Η μεγάλη έξοδος ή το ατμόπλοιο των φιλόσοφων

Η μεγάλη έξοδος ή το ατμόπλοιο των φιλόσοφων

Το πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου 1922  από την αποβάθρα «Πλατών» του λιμένα της Οδησσού απέπλευσε ένα ατμόπλοιο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στους πολυάριθμους επιβάτες του υπήρχαν και δύο, οι οποίοι έφευγαν παρά τη θέλησή τους. Επρόκειτο για τον ιστορικό Αντόν Βασίλιεβιτς Φλορόφσκι και τον φυσιολόγο Μπορίς Πετρόβιτς Μπαμπκίν. Είναι τα δύο πρώτα πρόσωπα με τα οποία ξεκίνησε η εκστρατεία της σοβιετικής κυβέρνησης για την απέλαση των μην αρεστών στην εξουσία Ρώσων διανοουμένων. 

Η εκστρατεία αυτή, πολύ αργότερα, στην επιφυλλιδογραφία της ρωσικής διασποράς  μέχρι τη δεκαετία του 1980 αλλά και μετά το 1991 έλαβε την ονομασία «Το ατμόπλοιο των φιλόσοφων». Πρόκειται για μια ελάχιστη γνωστή και  μελετημένη σελίδα της ρωσικής πολιτικής και πνευματικής ζωής, για μια σελίδα που πολλοί θέλουν να ξεχαστεί. 

Έξι ημέρες αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου, με την αμαξοστοιχία που εκτελούσε το δρομολόγιο Μόσχα - Ρίγα, απελάθηκε μια ακόμη ομάδα αντιφρονούντων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πιτιρίμ Α. Σορόκιν, ο Α. Β. Πεσεχόνοφ, ο Ι. Π. Ματβέγιεφ και άλλοι. Λίγες ώρες αργότερα, με την αμαξοστοιχία που εκτελούσε το δρομολόγιο Μόσχα - Βερολίνο, ακολούθησε μια ακόμη ομάδα ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Φ. Α. Στεπούν και ο Ν. Ι. Λιουμπίμοφ. 

Την 29η Σεπτεμβρίου 1922 από το Πέτρογκραντ (όπως είχε μετονομαστεί η Αγία Πετρούπολη, πριν μετονομαστεί ξανά σε λίγους μήνες ως Λένινγκραντ) απέπλευσε για το Στετίν το γερμανικό επιβατικό ατμόπλοιο «Ομπερμπουργκομίστρ Χάκεν». Ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν ο Ν. Α. Μπερντιάγιεφ, ο Ι. Α. Ιλίν, ο Σ. Ε. Τρουμπετσκόι, ο Α. Α. Κιζεβέττερ, ο Μ. Ν. Νόβικοφ, ο Ν. Α. Τσβετκόφ, ο Μπ. Π. Βιτσεσλάβτσεφ, ο Β. Β. Ζβορίκιν, ο Β .Ι. Γιασίνσκι και πολλοί άλλοι. Στο ατμόπλοιο επέβαιναν περισσότεροι από 30 επιστήμονες με τις οικογένειές τους, συνολικά 70 άτομα. 

Την 16η Νοεμβρίου 1922 από το Πέτρογκραντ και πάλι για το Στετίν, απέπλευσε το ατμόπλοιο «Πρωσία» στο οποίο επέβαιναν ο Ν. Λόσκι, ο Λ. Π. Καρσάβιν, ο Ι. Ι. Λαπσίν και άλλοι, συνολικά 44 άτομα, δηλαδή δεκαεπτά επιφανείς Ρώσοι διανοούμενοι μαζί με τις οικογένειές τους. Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1922 - 1923 μεμονωμένοι Ρώσοι διανοούμενοι απελαύνονταν καθημερινά από τη σοβιετική εξουσία. 

Το χρονικό

Το 1922 η σοβιετική Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοζε. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφασίζει ότι θα πρέπει να προχωρήσει σε ρωσικής κοπής φιλελευθεροποίηση της οικονομίας με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: η σχετική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας θα συνοδευόταν από μια αντίστοιχη ελευθερία στο χώρο της πολιτικής ή θα έπρεπε να συνεχιστούν οι διώξεις των αντιφρονούντων και των οιωνεί πολιτικών αντιπάλων;

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η διετία 1921 - 1922 ήταν μια περίοδος, κατά την οποία οι συλλήψεις με χαλκευμένες κατηγορίες, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις με μια σφαίρα στο σβέρκο των πολιτικών αντιπάλων του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) ήταν καθημερινές, η δε λειτουργία των Επαναστατικών Δικαστηρίων ήταν συνεχής, με την έκδοση μονότονων και τυποποιημένων αποφάσεων: «επιβάλλεται η εσχάτη των ποινών». 

