Η διπλωματία των Μουσείων

Συμβαίνει μάλλον σπάνια υπουργικό συμβούλιο ελληνικής κυβέρνησης να βγάζει ειδήσεις διεθνούς ενδιαφέροντος, όταν το θέμα δεν αφορά εξοπλιστικά προγράμματα. Κι όμως αυτό συνέβη προχθές, με τον πιο ταιριαστό για τη χώρα μας τρόπο και η είδηση έρχεται από το μόνο αληθινά «βαρύ πυροβολικό» της χώρας: Την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Ο επαναπατρισμός 161 μοναδικής αρχαιολογικής/ιστορικής αξίας κυκλαδικών αρχαιοτήτων μέσω δωρεάς του  Αμερικανοεβραίου επιχειρηματία Λέοναρντ Στερν είναι εξαιρετικά σημαντικό γεγονός και όχι μόνο επειδή επαναπατρίζονται αρχαιότητες χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί κοστοβόρος δικαστική διένεξη αλλά γιατί η όλη συμφωνία που πέτυχε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη βάζει σε νέες βάσεις τη φιλοσοφία της πολιτιστικής διπλωματίας.

Δεν είναι μόνο ότι στους επόμενους μήνες θα εκτεθεί σε «παγκόσμια πρώτη» στην Αθήνα και στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης μέρος της δωρεάς Στερν. Όταν το θέμα αφορά αρχαιότητες της 3ης π.Χ. χιλιετίας, τότε ο όρος «παγκόσμια πρώτη» είναι πλήρης νοήματος και δεν πρόκειται για κάποιο κακόγουστο επικοινωνιακό τέχνασμα, για εσωτερική κατανάλωση.

Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι επιτέλους προχωρούμε στην πολιτική του μακροχρόνιου δανεισμού για την οποία ο κόσμος του πολιτισμού συζητάει εδώ και δεκαετίες, αφού ένα μέρος της δωρεάς Στερν θα εκτεθεί ως ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση προβολής του Κυκλαδικού Πολιτισμού για 50 χρόνια.

Πάει πίσω σε βάθος χρόνου η συζήτηση για την πολιτική μακροχρόνιου δανεισμού αρχαιοτήτων σε μεγάλα ξένα μουσεία του εξωτερικού. Είναι γνωστό ότι το ελληνικό κράτος διαθέτει όγκο αρχαίων μνημείων, πολύ μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να εκθέσει λόγω έλλειψης χώρου. Αυτές τις αρχαιότητες μπορούμε να τις δανείζουμε για χρόνια σε μουσεία ώστε να προβάλλεται η χώρα μας.

Το σημαντικότερο βέβαια είναι ότι οι πολιτικές μακροχρόνιου δανεισμού αποθαρρύνουν την αρχαιοκαπηλία και την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων. Ας είναι αυτή η αρχή για ανάλογες πρωτοβουλίες.

Τέλος ας επαναλάβουμε και τούτο: Η «βαριά βιομηχανία» της χώρας δεν είναι ο Τουρισμός. Είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά. Είναι αδιανόητο το ότι δεν έχουμε καταφέρει να συρρέουν εδώ ενδιαφερόμενοι να σπουδάσουν Αρχαιολογία, Αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή Γραμματεία, Αρχαία και Βυζαντινή Ιστορία, ακόμα και Ιστορία της Τέχνης.

Είναι αδιανόητο που δεν λειτουργούν εδώ αρχαιολογικά ινστιτούτα, βιβλιοθήκες, που δεν υπάρχει πλήθος μεταπτυχιακών προγραμμάτων σε όλα αυτά τα γνωστικά αντικείμενα. Είναι απίστευτο το ότι δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε την Ελλάδα κόμβο γνώσης για την Ελληνορωμαϊκή και Βυζαντινή Αρχαιότητα.

Όταν έχουμε το χρυσωρυχείο που λέγεται πολιτιστική κληρονομιά που μπορεί να παράξει όγκο πλούτου σε κάθε επίπεδο, είναι να απορεί κανείς γιατί καταστρέφουμε την πατρίδα μας με τον Τουρισμό αντί να στρωθούμε στη δουλειά. Ειλικρινά, είναι ακατανόητο.