρωτίστως, η αφήγηση έχει το αστυνομικό σασπένς που αναφέρατε… Ως αναγνώστης κι εγώ, ακολούθησα την προσδοκία κάθε αναγνώστη, το αργό ξεδίπλωμα της πλοκής και των χαρακτήρων σαν μια αστυνομική υπόθεση που πρέπει να εξιχνιαστεί.

Με ευχάριστη έκπληξη διαπιστώνουμε αναγνωστικά ότι τα όσα συνέβησαν στις ηρωίδες υπήρξαν φυσικό επακόλουθο των παιδικών τους χρόνων, της καταγωγής και του τρόπου ζωής τους. Στο τέλος «σπάει» η πλέον ευάλωτη, οι άμυνες και οι αντοχές μας, εντέλει, χτίζονται από την εποχή που είμαστε παιδιά;

Πιστεύω ότι η παιδική ηλικία έχει καθοριστική σημασία για όλους. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζήσαμε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, η οικογένεια, η γειτονιά για τους παλαιότερους, το πρώτο σχολείο είναι παράγοντες για την ανάπτυξη του χαρακτήρα μας και του τρόπου που θα αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και θα χτίσουμε τις άμυνες μας. Μοιραίο πρόσωπο για κάθε παιδί, αγόρι ή κορίτσι, είναι η μητέρα. Στο βιβλίο αναφέρονται συχνά οι μητέρες των τριών γυναικών, θα έλεγα ότι κινούνται σαν δεύτερα, αθέατα πρόσωπα, αλλά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, κι αυτό γιατί κάθε γυναίκα φέρνει μέσα της την μητέρα της, μεγαλώνει μαζί της… Η μάνα είναι ο πρώτος καθρέφτης μας, στα μάτια της πρωτογνωρίζουμε τον εαυτό μας. Σε πολλές περιπτώσεις κρεμόμαστε από αυτό το αγαπησιάρικο βλέμμα, ασυνείδητα αρνούμαστε να μεγαλώσουμε και μόνο όταν την χάσουμε περνάμε το κατώφλι της ενηλικίωσης. Στο βιβλίο, από τις τρεις φίλες εκείνη που «σπάει» είναι αυτή που είχε την πιο ευάλωτη μητέρα…

Σε σχέση με τα «Χρυσός, λιβάνι και Σμύρνη», «Μελέκ θα πει άγγελος», «Γλώσσα από μάρμαρο», «Η γεύση της ερήμου», «Το λίγο που τελειώνει» ποια τα όμοιά του και ποια τα διαφορετικά;

Στα προηγούμενα βιβλία η αφορμή ήταν πάντα ένας τόπος. Είτε ήταν η Σμύρνη, η Θράκη, η Θάσος ή η Συρία πριν από τον πόλεμο, ο τόπος μου έδινε το έναυσμα να κάνω πρώτα την έρευνα κι ύστερα να πλέξω την ιστορία και να δημιουργήσω τους χαρακτήρες. Αυτή τη φορά το Πήλιο, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση του βιβλίου, παίζει ένα δεύτερο ρόλο. Με τα δυνατά χρώματα της φύσης και το επιβλητικό βουνίσιο σκηνικό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το εσωτερικό χώρο όπου οι τρείς γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με το πένθος. Γιατί «Το λίγο που τελειώνει» είναι ένα σύγχρονο δράμα που πραγματεύεται μύχιες σκέψεις και εσωτερικές συγκρούσεις, αισθήματα και κουβέντες κεκλεισμένων των θυρών, ο εξωτερικός χώρος είναι περιττός. Αντίθετα σε όλα τα βιβλία μου ο ρόλος του έρωτα είναι καταλυτικός. Στην «Μελέκ» είναι ανατρεπτικός, στη «Γλώσσα από μάρμαρο» είναι ανεκπλήρωτος και βασανιστικός. «Το λίγο που τελειώνει» αναφέρεται σε έναν έρωτα δύσκολο, πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις. Δύσκολος, γιατί είτε τον αρνηθείς, είτε του παραδοθείς, έχεις ρίσκο, έχεις απώλειες.

Χρειάστηκε να επικαλεστείτε δικές σας απώλειες, γράφοντας το βιβλίο;

Όλοι έχουμε απώλειες στη ζωή μας. Οι εμπειρίες, προσωπικές ή εμπειρίες των άλλων, εικόνες, λόγια και συναισθήματα γίνονται συστατικά για την δημιουργία των χαρακτήρων και της αφήγησης. Όλα φιλτράρονται και η σύνθεση τους είναι το ζητούμενο της μυθοπλασίας. Ο αναγνώστης αναζητάει να ταυτιστεί, να βιώσει την ιστορία, να την κάνει δική του, όχι να μοιραστεί τη ζωή σου.

Υπάρχει αντίδοτο απέναντι στην απώλεια;

Δύσκολο να βρεθεί αντίδοτο τη στιγμή του απόλυτου πόνου. «…αυτός που μένει πίσω το πληρώνει πολύ ακριβά». Όμως η ζωή δεν είναι ένα εσαεί ταμείο. Ο χρόνος είναι με το μέρος των ζωντανών. Όσο για την απώλεια ενός έρωτα το ισχυρότερο αντίδοτο είναι ένας άλλος έρωτας….

Με την πανδημία τι απωλέσαμε;

Στα δυο χρόνια της πανδημίας χάσαμε τον εφησυχασμό της ρουτίνας μας. Απομακρυνθήκαμε από τους αγαπημένους μας, πολλοί έχασαν αγαπημένους, δεν ξεχνάμε τους χιλιάδες νεκρούς. Είναι μια δύσκολη περίοδος για όσους έχασαν δουλειές, για αυτούς που βίωσαν την απόλυτη μοναξιά, για εκείνους που νόσησαν. Οι πιο συνετοί κέρδισαν τη γνώση ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι πιο τυχεροί ζέσταναν τις σχέσεις τους ή συνομίλησαν με τον εαυτό τους. Κάθε απειλή στον εφησυχασμό μας είναι μια ευκαιρία για αναθεώρηση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμερα είναι μια τέτοια στιγμή. Τριάντα χρόνια από την λήξη του ψυχρού πολέμου τελειώνει μια εποχή στην Ευρώπη που η γενιά μας είχε το προνόμιο να ζήσει χωρίς πολεμική απειλή.

Δεδομένου του ότι η φύση απεχθάνεται τα κενά, στη θέση της απώλειας, τι;

Η φύση μας δίνει το καλύτερο παράδειγμα. Ο ρυθμός της είναι παρηγορητικός. Φθορά, απώλεια, αναγέννηση. Το μοναδικό αντίδοτο στην απώλεια είναι η ίδια η ζωή. «Το λίγο που τελειώνει» ακολουθείται πάντα από μια νέα αρχή. Ο χρόνος συμπονά, αυτό να θυμόμαστε. Η ζωή είναι για μια μόνο φορά. «Ζωή, ίσαμε δυο συλλαβές…» Ο χρόνος είναι ότι πολυτιμότερο έχουμε.