Έχει άλλη τετραετία ο Μητσοτάκης;

Έχει άλλη τετραετία ο Μητσοτάκης;

Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των αναίμακτων «βασιλοκτονιών» (όπου «βασιλείς» οι αιρετοί, ελέω δε λαϊκής βούλησης, πανίσχυροι εξουσιαστές). Είναι δηλαδή το πολίτευμα που δίνει, δια της ψήφου, διέξοδο στον κορεσμό, την κόπωση, την ανυπομονησία των λαών ή ακόμη και στην ηδονή που αυτοί προσπορίζονται από την αίσθηση της παντοδυναμίας, η οποία τους επιτρέπει να γκρεμίζουν εξουσιαστές από τα βάθρα τους.

Κατά τούτο, λοιπόν, η εμπειρία της Ελληνικής Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική: 

Ελάχιστοι Έλληνες πρωθυπουργοί της εν λόγω περιόδου έφτασαν στον έβδομο χρόνο συνεχούς πρωθυπουργικής θητείας. Στην πραγματικότητα δύο μόνο, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης. Ούτε ένας όμως δεν παρέμενε πολιτικά κυρίαρχος σε εκείνο το χρονικό σημείο της πρωθυπουργίας του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι εν προκειμένω ο πρώτος. 

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο σημερινός πρωθυπουργός - πέραν βέβαια του ότι ευνοείται από τη σύγκριση με τους ανταγωνιστές του, καθώς και από την ειδική πολιτική συγκυρία, δηλαδή την πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης - έχει ξεχωριστές ικανότητες πραγματοποιού, οι οποίες εκτιμώνται από την κοινωνία μας. (Τις ικανότητές και τις αρετές του προσπαθώ συστηματικά να αναδείξω, να αναλύσω και να ερμηνεύσω στο βιβλίο μου «Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης» το οποίο θα κυκλοφορήσει εντός της εβδομάδας).

Πρόκειται δε για τέτοιες ικανότητες που κάνουν μεγάλο τμήμα του λαού να υποβαθμίζει ή να παραμερίζει πρωθυπουργικές αδυναμίες, επίσης αναδεικνυόμενες στο συγκεκριμένο έργο μου: από - «ευανάγνωστες» σε κάποια νομοθετήματα - σχέσεις διαπλοκής με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες ή την αδυναμία του να αποτρέψει οικονομικά και θεσμικά σκάνδαλα, όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ ή οι παρακολουθήσεις, μέχρι εμφανή έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης ή ενσυναίσθησης… (Θυμίζω την απίστευτη δήλωσή του, την απευθυνόμενη σε νέους δυτικού προαστίου, πως είναι κατάλληλοι κυρίως για ψυκτικοί…) 

Αν όμως οι δεδομένες και καθόλου ασήμαντες ικανότητες του σημερινού ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας εξηγούν, πάντα σε συνδυασμό με τα ελλείμματα της αντιπολίτευσης, τη μέχρι σήμερα κυριαρχία του, επιτρέπουν παράλληλα και την αισιοδοξία πώς θα μπορούσε να προσβλέπει σε τρίτη κυβερνητική 4ετία; 

Ας ξεκινήσουμε από την προφανή διαπίστωση πως κάτι τέτοιο ελάχιστοι - αναδεικνυόμενοι με πλήρως καθαρές εκλογές - ηγέτες το πετυχαίνουν. Ουσιαστικά η διεθνής εμπειρία δείχνει πως χρειάζεται να έχουν τη στερεότητα και τη στιβαρότητα της προσωπικότητας μιας Μέρκελ, τη σταθερότητα των πεποιθήσεων μιας Θάτσερ (σε συνδυασμό βέβαια με την προσωπική εντιμότητά της, ιδιότητα που χαρακτήριζε και τη Γερμανίδα καγκελάριο), τον εθνοποιητικό ρόλο ενός Χέλμουτ Κολ, την ταύτιση με το ιστορικό πεπρωμένο ή το συλλογικό ασυνείδητο του λαού, όπως αυτή που ενσάρκωνε ο στρατηγός Ντε Γκωλ, τη σπάνια προσωπική γοητεία και την επικοινωνιακή μαγεία - χωρίς την αυτοκαταστροφικότητα - ενός Τόνυ Μπλαίρ ή ακόμη και του καγκελάριου Μπρούνο Κράισκυ κοκ. (Ανάλογη επικοινωνιακή μαγεία και προσωπική γοητεία χαρακτήριζε βέβαια και τους Κλίντον και Ομπάμα, αλλά αυτοί είχαν ανυπέρβλητο θεσμικό εμπόδιο που καθιστούσε αδύνατη άλλη θητεία τους).

Έχει άραγε ο Έλληνας πρωθυπουργός, όσες και αν είναι οι ιδιαίτερες ικανότητές του, ανάλογα όλως εξαιρετικά προσόντα; Αν, δε, γίνει δεκτό πως καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσαν να δώσουν μόνοι οι πάσχοντες από βαριά εθελοτυφλία οπαδοί του, πού θα έπρεπε να αναζητηθεί η εθνικά απολύτως απαραίτητη μετεκλογική κυβερνησιμότητα της χώρας; (Δεδομένου πως η αναλογική αντιμετώπιση των σημερινών δημοσκοπικών ευρημάτων με εκείνα του 2022 μόνο θυμηδία προκαλεί…) 

Μήπως λοιπόν - ανεξαρτήτως μάλιστα του ότι πολλοί Έλληνες, ανάμεσά τους και ο γράφων, έχουν προτίμηση για μονοκομματικές κυβερνήσεις - για να διασφαλιστεί η εθνική κυβερνησιμότητα μετεκλογικά το μεν σήμερα κυβερνών κόμμα θα έπρεπε να αναζητήσει ηγετικές επιλογές πιο κατάλληλες για κυβερνητικές συμπράξεις (ή, έστω, πιο συμβατές με αυτές), τα δε κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης θα όφειλαν αναλόγως να ψάξουν στους κόλπους τους για επίσης ανοικτές σε κάτι τέτοιο ηγεσίες;

Προσωπικά δεν έχω αμφιβολίες πως οι πολυκομματικές κυβερνήσεις δεν είναι από κανένα εξαιρετικά επιθυμητές και, ίσως, δεν αποτελούν τις καλύτερες για τη συγκεκριμένη χώρα λύσεις. Υπάρχουν όμως περιστάσεις όπου ο πραγματισμός επιβάλλει να αντιμετωπίζονται ως οι εθνικά ολιγότερον επιβλαβείς. 

Αφού λοιπόν δεν υπάρχει πιο εφιαλτική προοπτική από την ακυβερνησία σε μια χώρα με υπουργοκίνητο κρατικό μηχανισμό, ακόμη και μια - πιθανότατα - εύτρωτη συγκυβέρνηση προτιμότερη θα ήταν ενός κυβερνητικού κενού και αλλεπάλληλων ατελέσφορων προσφυγών στην κάλπη…


*Το νέο βιβλίο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου «Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Μια περίοδος, 10 πρωθυπουργοί, 11 πρωθυπουργίες», των εκδόσεων Μεταίχμιο, θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από τις 13 Νοεμβρίου.