Η ιστορία θα γραφτεί με συναίνεση

Στα Νέα Ελληνικά η λέξη «συναίνεση» έχει αρνητικό πρόσημο. Δηλώνει, στη χειρότερη περίπτωση, παραδοχή ήττας και στην καλύτερη, αδυναμία. Πάντως, σύμφωνα με την τρέχουσα χρήση, οι ισχυροί δεν συναινούν επ' ουδενί. Μένουν «καβάλα στο άλογο» και επιβάλλουν τη θέλησή τους και μιλάμε πάντα για δημοκρατικά περιβάλλοντα και όχι για αυταρχικά καθεστώτα. 

Το αρνητικό πρόσημο της λέξης συναίνεση, υποστηρίζεται σημειολογικά με τους χαρακτηρισμούς που αποδίδουμε σε ηγέτες: μπαλκονάτος, χαρισματικός, απόλυτος κυρίαρχος. Είναι ποτέ δυνατόν ένας ηγέτης που είναι απόλυτος κυρίαρχος να συναινεί;

Θα μας ενδιέφερε να μάθουμε σε ποια ιστορική συγκυρία η λέξη απέκτησε το αρνητικό της πρόσημο (αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει, ας μας στείλει ένα email) πάντως επί της ουσίας απηχεί μια αρχαϊκή αντίληψη για τις ιεραρχίες και την ισχύ μέσα σε μια κοινωνία. 

Η λέξη συναίνεση μαζί με την «ομοούσια», τη διαβούλευση θα βρεθούν, πάλι, σε ζήτηση στη συγκυρία του σχεδίου Πισσαρίδη και της διαχείρισης των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης. 

Θεωρητικώς, η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να διαβουλευτεί επί της ουσίας. Στηρίζεται σε μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχει κατισχύσει στο επίπεδο των εντυπώσεων και της κοινής γνώμης, η μείζων αντιπολίτευση είναι ανύπαρκτη και υπό διάλυση, ένα σεβαστό μέρος του μεταρρυθμιστικού σχεδίου είναι κομμάτι της πολιτική παράδοσης και κληρονομιάς του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ οπότε αυτό θα έχει δυσκολία να συγκρουστεί και οι κοινωνικοί εταίροι με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις στη συνείδηση της κοινής γνώμης είναι ανυπόληπτες.

Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση να συζητήσει με στόχο να αναζητήσει συναινέσεις;

Η απάντηση είναι απλή: γιατί θέλει να γράψει ιστορία. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει τις μεταρρυθμίσεις να τις υιοθετήσουν, να τις κάνουν κτήμα τους, όσο το δυνατόν πιο πολλοί.  Και για να γίνει κάτι «κτήμα των πολλών» πρέπει να το συζητήσουν εξαντλητικά, η κυβέρνηση να ακούσει προσεκτικά τους φόβους και τις ενστάσεις όσων δεν τις επιθυμούν και να προσπαθήσει να τις απαντήσει.

Πάνω απ’όλα όμως η κυβέρνηση πρέπει να συζητήσει στα σοβαρά για λόγους καθαρά ιδεολογικούς: γιατί έτσι κάνουν οι φιλελεύθεροι. Αναζητούν την αλήθεια μέσα από το διάλογο, χτίζουν γέφυρες, δεν διευρύνουν χάσματα, είναι συναινετικοί γιατί δεν έχουν ιδεολογικές ανασφάλειες, προκρίνουν το κοινό καλό μακροπρόθεσμα και δεν πλιατσικολογούν τη συγκυρία. Εξάλλου μιλάμε για το πως η πολιτεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα μείνει στην ιστορία. Και η ιστορία δεν γράφεται στο γόνατο αλλά στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων.

Μια μόνο κουβέντα για την αντιπολίτευση γιατί δεν καταδεχόμαστε να αντιπολιτευόμαστε τους ηττημένους: η απόφαση να βγει υστερικά απέναντι στο σχέδιο Πισσαρίδη πριν καν να το διαβάσει είναι προϊόν απίστευτης ηλιθιότητας. Λυπούμαστε αλλά αυτή είναι η μόνη κατάλληλη λέξη.  Με το να μην επιδιώκει να στριμώξει την κυβέρνηση στο τραπέζι του διαλόγου της δίνει λευκή επιταγή και αναδεικνύει και το ΚΙΝΑΛ ως ισχυρό παίκτη του προοδευτικού χώρου στο κέντρο. Ειλικρινά, αναρωτιόμαστε τι σκέφτονται. Στον ΣΥΡΙΖΑ δευτερευόντως είναι ανεύθυνοι. Πρωτίστως, είναι πολιτικά αναλφάβητοι.

Αλλά να επιστρέψουμε σε αυτούς που κρατάνε και το μαχαίρι και το καρπούζι.

Ο πρωθυπουργός μέχρι σήμερα και με πρόσφατο παράδειγμα τον ανασχηματισμό, έχει αποδείξει ότι έχει τρόπους να περνάει «το δικό του», χωρίς να ανοίγει μύτη και χωρίς να δείχνει ότι επιβάλλεται ενώ αυτό κάνει επί της ουσίας. Επίσης, δεν κρύβει ότι θέλει να μείνει στην ιστορία ως αυτός που θα έχει καταφέρει να αλλάξει την Ελλάδα. 

Μπορεί να το κάνει μέσα από το διάλογο και τη συναίνεση. Οι μεταρρυθμίσεις, τα προοδευτικά αιτήματα, έχουν το δικό τους κώδικα κι ως εκ τούτου τους δικούς τους κανόνες πολέμου. Η συναίνεση και ο διάλογος είναι τα αήττητα όπλα της δημοκρατίας, με αυτά αντιμετωπίζει τους εχθρούς της.

Η κυβέρνηση οφείλει να συζητήσει και να διαπραγματευθεί με τα κόμματα, τους κοινωνικούς εταίρους, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις το πόρισμα Πισσαρίδη και το σχέδιο για την αξιοποίηση των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης. Αναμένουμε τις σχετικές πρωτοβουλίες.