Η επόμενη μέρα για τις τράπεζες

Η επόμενη μέρα για τις τράπεζες

Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, μιλώντας μπροστά στην κοινοβουλευτική επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, δεν χρησιμοποίησε στρογγυλοποιημένες εκφράσεις. Απέφυγε να δει την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος και της επίλυσης των χρόνιων προβλημάτων του μέσα από ένα πολιτικό πρίσμα. Και χρησιμοποίησε τη γλώσσα των αριθμών και της απλής λογικής.

Ο Γιάννης Στουρνάρας αναρωτήθηκε, για ποιο λόγο θα πρέπει η κυβέρνηση να καταφύγει στις αγορές και να δανειστεί ακριβότερο χρήμα, τη στιγμή που το δάνειο από τον ESM φέρει επιτόκιο κοντά στο 0%; Αυτό είναι κάτι το οποίο ήδη το έχουμε αναλύσει διεξοδικά στην καθημερινή αρθρογραφία μας στο Liberal.gr. Η κυβέρνηση ανησυχεί ότι η προσφυγή στον ESM θα χαρακτηριστεί από την αντιπολίτευση ως ένταξη σε ένα νέο μνημόνιο. Από την ίδια αυτή αντιπολίτευση που έβαλε τη χώρα σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μέχρι το 2060. Κατά τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας, η εντύπωση ότι ο ESM ισούται με νέο μνημόνιο είναι απολύτως λανθασμένη, παρ’ όλο που πιθανότατα να ανταποκρίνεται στις εύπλαστες μυθοπλασίες που κυκλοφορούν με μεγάλη ευκολία σε ολόκληρο το εγχώριο πολιτικό φάσμα, που είναι γεμάτο μνημονιοφάγους.

Ο Γιάννης Στουρνάρας επανέλαβε την εκτίμησή του ότι έχει ωριμάσει πλέον η ανάγκη αλλά και οι συνθήκες για δημιουργία μιας εγχώριας Bad bank ή μιας Asset Management Company, που θα αναλάβει όλα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, απελευθερώνοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η ωρίμανση στην οποία αναφέρθηκε αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς και φυσικά την ελληνική κυβέρνηση. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η Τράπεζα της Ελλάδος είναι σε διάλογο με τον SSM και την κυβέρνηση, για να δει αν και πότε θα χρειαστεί να εφαρμοστεί αυτό το σχέδιο».

Οι τράπεζες στην εποχή του Covid-19

Και όλα αυτά, τη στιγμή που οι τράπεζες λόγω των έκτακτων συνθηκών έρχονται αντιμέτωπες με ένα πολύπλοκο περιβάλλον. Δηλαδή πέρα από τα κλασικά, χρόνια και δυσεπίλυτα προβλήματα που προσπαθούν να διαχειριστούν, οι τράπεζες πρέπει επίσης να λειτουργήσουν ως διαχειριστές των κυβερνητικών δράσεων στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων.

Ηδη οι τράπεζες είναι φανερό ότι σε μερικούς μήνες από σήμερα θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την αθέτηση συμφωνιών ρυθμίσεων των παλαιών δανείων και με την απροθυμία των funds να αποκτήσουν νέες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων. Παρ’ όλα αυτά, οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να παρέχουν περιόδους χάριτος στις καταβολές των τοκοχρεολυσίων στους δανειολήπτες που προστατεύονται από τις κυβερνητικές αποφάσεις.

Εκτός από την αναμενόμενη λοιπόν υστέρηση στα έσοδα από διάφορες πηγές, τη μείωση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου, οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν με νέα κεφάλαια την οικονομία σε συνεργασία με το κράτος. Η επιθυμία της κυβέρνησης να βοηθήσει ακόμα και όσους δεν πληρούν τα αυστηρά χρηματοοικονομικά και τραπεζικά κριτήρια, μπορεί πρόσκαιρα να τονώσει την οικονομία αλλά σε βάθος χρόνου θα πλήξει τους τραπεζικούς ισολογισμούς.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε να επιστρέψει σύντομα η οικονομία και πάλι στον δρόμο της ανάπτυξης; Ειδικά σήμερα που οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι είδος εν ανεπαρκεία, που οι ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται σε ύπνωση και οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό είναι άφαντες. Ειδικά το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται εκεί που βρισκόταν και το 2012. Οι τράπεζες στερούνται κεφαλαίων προς δανεισμό και δεν έχουν επαρκή ίδια κεφάλαια, στον βαθμό τουλάχιστον που παρουσιάζεται στις λογιστικές τους καταστάσεις.

