Η ζωή τους ξεπερνάει κι αυτοί θέλουν διαδηλώσεις

Και όμως. Έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τον Εμφύλιο Πόλεμο και έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δυστυχώς σημαντικό τμήμα της κοινωνίας πορεύεται προς τα εμπρός, με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω.

Αναζητά δικαίωση «αγώνων που χάθηκαν», «διεκδικήσεων που ηττήθηκαν», «αιτημάτων που δεν ικανοποιήθηκαν», μεταφέροντας με τη νοητή μηχανή του χρόνου, το χθες στο σήμερα. Διεκδικεί πράγματα, που οι συνθήκες τα έχουν ξεπεράσει, παλεύει για καταστάσεις των οποίων το νόημα έχει εξατμισθεί και αντιστέκεται στις εξελίξεις, που την έχουν προ πολλού προσπεράσει.

Μέχρι πριν από λίγους μόνο μήνες, θα γράφαμε για την οπισθοδρομικότητα αυτού του τμήματος της κοινωνίας, που προσπαθεί με εργαλεία  του χθες, να ερμηνεύσει τα γεγονότα του σήμερα. Που αντιτίθεται στην ψηφιακή εποχή, στην καινοτομία, στη έκρηξη της επιχειρηματικότητας, στην διάχυτη ανάγκη για προκοπή και ανάπτυξη. Αυτό το τμήμα της κοινωνίας, ορθώνει τον αρνητισμό ως θέση αρχής, την αγανάκτηση ως στάση ζωής και το «αντί» ως απάντηση στα πάντα.

Όμως είναι άλλο πράγμα, να αντιστέκεται κάποιος έστω και για ιδεολογικούς λόγους σε κάθε πτυχή του συστήματος και είναι άλλο η αντίσταση αυτή να στρέφεται κατά της κοινωνίας στη μάχη του covid-19. Οι κατ’ επάγγελμα αγωνιστές, μέσα στον παροξυσμό τους για να κερδίσουν νέα επαναστατικά παράσημα, να εγγράψουν νέες σελίδες διεκδικήσεων, να κολλήσουν ένδοξα κομματικά ένσημα και να επιβεβαιώσουν το ταξικό φρόνημα μέσω των κινητοποιήσεων τους, δεν τα βάζουν πια με το σύστημα. 

Δεν τα βάζουν πια με τον καπιταλισμό, με τον ιμπεριαλισμό, με το κεφάλαιο, με τους «στυγνούς εργοδότες», με τους «γερμανοτσολιάδες», ή με ότι τους κατεβαίνει στο κεφάλι.  Τα βάζουν με μια κοινωνία, που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της, απέναντι στην πανδημία. Τα βάζουν με μια κοινωνία που είναι εξουθενωμένη από τις δυσκολίες που βίωσε κατά τη διάρκεια τηw τελευταίας δεκαετίας. Τα βάζουν με μια κοινωνία που παλεύει για την ίδια τη ζωή της. Με μια κοινωνία που κάθε μισή ώρα χάνει και ένα μέλος της. 

Μη μπορώντας να συγκρατήσουν τον επαναστατικό τους οίστρο απέναντι στις ΗΠΑ, αδυνατούν να συμπορευθούν με τον πόνο, την ανησυχία αλλά και την αποφασιστικότητα για την τήρηση των μέτρων, ως μόνης σανίδας σωτηρίας. Αρνούνται να επιτρέψουν στους επιστήμονες και στους τεχνοκράτες να χειρισθούν τα θέματα, χρεώνοντας τους  υποταγή, στην πολιτική ηγεσία του τόπου.

Η συμπεριφορά τους συντελεί στον ευτελισμό και της ίδιας της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που αποκτά πλέον την εικόνα της λιτάνευσης κάποιων επαναστατικών και κομματικών συμβόλων που φαντάζουν τόσο σκονισμένα και θολά.  

Όσο για τη επέτειο, απλά θα αναδημοσιεύσω την ανάρτηση του Ηρακλή Δημόπουλου, ενός από τους δεκάδες φοιτητές που είχαν λάβει μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973,  στην οποία δίνει αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους καπηλεύονται ασύστολα τα γεγονότα της εποχής:

«Αν ήξερα τι θα ακολουθήσει και σε ποιων τομαριών τα χέρια έμελλε να πέσει το "Πολυτεχνείο", θα είχα κάτσει το 1973 στο σπίτι μου.

Κάναμε κάτι ελάχιστο σε σύγκριση με άλλα ιστορικά γεγονότα και απλά γίναμε το "συλλογικό άλλοθι ενός λαού  επαναπαυμένου, που δεν αντιστάθηκε στη χούντα, αλλά μεταχουντικά ενέταξε εαυτόν στον μύθο της μαζικής λαϊκής αντίστασης", όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Γιάννης Σιδέρης.

Δεν ήμασταν όμως σαν τους σημερινούς επετειολάγνους, ιδεοληπτικοί, αντισυστημικοί, επαναστάτες, αναρχικοί, κομμουνιστές ή αντιεξουσιαστές. Παιδιά του συστήματος ήμασταν και μετά συνεχίσαμε τις ζωές μας κανονικά, γίναμε μηχανικοί, έμποροι, γιατροί, καθηγητές, επιχειρηματίες, κάναμε καριέρες και οικογένειες και γενικά παραμείναμε στο "σύστημα", ακόμα και αυτοί που πουλώντας ολίγον "Πολυτεχνείο", έγιναν δημοσιογράφοι, βουλευτές, υπουργοί και επίτροποι στην ΕΕ.

Αυτοί είναι οι "Ήρωες του Πολυτεχνείου", εκτός αν ήρωας γίνεσαι μόνον αν χωρίς να έχεις συμμετοχή, σκοτωθείς από σύμπτωση...

Για όλα αυτά ήμουν και είμαι αντίθετος με την μεγαλοποίηση της νεανικής μας "εξέγερσης" και την ανάγκη εορτασμού της επετείου της, ιδίως εν μέσω πανδημίας.»