Η ώρα της αλήθειας

Η ώρα της αλήθειας

Του Χάρη Θεοχάρη

Με έκπληξη οι πολίτες είδαν στο τρίτο μέρος του ντοκιμαντέρ του Channel 4 #ThisIsACoup τον κ. Βαρουφάκη μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου να μιλάει στον δημοσιογράφο και να δηλώνει πως φοβάται πολύ ότι το Eurogroup είναι αποφασισμένο να δώσει μια προσφορά που δε θα δεχτούν και πως σε μία εβδομάδα- την επόμενη Τρίτη συγκεκριμένα- θα έκλειναν οι Τράπεζες.

Η ιστορία δε συνάδει με την συνήθη περιγραφή των γεγονότων από το κυβερνών κόμμα.

«Εμείς εξαντλήσαμε κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης αλλά μας αιφνιδίασαν και θέλησαν να μας στραγγαλίσουν κλείνοντας τις τράπεζές μας» ακούγαμε ως σήμερα.

Είναι φανερό πως η επίσημη γραμμή πάσχει.

Ας ανασυνθέσουμε τι ακριβώς συνέβη και φτάσαμε στο σημείο να λέει ο Πρωθυπουργός πως έκανε λάθος και έπρεπε να ήταν πιο τολμηρός στην αρχή.

Ας ξαναδούμε τα γεγονότα με πιο καθαρή ματιά.

Ο κ. Βαρουφάκης πίστεψε πως θα είχαμε γρήγορη συμφωνία μετά τη σκλήρυνση της στάσης της νέας κυβέρνησης. Όταν αυτό όμως δε συνέβη, δεν κατάλαβε το πρόβλημα  αλλά θεώρησε πως χρειάζεται περαιτέρω σκλήρυνση. Αποφάσισε δηλαδή όταν είδε ότι  χάνει,  να ποντάρει τα διπλά.

Αυτό τον ανάγκασε να γίνει επιθετικός με τους ομολόγους του και τελικά να θεωρηθεί persona non grata στο Eurogroup, άρα βαρίδι για την  ίδια την κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας τον αντικατέστησε και ανέλαβε και ο ίδιος πια μεγάλο μέρος του βάρους της διαπραγμάτευσης.

Από την άλλη, ο κ. Βαρουφάκης με μια σειρά δηλώσεων δημιούργησε προβλήματα στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις τράπεζες σε τέτοιο βαθμό  ώστε να αναγκαστεί ο κ. Ντράγκι να του κάνει  δημόσια συστάσεις  να σταματήσει να υπονομεύει την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος. Υπήρχε πια ανοιχτή διάσταση απόψεων μέσα στην κυβέρνηση. Διάσταση που έφτανε στα όρια της υπονόμευσης της κυβερνητικής προσπάθειας από τον κ. Βαρουφάκη.

Το αποτέλεσμα ήταν μια ηθελημένη ολίσθηση προς επικίνδυνο σημείο αστάθειας, ολίσθηση που ήλπιζε η κυβέρνηση πως θα ανάγκαζε τους Ευρωπαίους να υποκύψουν.

Στο σημείο αυτό μας φέρνει το ντοκιμαντέρ. Η κυβέρνηση να μην ξέρει τι θέλουν οι Ευρωπαίοι – χαρακτηριστικό και αποκαρδιωτικό το απόσπασμα του κ. Τσακαλώτου (τότε κύριου διαπραγματευτή) – και ο κ. Βαρουφάκης να λέει πως πιστεύει πως δε θα κάνουν πίσω οι εταίροι και συνεπώς το κλείσιμο των τραπεζών είναι αναπόφευκτο.

Βλέπουμε καθαρά πως η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους πολίτες, τις καταθέσεις τους, τα εισοδήματά τους ως μια ανθρώπινη ασπίδα για να διάγει νίκη εναντίον φανταστικών εχθρών.

Βλέπουμε πως γνώριζε εκ των προτέρων τα αποτελέσματα των πράξεών της. Γνώριζε και δεν ακολούθησε άλλη πολιτική. Γνώριζε και δεν έκανε πίσω. Γνώριζε και δεν αντιμετώπισε  τα προβλήματα.

Το λάθος που συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ο Πρωθυπουργός έγινε επικοινωνιακό εργαλείο. Μετατράπηκε σε «αγωνιστικό πνεύμα», σε «προσπάθεια να νικήσει το δίκαιο ενάντια στην ισχύ» ή σε «ρωγμές στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα».

Αυτό που τώρα φαίνεται ξεκάθαρα είναι πως υπήρχε καλύτερος δρόμος. Μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη αλλά μπορεί να έρθει μόνο από πνεύμα συνεργασίας, πως μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερα προσπαθώντας να χτυπήσουμε τις εσωτερικές παθογένειες δυναμικά αλλά και διαλύοντας τις παρανοήσεις και κακεντρέχειες των έξω με ορμή.

Δυστυχώς, κάθε αποτυχία έχει κόστος. Κόστος που μοιράζεται δυσανάλογα στους πιο αδύναμους καθώς αυτοί βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και δεν έχουν εναλλακτικές και επιλογές.

Το χρέος του πολιτικού συστήματος γενικότερα αλλά και της κυβέρνησης ιδιαίτερα ήταν να σκεφτούν αυτούς πριν κλείσουν τις τράπεζες, πριν επιλέξουν μια άφρονα πολιτική σύγκρουσης  χωρίς να έχουν γίνει οχυρωματικές εργασίες ή να έχουν προετοιμαστεί σωστά οι εναλλακτικές.

Αυτό το κόστος οι κ.κ. Τσίπρας και Βαρουφάκης το φόρτωσαν στον Ελληνικό λαό και μετά με κυνισμό ισχυρίζονται πως οι εκλογές έχουν ξεπλύνει κάθε κρίμα.

Αυτό δεν είναι σωστό. Πρέπει να λογοδοτήσουν. Πρέπει να πουν την αλήθεια.