Αγοραστικό ενδιαφέρον

Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των δύο τελευταίων εβδομάδων, διαπιστώθηκαν τοποθετήσεις σε τραπεζικές μετοχές από ισχυρά εγχώρια ιδιωτικά χαρτοφυλάκια, μετά τις εκ νέου πρωτοφανείς υποχωρήσεις των τραπεζικών μετοχών σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Οι αποτιμήσεις ανέκαμψαν σε ποσοστό 20%-30% και η συνολική κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προσέγγισε τα 3,7 δισ. ευρώ.

Ανέμεναν όλοι μια τεχνική αντίδραση; Περίμεναν μια θετική ανταπόκριση στην ομιλία του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, περί Bad bank; Περίμεναν θετικές εξελίξεις με το σχέδιο «Ηρακλής»; Ανέμεναν απλά την εκτίναξη του σπιράλ; Εκαναν τοποθετήσεις αναμένοντας την ολοκλήρωση των εκροών από τον δείκτη MSCI;

Η αλήθεια είναι ότι οι τραπεζικές μετοχές έχουν υποστεί και φέτος μια θεαματική βουτιά. Την υστέρηση του τραπεζικού δείκτη σε σχέση με τη γενικότερη πορεία του Χρηματιστηρίου διαδέχτηκε η πτώση από τον φόβο λόγω του Covid-19, οι πωλήσεις λόγω της αναδιάρθρωσης των δεικτών της MSCI και η ανησυχία για το μέλλον των τραπεζών.

Οπότε, με βάση τα νέα τραπεζικά δεδομένα που αναλύουμε κατωτέρω και τις νέες τιμές στόχους που θέτουν 4 μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι, πιθανόν να δούμε μια συνέχεια στην εκδήλωση του πρόσφατου αγοραστικού ενδιαφέροντος μεσοπρόθεσμα.

Νέα τραπεζικά δεδομένα

Τα νέα από την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των λοιπών εποπτικών αρχών επιτρέπουν στις συστημικές τράπεζες να αποκτήσουν μια καλύτερη λογιστική εικόνα και να δώσουν κάποιες πρόσκαιρες ελπίδες στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Σε αυτήν την εικόνα φαίνεται να συνεπικουρεί και η κρατική παρέμβαση για τη στήριξη της οικονομίας μετά το lockdown.

Ετσι, κατά πρώτον, καταργήθηκε το όριο στο ύψος των κρατικών ομολόγων που μπορούν να κατέχουν οι τράπεζες, που με τη σειρά τους τα «περνάνε» στην ΕΚΤ.

Κατά δεύτερον, ανακοινώθηκε από τον Μάρτιο ότι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) αποφάσισε να σταθμίσει τους senior note τίτλους τραπεζών στα πλαίσια του κρατικού σχεδίου «Ηρακλής», με μηδενικό συντελεστή στο ενεργητικό των τραπεζικών ισολογισμών.

Κατά τρίτον, χαλάρωσαν οι βασικές αρχές σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως η χαλάρωση των όρων τήρησης των διεθνών λογιστικών προτύπων IFRS9, η χαλάρωση σχετικά με το Pier II και η ευνοϊκή αντιμετώπιση του προσδιορισμού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE).

Και κατά τέταρτον, η κυβέρνηση μέσω των κρατικών εγγυήσεων και της διοχέτευσης ρευστότητας συμβάλλει στην πιστωτική επέκταση.

Οι νέες τιμές-στόχοι των επενδυτικών οίκων  

-Η Goldman Sachs στην τελευταία της έκθεση για τις τραπεζικές μετοχές δίνει τιμές-στόχους για την Εθνική Τράπεζα στα 2,22 ευρώ, για την Alpha Bank στα 1,34 ευρώ, για τη Eurobank στα 0,69 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 1,34 ευρώ.

-Η J.P.Morgan στην τελευταία έκθεσή της για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δίνει τις ακόλουθες τιμές-στόχους για τις μετοχές. Για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας τα 1,9 ευρώ, για τη μετοχή της Alpha Βank τα 1,10 ευρώ, για τη μετοχή της Eurobank τα 0,70 ευρώ και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς τα 1,80 ευρώ.

