Η περιπέτεια της ντροπαλής Αφροδίτης

Η περιπέτεια της ντροπαλής Αφροδίτης

Της Αγγελικής Κώττη

Η Αφροδίτη που παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα ήθελε κατά βάθος να είναι η Κνιδία Αφροδίτη. Το αριστούργημα του Πραξιτέλη, στο οποίο πρώτη φορά παρουσιάστηκε η θεά γυμνή. Βρισκόταν στο λουτρό της, λέει ο μύθος, και ετοιμαζόταν για τον ιερό γάμο με τον Ηφαιστο. Ξαφνικά, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως κάποιο μάτι την κοιτά και κάνει προσπάθεια να κρύψει το φύλο της. Τι ακριβώς πρόλαβε να δει ο Αρης, ο «εισβολέας», δεν το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Πραξιτέλης είχε μεγάλους μπελάδες μ'' αυτό το έργο του, μέχρι και στο δικαστήριο έφτασε, αλλά τον αθώωσε -ποιος άλλος;- η Φρύνη με την ομορφιά της. Η ερωμένη του δηλαδή, και διάσημη εταίρα, την οποία είχε απεικονίσει ως Αφροδίτη. Ο Υπερείδης, που τον υπερασπιζόταν, τράβηξε τον χιτώνα της και μ'' αυτό τον τρόπο φανερώθηκαν τα κάλλη της. Μπροστά σε τέτοια καλλονή, οι δικαστές ψήφισαν αθωωτικά.

Ήθελε λοιπόν κατά βάθος θα είναι ένα ρωμαϊκό αντίγραφο του πιο γνωστού αγάλματος της αρχαιότητας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πιο κοντά στον αγαλματικό τύπο μιας άλλης Αφροδίτης, της Αφροδίτης Καπιτολίνι (Καπιτωλίου), η οποία εκτός από την «αιδώ» της προσπαθεί να καλύψει και το στήθος. Ως προς τον κορμό της μονάχα, όμως. Το κεφάλι της είναι από άλλο ρωμαϊκό άγαλμα. Και σε αυτό το σημείο αρχίζει η γοητευτική όσο και περιπετειώδης ιστορία της Αφροδίτης που αναδύθηκε στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, για να παρουσιαστεί στην έκθεση «Αμέτρητες Οψεις του Ωραίου στην Τέχνη». Την ιστορία της αφηγήθηκε η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, ενώ για διάφορες πτυχές της συντήρησης κ.λπ. του αγάλματος μίλησαν οι: Καλλιόπη Τσακρή, Ευρυδίκη Λέκα, Κατερίνα Βουτσά.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οι διάφοροι πλούσιοι ήθελαν να έχουν στην κατοχή τους ελληνικά αγάλματα από την κλασική ή ελληνιστική εποχή. Εξαιρετικοί γλύπτες δημιουργούσαν αντίγραφα διάσημων πρωτοτύπων. Ετσι πρέπει να ξεκίνησε και το παρόν άγαλμα. Ο κορμός του φαίνεται να αποτελεί αντίγραφο της ρωμαϊκής περιόδου. Περίπου την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε και η κεφαλή, η οποία φαίνεται να μη συνανήκει με τον κορμό.

Περνάμε τώρα στην Αναγέννηση, οπότε και η αρχαία ελληνική τέχνη έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Τότε, κάποιοι μαικήνες ζητούν συμπλήρωση των αγαλμάτων που έχουν βρεθεί σπασμένα. Η αισθητική των σπαραγμάτων θα κάνει πολλούς αιώνες ακόμη ώσπου να καθιερωθεί. «Τότε», λέει η κυρία Λαγογιάννη, «κανείς δεν θαύμαζε ένα ακέφαλο άγαλμα». Επομένως, από κάποια στιγμή και μετά, ξεκίνησαν οι συγκολλήσεις. Το άνω τμήμα του κορμού, που είχε διασωθεί, ενώθηκε με άλλο κάτω τμήμα, το οποίο πιθανόν και να κατασκευάστηκε κατά τον 18ο, τον 19ο ή ακόμα και τον 20ό αιώνα. Το κεφάλι είναι επίσης αυθεντικό, αλλά από άλλο άγαλμα Αφροδίτης. Συγκολλήθηκε και αυτό και τα άκρα (πόδια, χέρια), τα οποία όμως μάλλον είναι από άλλο μάρμαρο. Μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών προστέθηκαν κατά τους πολύ πρόσφατους αιώνες. Για λόγους που δεν μπορούμε να εικάσουμε, ενώ ο κορμός παραπέμπει σε Κνιδία Αφροδίτη, το αποτέλεσμα παραπέμπει σε Αφροδίτη του Καπιτωλίου (ας ξαναπούμε τη διαφορά: η μία κρύβει μονάχα τα φύλο της, η άλλη προσπαθεί να κρύψει και το στήθος)».

Πάντως, λέει η κα Λαγογιάννη, η Αφροδίτη του Καπιτωλίου είχε συναρμοστεί από έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, τον γλύπτη Κανόβα. Κάτι που μας ωθεί να φανταστούμε και πως το νέο άγαλμα είχε ίσως διαμορφωθεί από σπουδαίο καλλιτέχνη, η ταυτότητα του οποίου, όμως, θα παραμείνει για πάντα μυστήριο.

Το άγαλμα περιήλθε στην κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου όταν αυτό απέκτησε ολόκληρη τη συλλογή Ιόλα. Ηταν ένα από τα αγαπημένα του συλλέκτη και το είχε σε κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού του. Υπάρχουν μάλιστα φωτογραφίες του με αυτό. Το άλλο άγαλμα Αφροδίτης, σε ρωμαϊκό αντίγραφο, που έχει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και παρουσιάζεται εξαρχής στην έκθεση για το Ωραίο, είχε αγοραστεί στο εξωτερικό από τον Μ. Εμπειρίκο και είχε προσφερθεί στο ΕΑΜ. Και τα δύο έχουν δεχθεί παρεμβάσεις, αλλά ως προς το «νέο» άγαλμα είναι περισσότερες και τραγικές.

* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Παρασκευής 5 Απριλίου