Η πίσω πόρτα του κορονοϊού, ξανάφερε τα λεφτόδεντρα

Εγώ βλέπω μια κοινωνία, ελληνική και παγκόσμια, που όσο περνούν οι βδομάδες και οι μήνες, απαιτεί όλο και περισσότερο από το κράτος να πληρώνει τους πολίτες του οι οποίοι στην πλειοψηφία τους κάθονται δίχως να δουλεύουν. Γίνεται αυτό; Το γεγονός ότι οι πολίτες κάθονται όχι από δική τους επιλογή αλλά εξ αιτίας κάποιου εξωγενούς παράγοντα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι βιώσιμο.

Τον πλούτο τον δημιουργεί η παραγωγή και η εργασία, δεν τον παράγουν τα κράτη γενικώς και αορίστως με κάποιο κόλπο. Τα χρήματα που διαμοιράζονται ως βοήθεια στους πληγέντες της πανδημίας, επιχειρήσεις και εργαζόμενους, πρέπει πρώτα να παραχθούν, να αντιστοιχούν δηλαδή σε προϊόντα και υπηρεσίες που δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός και στην συνέχεια πουλήθηκαν-καταναλώθηκαν. Αλλιώς πολύ σύντομα θα γίνουν τυπωμένα χαρτιά δίχως αξία.

Δεν είμαι ούτε ανάλγητος ούτε αναίσθητος γράφοντας αυτά, απλώς εξηγώ τα αυτονόητα. Τους επόμενους μήνες που τα οικονομικά αποτελέσματα της πανδημίας θα αρχίσουν να δείχνουν τα δόντια τους, αυτή θα είναι η κυρίαρχη συζήτηση που θέλουμε δεν θέλουμε θα έχει και πολιτικές επιπτώσεις. Και οι επιπτώσεις αυτές θα είναι αντίστοιχες των απαιτήσεων που ήδη δείχνουν να ωριμάζουν σήμερα.

Εγώ μιλώ καθημερινά με πολύ κόσμο και σας ομολογώ ότι με εξαίρεση τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους, δεν γνωρίζω ούτε έναν που να μην έχει πληγεί από το lock dawn και την οικονομική κρίση που δημιούργησε. Είτε επιχειρηματίας, είτε έμπορος, είτε επιστήμονας, είτε απλός εργαζόμενος, άπαντες έχουν χάσει. Άλλοι πάρα πολλά κι άλλοι κάπως λιγότερα. Αλλά κι εκείνοι που μοιάζουν να γλύτωσαν ως τώρα, βλέπουν τους δικούς τους ανθρώπους να πλήττονται.

Δεν ξέρω επίσης ούτε έναν απ’ αυτούς, που να μην απαιτεί από το κράτος να τον διασώσει. Αυτό που στην αρχή της πανδημίας ξεκίνησε διστακτικά, μέρα με τη μέρα καταλήγει σε γενικευμένη κοινωνική απαίτηση. Ξεκινήσαμε με τα «ας δώσει κάτι το κράτος να βοηθήσει» και σταδιακά καταλήγουμε στο «είναι υποχρεωμένο να μας αντικαταστήσει το χαμένο εισόδημα». Το χειρότερο όλων δε, είναι ότι όλοι πιστεύουν ότι έχουν δίκιο, διότι απλούστατα μισοκαταστρέφονται ή καταστρέφονται ολοκληρωτικά.

Μακάρι να μπορούσε να γίνει αυτό. Δεν είναι όμως οικονομικά εφικτό. Όπως ο μαγαζάτορας φωνάζει «δεν εισπράττω τίποτα», έτσι και το κράτος κατακλύζεται από απαιτήσεις ενώ αντιστοίχως δεν εισπράττει από πουθενά. Τα «μαξιλάρια» ή τα μελλοντικά ευρωπαϊκά λεφτά, είναι περισσότερο το άλλοθι των απαιτήσεων παρά αποτελούν χειροπιαστή πραγματικότητα. Κοντολογίς πατριώτες, ανακαλύψαμε πάλι την ύπαρξη λεφτόδεντρων.

Κι αφού τα επαναφέραμε από την πίσω πόρτα που άνοιξε ο κορονοϊός, θα αρχίσουμε σύντομα να χωρίζουμε τους πολιτικούς μας σε κείνους που αρνούνται να τα τρυγήσουν για να μας δώσουν τους καρπούς και σε κείνους που είναι πρόθυμοι να το κάνουν και το υπόσχονται ξεδιάντροπα. Μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά τρέχουμε ολοταχώς προς το 2012.