Η επιχείρηση για την απόλυση από την εργασία και την απέλαση στο εξωτερικό ή την εκτόπιση σε απομακρυσμένες περιοχές της Ρωσίας των αντιφρονούντων από το χώρο των επιστημών και του πολιτισμού, έλαβε χώρα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1922, η δε πρωτοβουλία ανήκει στον Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν. 

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής εξόντωσης των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) το καλοκαίρι του 1922 αποφάσισε να οργανώσει την απέλαση μιας μεγάλης ομάδας εκπροσώπων της «αντισοβιετικής διανόησης», όλους δηλαδή που αντιμετώπιζαν σκεπτικά το σοβιετικό πείραμα, αρθρογραφούσαν στον Τύπο εναντίον του. Κοντολογίς, η απόφαση αυτή αφορούσε όλους εκείνους που πριν τα τραγικά γεγονότα του Οκτωβρίου του 1917 ήταν οπαδοί των δημοκρατικών ιδεών και δεν έδειχναν την παραμικρή διάθεση να τις αποκηρύξουν. Καθηγητές πανεπιστημίου, εκδότες, δημοσιογράφοι εφημερίδων και περιοδικών, στελέχη κρατικών υπηρεσιών, δημοσίων οργανισμών, όλοι εκείνοι που αποτελούσαν τον ανθό της ρωσικής διανόησης και επηρέαζαν σημαντικά την πνευματική της ζωή. Με άλλα λόγια όλοι εκείνοι που αποτελούσαν εμπόδιο για την εφαρμογή της μπολσεβίκικης προσέγγισης του Μαρξισμού στην πολύπαθη Ρωσία. 

Η πρώτη, τροχιοδρομική βολή, εκτοξεύθηκε στις 31 Αυγούστου του 1922 με ένα άρθρο στην κομματική εφημερίδα «Πράβντα», στο οποίο διατυπωνόταν με ευκρίνεια η άποψη των Ρώσων κομμουνιστών για τη διανόηση. Στο άρθρο αυτό, τα πανεπιστήμια αποκαλούνταν «σημείο στήριξης» της αντισοβιετικής πολιτικής ζωής, ενώ διατυπώνονταν ευθέως απειλές κατά των «πολιτικολογούντων καθηγητών», οι οποίοι αντιστεκόταν στην πολιτική των Μπολσεβίκων για επιβολή «μονολιθικής ιδεολογίας» στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Από τα πυρά της κομμουνιστικής ορθοδοξίας δεν γλίτωσαν ούτε οι γιατροί, ούτε οι αγρονόμοι, τους οποίους θεωρούσαν βασικούς εχθρούς, λόγω της επαφής που είχαν με μεγάλη τμήματα του πληθυσμού. Φυσικά, από το παζλ των εχθρών της «επανάστασης» δεν μπορούσε να λείπει ο κλήρος, ο οποίος αντιστεκόταν όχι μόνο στο ζήτημα της κατάσχεσης των λειτουργικών και άλλων αντικειμένων αξίας από τους μπολσεβίκους, αλλά ήταν επίμονα εχθρικός και στην ίδια την ιδεολογία τους. 