-H Wood στην πρόσφατη έκθεσή της έθεσε νέες τιμές-στόχους. Για την Εθνική Τράπεζα στα 2,1 ευρώ, για την Alpha Bank στο 1 ευρώ, για τη Eurobank στα 0,70 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 1,90 ευρώ. Βέβαια οι νέες τιμές είναι αισθητά μειωμένες από τις αντίστοιχες της προηγούμενης έκθεσής της. Ομως εξακολουθούν να έχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου.
-
Τέλος, η Axia έδωσε σύσταση αγοράς για όλες στις τραπεζικές μετοχές, με τιμές-στόχους για την Εθνική Τράπεζα τα 1,90 ευρώ, για την Alpha Βank τα 1,30 ευρώ, για τη Eurobank τα 0,90 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 2 ευρώ.

Επομένως διαπιστώνουμε ότι στην παρούσα φάση διαμορφώνεται ένα θετικό κλίμα για την πορεία των τραπεζικών μετοχών, τόσο από την πλευρά σημαντικών επενδυτικών οίκων όσο και από την πλευρά δυνατών χαρτοφυλακίων που χαρακτηρίζονται ως smart money.

Είναι όμως κάτι πρωτοφανές; Είναι κάτι που δεν έχει ξαναβιώσει το Χρηματιστήριο της Αθήνας; Είναι άραγε μια απλή θετική αντίδραση βραχυχρόνιου χαρακτήρα; Ή μήπως είναι μια οριστική αλλαγή σελίδας;

Τι μας δείχνει η ιστορία των ανακεφαλαιοποιήσεων  

Οι τραπεζικές μετοχές, παρά τις κατά καιρούς ανοδικές εξάρσεις τους, δεν έχουν κατορθώσει να αφήσουν πίσω τους τις τιμές στις οποίες συμμετείχαν το ΤΧΣ, οι εγχώριοι επενδυτές και οι ξένοι στρατηγικοί επενδυτές στις 3 ανακεφαλαιοποιήσεις από το 2013 μέχρι σήμερα.

Μέσω της 1ης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών το 2013, της 2ης ανακεφαλαιοποίησης του 2014 και της 3ης του 2015, οι συστημικές τράπεζες ενισχύθηκαν με περίπου 55 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 40 δισ. καταβλήθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή τους Ελληνες φορολογουμένους, μέσω του ΤΧΣ και τα 15 δισ. καταβλήθηκαν από ιδιώτες επενδυτές.

Και η 3η τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση ήταν αυτή που άλλαξε και ολόκληρο τον τραπεζικό χάρτη, με την ουσιαστική συρρίκνωση της κρατικής μετοχικής συμμετοχής και την είσοδο ισχυρών στρατηγικών ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων, που ανέλαβαν και τη διοίκηση των συστημικών τραπεζών.
Η συγκυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου, για έναν ανεξήγητο ακόμα λόγο, απεμπόλησε τα συμφέροντα του Δημοσίου και «παρέδωσε» ουσιαστικά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα σε funds του εξωτερικού. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ο μόνος σοβαρός επενδυτής που έλαβε μέρος στην 3η ανακεφαλαιοποίηση ήταν ο επενδυτικός όμιλος Fairfax, οποίος κινείται στρατηγικά, όχι μόνο στον τραπεζικό κλάδο, αλλά και στον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης, των ακινήτων και της ενέργειας.

Πάντως, όσο και να κινήθηκαν ανοδικά οι τράπεζες κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις ανακεφαλαιοποιήσεις, προσφέροντας σημαντικές αποδόσεις, οι τιμές τους τελικά υφίσταντο συντριβή λίγο πριν από την ανακοίνωση των όρων των ανακεφαλαιοποιήσεων. Οπότε και το γεγονός ότι οι τιμές των τραπεζικών μετοχών απέχουν ακόμα αρκετά από τις αντίστοιχες της 3ης ανακεφαλαιοποίησης, είναι άκρως αποθαρρυντικό. Είναι σαν να περιμένει η αγορά μια νέα κεφαλαιακή υποστήριξη που θα μεταβάλει άρδην τους υπάρχοντες συσχετισμούς και το υπάρχον μετοχικό και διοικητικό status quo. Το πότε και το πώς, είναι κάτι που θα προσδιοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και την κυβέρνηση, διότι μια τέτοια απόφαση πρέπει να είναι πολιτικά και στρατηγικά βιώσιμη. Και φυσικά να μη γίνει με την τραγική προχειρότητα και ανερμάτιστη στρατηγική που ακολουθήθηκε το 2015 από τη συγκυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου, μέσω της οποίας εξανεμίστηκε κρατικό χρήμα ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ. Και όταν εννοούμε κρατικό, εννοούμε χρήμα των φορολογουμένων.

