Η ψευδαίσθηση της εθνικής κυριαρχίας

Η ψευδαίσθηση της εθνικής κυριαρχίας

Tου Ανδρέα Ζαμπούκα

Η αντίληψη που έχει μια κοινωνία για την έννοια της αυτοδιάθεσης και της πολιτικής ανεξαρτησίας είναι σχετική ως προς την προθυμία της να αποδεχθεί την αλήθεια. Για παράδειγμα, μπορεί  τα άτομα ή οι  ομάδες να ικανοποιούνται με την κατασκευή οραμάτων ή μύθων, παρακάμπτοντας επίτηδες, την  συνειδητότητα. Μπορεί να αρκούνται απλά – το συνηθέστερο-  σ΄αυτό που θα ταίριαζε ως ευφημισμός, στην υποκριτική ηθική τους.

Ο όρος εθνική κυριαρχία  είχε ως αφετηρία τον 16ο αιώνα και αφορμή εμφύλιους πολέμους που ξεσπούσαν, καθώς ισχυροί μονάρχες συγκέντρωναν δύναμη εις βάρος των ευγενών. Πρώτος ο Jean Bodin μίλησε για τον « υψηλότερο  βαθμό διοίκησης» (the highest power of command) και «την απόλυτη και διαρκή  δύναμη μιας κοινοπολιτείας» (the absolute and perpetual power of a commonwealth). Αργότερα, ο Hobbes, ο Spinoza και ο Rousseau αναφέρθηκαν στη σημασία της έννοιας, δίνοντας διάφορες ερμηνείες. Σήμερα, στο διεθνές δίκαιο, εθνική κυριαρχία σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του, χωρίς να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτόν.

Το περιεχόμενο του όρου όμως, καθορίζεται από τον βαθμό που κάθε διοίκηση θέλει πραγματικά, να ασκεί πολιτική αντάξια της κυριαρχίας της. Με λίγα λόγια, δεν πρόκειται για πάγιο δικαίωμα χωρίς όρους αλλά ως σημείο αναφοράς, που προσφέρεται συνεχώς προς διεκδίκηση και υπεράσπιση. Αν θέλεις δηλαδή, ως πολιτικά οργανωμένη κοινότητα, να προασπίσεις το δικαίωμα της εθνικής κυριαρχίας, σου δίνεται το δικαίωμα αλλά όχι απαραίτητα η διασφάλιση του δικαιώματος.

Είναι  σαφές βέβαια, ότι με χρεοκοπημένη οικονομία, με εξαρτημένη πολιτική και με αδυναμία υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί από μόνο του να εγγυηθεί  την αυτοδιάθεση ενός λαού ή ενός έθνους. Διαφορετικά, καμία χώρα δεν θα διέθετε στρατό, εξωτερική πολιτική και παραγωγική οικονομία.

Στην δική  μας περίπτωση τώρα, δόθηκε μία μοναδική ευκαιρία να αποδείξουμε ότι αξιοποιούμε την  εθνική μας κυριαρχία,. Με την υπογραφή της ένταξης  της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στις 28 Μαϊου 1979, η εθνική κυριαρχία παρατάσσεται ισότιμα με τις κυριαρχίες άλλων εννέα αναπτυγμένων και κυρίαρχων χωρών. Επί ίσοις όροις λοιπόν, η χώρα, πρώτα, αναβαθμίζει σε πολύ υψηλό επίπεδο το κυριαρχικό της δικαίωμα και στη συνέχεια, εισπράττοντας την «υπεραξία» του, εκχωρεί ένα μέρος του στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Αργότερα,  στη δεκαετία του ΄90 υπογράφονται, άλλες δύο συνθήκες: το 1993, η συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, το 1999, αυτή  του Άμστερνταμ, με τις οποίες όλες οι χώρες της ΕΕ, εκχωρούν ακόμα περισσότερη  κυριαρχία στον υπερεθνικό τους συνασπισμό. Η συνθήκη Σένγκεν, η συνθήκη της Λισσαβόνας και το κοινό νόμισμα από το 2000 παραχωρούν ακόμα πιο μεγάλο μέρος της αυτόνομης πολιτικής ενός μέλους.