Αντιμέτωποι όμως με τα αδιέξοδα της ίδιας τους της πολιτικής οι Μπολσεβίκοι κατανοούσαν πως η Νέα Οικονομική Πολιτική που ήθελαν να εφαρμόσουν δεν θα είχε επιτυχία, αν συνέχιζαν τις εκτελέσεις, τις φυλακίσεις και τις εκτοπίσεις. Έτσι, στις 19 Μαΐου 1922 ο Λένιν στέλνει μια επιστολή στον πανίσχυρο αρχηγό της μυστικής αστυνομίας, της διαβόητης ΤΣΕ.ΚΑ. Φέλιξ Εντμουόντοβιτς Τζερζίνσκι, στην οποία του έδινε την εντολή να προετοιμάσει «με κάθε λεπτομέρεια» και μετά να συζητήσουν τα αναγκαία μέτρα. Λίγες εβδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα στις 16 Ιουνίου 1922 ο Λένιν με νέα του επιστολή προς τον Στάλιν αυτή τη φορά, αναπτύσσει ακόμη περισσότερο την ιδέα του και παραθέτει κατάλογο με τους συνεργάτες του περιοδικού «Οικονομολόγος», δίπλα στο όνομα του οποίου έχει γράψει διάφορους επιθετικούς χαρακτηρισμούς όπως «πονηρός εχθρός» «ορκισμένος εχθρός του μπολσεβικισμού» κλπ. Ο Λένιν παρακολουθούσε στενά την επιμελή υλοποίηση της πολιτικής απέλασες σημειώνοντας «θα πρέπει να καθαρίσουμε γρήγορα, μέχρι να λήξει η δίκη κατά των Εσσέρων». 

Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να γίνει, ήταν να καταρτιστούν οι καταστάσεις με τα ονόματα των προ απέλαση διανοουμένων. Το έργο αυτό ανατέθηκε στην ΤΣΕ.ΚΑ. Η μυστική αστυνομία του κομμουνιστικού καθεστώτος από το 1917 και μετά παρακολουθούσε στενά τους αντιφρονούντες ρώσους διανοούμενους και γνώριζαν κάθε τους βήμα, κάθε τους συγκέντρωση, υπήρχαν φάκελοι με τα δημοσιεύματα, τις αναφορές των πληροφοριοδοτών, τα πρακτικά των ανακρίσεων. Το Πολιτικό Γραφείο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε τη σύσταση ειδική επιτροπής στην οποία συμμετείχαν ο αναπληρωτής πρόεδρος της ΤΣΕ.ΚΑ. Ι. Σ. Ουνσλίχτ, ως πρόεδρος, ενώ μέλη της ήταν το μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του ΡΚΚ (Μπ) Λ. Μπ. Κάμενεφ, ο λαϊκός κομισάριος Δικαιοσύνης Ντ. Ι. Κούρσκι, ο πρόεδρος της ΤΣΕ.ΚΑ στην Ουκρανία Β. Ν. Μάντσεφ και ο διευθυντής της Μυστικής Διεύθυνσης της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ Ι. Ρεσέτοφ ως γραμματέας της επιτροπής. 

Στις 9 Αυγούστου 1922 η επιτροπή ενέκρινε την κατάσταση που υπέβαλε η ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ της Ουκρανίας, σύμφωνα με το απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Ρ.Κ.Κ. (Μπ). Στην κατάσταση αυτή υπάρχουν τα ονόματα 70 προσώπων, διανοουμένων της Ουκρανίας, υποψήφιων προς απέλαση. Την επόμενη ημέρα, την 10η Αυγούστου, στην απογευματινή συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου εγκρίθηκε τόσο αυτή η κατάσταση όσο και άλλες με την παρακάτω διατύπωση: 

«α) να επικυρωθεί, β) να προταθεί στην ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ να πραγματοποιήσει έρευνες, να συλλάβει δε μόνο εκείνους, για τους οποίους υπάρχει κίνδυνος να κρυφτούν, οι υπόλοιποι να μείνουν σε κατ’ οίκον περιορισμό». 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια του ηγέτη της της σοβιετικής εξουσίας Β. Ι. Λένιν, ο οποίος αποτιμώντας το έργο της επιτροπής της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ αναφορικά με την επαλήθευση των καταστάσεων και την σύλληψη των δραστήριων Μενσεβίκων σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, σημείωνε «πρέπει να καταρτίσουμε καταστάσεις και να απελάσουμε μερικές εκατοντάδες τέτοιων κυριών στο εξωτερικό, ανελέητα. Πρέπει να καθαρίσουμε τη Ρωσία για πολλά χρόνια».

Χωρίς καθυστέρηση, η μυστική αστυνομία και ένοπλος βραχίονας του κατασταλτικού μηχανισμού των Μπολσεβίκων κατήρτισε καταλόγους με ονόματα των προς απέλαση στις πόλεις της Μόσχας και του Πετρογκράντ, της Βολογκντά και του Νόβγκοροντ, του Καζάν και της Τβερ, της Καλουγκά και του Οριόλ. Ιδιαίτερη επιμέλεια επέδειξαν στην κατάρτιση των καταστάσεων που αφορούσε διανοούμενους από τις πόλεις της Ουκρανίας. 

Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν πολύ απλή. Συγκέντρωσαν τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωνε ο καθένας, κατά την πρόσληψή του. Στη συνέχεια, έλεγξαν όλες τις εκθέσεις που κατέθεταν στην υπηρεσία τους οι πληροφοριοδότες του μυστικού δικτύου της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Τέλος, εξέταζαν όλα τα «ρουσφέτια», δηλαδή τις παρεμβάσεις που γινόταν από στελέχη του κρατικού και κομματικού μηχανισμού υπέρ του ενός ή του άλλου, «υπόπτου». 

Την 18η Αυγούστου 1922 στη Γραμματεία του προέδρου του Σοβιέτ Λαϊκών Κομισαρίων Β. Ι. Λένιν κατατέθηκαν οι καταστάσεις, τις οποίες είχε προηγουμένως εγκρίνει το Πολιτμπιτό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στο υπηρεσιακό διαβιβαστικό σημείωμα ο Ούνσλιχτ επισείει την προσοχή του Λένιν «Σύμφωνα με την εντολή σας, αποστέλλω τις καταστάσεις των διανοουμένων στη Μόσχα, το Πίτερ (Πέτρογκραντ σ.σ.) και την Ουκρανία, εγκεκριμένες από το Πολιτιμπιρό. 

Η επιχείρηση σύλληψης πραγματοποιήθηκε στην Μόσχα και το Πέτρογκραντ τη νύχτα της 16ης προς 17η και στην Ουκρανία τη νύχτα της 17ης προς την 18η του μηνός. 

Η κοινή γνώμη της Μόσχας σήμερα ενημερώθηκε για την απόφαση απέλασης και προειδοποιήθηκαν πως οποιοσδήποτε αποπειραθεί αυθαιρέτως να εγκαταλείψει τη ΡΣΟΣΔ θα τιμωρηθεί με τη θανατική ποινή. Αύριο θα διευκρινιστεί το ζήτημα με τις βίζες. Καθημερινά θα σας αποστέλλω ενημερωτικό σημείωμα για τη διαδικασία της απέλασης». 

Στις 23 και 31 Αυγούστου εστάλησαν στη γραμματεία του Β. Ι. Λένιν δύο εκθέσεις μαζί με τα υπηρεσιακά, διαβιβαστικά σημειώματα. Τα έγγραφα αυτά φυλάσσονται σήμερα στα Κρατικά Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσίας, έχοντας αποχαρακτηριστεί. Μέσα από την ανάγνωση αυτών των εγγράφων πληροφορούμαστε για την εξέλιξη της επιχείρησης, τις διπλωματικές ενέργειες που έγιναν αλλά και διάφορα άλλα «πρακτικά ζητήματα». Σύμφωνα με τα έγγραφά αυτά βλέπουμε το εύρος των πολιτικών πεποιθήσεων των συλληφθέντων προσώπων, πόσοι από αυτούς τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, πόσοι κρατήθηκαν σε κέντρα μεταγωγών, πόσοι παρέμειναν ελεύθεροι μέχρι τη στιγμή της απέλασης, αναλαμβάνοντας το κόστος του ταξιδιού. 

Η επιτροπή, υπό την προεδρεία του Φ. Ε. Τζερζίνσκι συνεδρίασε ειδικά για να εξετάσει τις περιπτώσεις «αναντικατάστατων στον τομέα τους ειδικών», καθώς επίσης και τα «ρουσφέτια». 

Την 31η Αυγούστου, η επίσημη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος «Πράβντα» σε δημοσίευμα της επεσήμανε πως «ανάμεσα στους υπό απέλαση δεν υπάρχουν μεγάλα ονόματα της επιστήμης». Είχαν όμως έτσι τα πράγματα; Κάθε άλλο. Μια απλή αναφορά ονομάτων μας πείθει ακριβώς για το αντίθετο. 