Οι τιμές -ορόσημα

Οι τιμές ορόσημα που πλανώνται ως φαντάσματα πάνω από το τραπεζικό σύστημα προκαλούν δέος και ταυτόχρονα αποτελούν ένα μάθημα για το μέλλον. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους των απωλειών των χαρτοφυλακίων που συμμετείχαν στις προηγούμενες τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις, ας δούμε τις αναπροσαρμοσμένες ιστορικές τιμές των τραπεζικών μετοχών. Και είναι αναπροσαρμοσμένες, διότι στο μεταξύ έγιναν reverse splits από τις τράπεζες, σε μια προσπάθεια να μην απαξιωθούν πλήρως οι απόλυτες τιμές των μετοχών. Το reverse split είναι η διαδικασία της μείωσης του αριθμού των μετοχών που κυκλοφορούν, οπότε 1 νέα μετοχή αντικαθιστά δέκα ή είκοσι ή εκατό ή και περισσότερες μετοχές. Το reverse split είναι ακριβώς το αντίθετο από το απλό split, που γινόταν κατά κόρον τα παλαιότερα χρόνια κυρίως από τον όμιλο της θρυλικής Τραπέζης Εργασίας, που μόνο κέρδη είχε να προσφέρει στους επενδυτές, προτού περάσει στα χέρια της Eurobank.

-Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας στην 1η ανακεφαλαιοποίηση του 2013 είχε 643,5 €, στη 2η του 2014 είχε 330 € και στην 3η του 2015 είχε 3 €.

-Η μετοχή της Alpha Bank στην 1η ανακεφαλαιοποίηση του 2013 είχε 22 €, στη 2η του 2014 είχε 32,6 € και στην 3η του 2015 είχε 2 €.

-Η μετοχή της Eurobank στην 1η ανακεφαλαιοποίηση του 2013 είχε 154 €, στη 2η του 2014 είχε 31 € και στην 3η του 2015 είχε 1 €.

-Η δε μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, στην 1η ανακεφαλαιοποίηση του 2013 είχε 3,4 €, στη 2η του 2014 είχε 6 € και στην 3η του 2015 είχε 6 €.

Το ερώτημα για νέα κεφάλαια  

Σε βάθος χρόνου και το αργότερο μέχρι το τέλος του 2021 οι τράπεζες πιθανόν θα πρέπει εκ νέου να ενισχυθούν κεφαλαιακά. Το ενδεχόμενο αυτό δεν απέκλεισε και ο Γιάννης Στουρνάρας όταν ρωτήθηκε από βουλευτές, λέγοντας χαρακτηριστικά πως εφόσον μελλοντικά κάποια τράπεζα χρειαστεί κεφάλαια σε ένα χρόνο, σε δύο χρόνια, όταν γίνουν stress tests, τότε θα κληθούν οι μέτοχοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη.
Η αναβαλλόμενη φορολογία ως «κεφάλαιο», μαζί με τη χαλάρωση των εποπτικών ρυθμίσεων και των γενικότερων τραπεζικών κανόνων, δεν μπορούν να οδηγήσουν το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία μακριά.
Οι επενδυτές το γνωρίζουν αυτό. Επενδύουν βραχυπρόθεσμα στις τραπεζικές μετοχές, στηριζόμενοι στις ακραίες ανισορροπίες και τις στρεβλώσεις που συχνά εμφανίζονται ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές του τραπεζικού κλάδου είναι απόντες, με εξαίρεση τον όμιλο της Fairfax, που οδήγησε στη συγχώνευση της Eurobank με την Grivalia στα πλαίσια της κεφαλαιακής θωράκισης της πρώτης.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 30 Μαίου