Με λίγα λόγια, για ποια κυριαρχία μιλάμε, όταν κάθε κοινοβούλιο έχει ψηφίσει, μέσα σε λίγες δεκαετίες, τόσες δεσμεύσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς; Πώς είναι δυνατόν να συντηρούμε στους ευρωπαϊκούς λαούς την ψευδαίσθηση μιας  κυριαρχίας που υπάρχει μόνο στους εθνικιστικούς λόγους προπαγάνδας των ευρωπαίων πολιτικών;

Να λοιπόν, το μεγαλύτερο λάθος της ευρωπαϊκής πολιτικής, στα χρόνια που πέρασαν: πολύ λίγοι τόλμησαν να ενημερώσουν με τόλμη και αποφασιστικότητα τους πολίτες των χωρών τους ότι η εθνική κυριαρχία έχει εκχωρηθεί στα όργανα της ΕΕ και ότι αυτό δεν είναι καθόλου κακό! Ότι αυτή η εκχώρηση ενός δικαιώματος, το οποίο χωρίς το δίκαιο της πυγμής δεν μπορούσε να ισχύσει για όλους, παρέχει πλούτο, κράτος πρόνοιας, ασφάλεια, ανάπτυξη και προοπτική για το μέλλον. Προσφέρει δηλαδή, δυνατότητες προόδου και ανεξαρτησίας των κοινωνιών, που δεν θα τις διέθεταν μόνο με την εθνική τους προσπάθεια.

Δεν το έκαναν όμως. Σπάνια ακούστηκαν φωνές, όπως της πρώην προέδρου της Βουλής Άννας Ψαρούδα Μπενάκη, για περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, προς όφελος των ευρωπαικών λαών. Φυσικά , οι αντιδράσεις ήταν τόσο σφοδρές που όχι μόνο δεν επανέλαβε κανείς κάτι ανάλογο αλλά αρκετοί επένδυσαν πολιτικά, στην απάτη των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» προκαλώντας εθνολαικιστικό παραλήρημα!

Δυστυχώς, δεν είμαστε μόνο εμείς κι ας αποτελούμε το χειρότερο παράδειγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη λέει και διαχειρίζεται ψέματα. Χρησιμοποιεί ακόμα τις εθνικές ψευδαισθήσεις των μαζών της που δεν ενημερώνονται και δεν εντάσσονται λειτουργικά, στο παιχνίδι των αποφάσεων.

Το κακό για κάποιους είναι ότι δεν έχουν καταλάβει πως το πρόβλημα δεν το έχει μόνο η αιωνίως ανερμάτιστη και εξαρτημένη  Ελλάδα. Το έχουν και οι χώρες που, μολονότι ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα λόγω μεγάλης ισχύος, η παραχώρηση της εθνικής τους κυριαρχίας στην ΕΕ, εμποδίζει ουσιαστικά την επαναφορά τους στην εθνική εσωστρέφεια!

Εδώ που φτάσαμε, δεν έχει αναίμακτη επιστροφή για  κανέναν. Δεν έχει νόημα να φουσκώνουμε τα μυαλά των Ευρωπαίων με εθνικά ψέματα και να τους ταϊζουμε με φεντεραλιστικά κεφάλαια. Κάποτε θα πρέπει να γεφυρώσουμε την διαφορά, πριν είναι αργά.

Όσο για τους φαντασιόπληκτους, θα πρέπει να ξέρουν ότι η αυτοδιάθεση και η ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που σου χαρίζουν οι άλλοι και μάλιστα μόνιμα. Αν το θέλεις πραγματικά, το παίρνεις μόνος σου και το υποστηρίζεις. Με δύναμη, κύρος και δουλειά. Όχι με δανεικά, συντάξεις, επιδοτήσεις και εθνική επαιτεία…