Φιλόσοφοι:

Ν.Α. Μπερντιάγιεφ, Σ.Ν. Μπουλγκάκοφ, Ι.Α. Ιλίν, Λ.Π. Καρσάβιν, Ν.Ο. Λόσκι, Σ.Λ. Φρανκ, Φ.Α. Στεπούν

Ιστορικοί- Λογοτέχνες - Δημοσιογράφοι: 

Μ.Α. Οσόργκιν, Ν.Α. Ροζκόφ, Α.Φ. Ιζιούμοφ, Π.Α. Σορόκοφ, Ν.Μ. Κορομπκόφ, Α.Σ. Ιζγκόεγιεφ- Λαντέ, Α.Β. Πεσεχόνοφ, Β.Α. Μιατκότιν αλλά και το αντεπιστέλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Α. Α. Κιζεβέτερ. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μελέτη της «σελίδας» με τα «ρουσφέτια». Πολλοί επιστήμονες γλίτωσαν την απέλαση και την προσφυγιά, επειδή χαρακτηρίστηκαν αναντικατάστατοι στον τομέα τους. Θα νόμιζε κανείς πως αυτοί, τουλάχιστον, γλίτωσαν την κοινή μαύρη μοίρα του ρωσικού λαού. Λάθος. Πολλοί από αυτούς συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις του μηχανισμού της κόκκινης τρομοκρατίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και συγκεκριμένα στο μεταίχμιο ανάμεσα στο 1929 - 1930 ενώ άλλοι, ακολούθησαν την μοίρα των εκατομμυρίων θυμάτων της κόκκινης τρομοκρατίας το 1936 - 1938. 

Οι επιπτώσεις

Η απέλαση του ανθού της ρωσικής διανόησης, φτώχυνε πνευματικά, επιστημονικά, πολιτισμικά τη Ρωσία. Νουνεχείς άνθρωποι και αγνοί πατριώτες προειδοποιούσαν τον Λένιν για τις δυσαναπλήρωτες απώλειες και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της πολιτικής διώξεων των αντιφρονούντων που υιοθέτησαν οι Μπολσεβίκοι, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας. Ένας από αυτούς, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών Αλεξάντρ Πετρόβιτς Καπρίνσκι από το 1921 προειδοποίησε τον Λένιν και προέβλεψε τις επιπτώσεις της κρατικής τρομοκρατίας και της ανομίας για το μέλλον της Ρωσίας. Η Σοβιετική Ρωσία χρειάστηκε πολλά χρόνια, τουλάχιστον δύο και πλέον δεκαετίες για να αναπληρώσει τα κενά που άφησε η άφρον πολιτική του Λένιν και των πρωτεργατών της σοβιετικής εξουσίας. Κινούμενοι στον φανατισμό και στοχεύοντας στην εδραίωση ενός μονολιθικού καθεστώτος, φρόντισαν να εξοντώνουν ή να εκδιώξουν κάθε ένα που με την παρουσία του απλά θα έθετε υπό αμφισβήτηση την κατοχή της «απόλυτης αλήθειας» από την αναδυόμενη θρησκεία του επί Γης κομμουνιστικού παραδείσου. Εξάλλου, όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες της πνευματικής ανάτασης, της ρωσικής φιλοσοφικής και θεολογικής αναγέννησης, αλλά και του Αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης, έπρεπε να εξαφανιστούν. Η ιστορία έπρεπε να ξαναγραφτεί ξανά από τους νέους δεσπότες της Ρωσίας. 

Από την άλλη πλευρά όμως, η απέλαση αυτή έσωσε τη ζωή εκατοντάδων, αν όχι χιλιάδων Ρώσων επιστημόνων, οι οποίοι αποτέλεσαν τμήμα του πρώτου κύματος της ρωσικής διασποράς. Ιδιαίτερα οι επιστήμονες από τους τομείς της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας, της τέχνης, συνέβαλαν τα μέγιστα στον γόνιμο και παραγωγικό διάλογο της Ρωσίας με τη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Οι πνευματικοί αυτοί γίγαντες της ρωσικής σκέψης, γραμμάτων και τεχνών, μετακομίζοντας στη Δύση, λειτούργησαν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτούργησαν οι λόγιοι του Βυζαντίου κατά την μετοίκησή τους στη Δύση μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Οι Ρώσοι διανοούμενοι μετάφεραν την πνευματική εκείνη σκευή, η οποία εμβολίασε τη δυτική σκέψη με τον πλούσιο προβληματισμό και συνέβαλε στη διαδικασία του διαλόγου μεταξύ των δύο όμορων πολιτισμών. Και αυτό ήταν το μεγάλο κέρδος από αυτή την ανθρώπινη τραγωδία.