Ι. Βαληνάκης: Mε στρατηγική «διεκδικητικής εξομάλυνσης» απέναντι στην Τουρκία

Ι. Βαληνάκης: Mε στρατηγική «διεκδικητικής εξομάλυνσης» απέναντι στην Τουρκία

Τους όρους με τους οποίους ο διάλογος με την Τουρκία είναι αποτελεσματικός και ασφαλής, αναλύει στο Liberal.gr ο Καθηγητής  Ιωάννης Βαληνάκης, επί πενταετία σχεδόν υφυπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή (2004-2009) και με δεκαετίες  ενασχόλησης με τα «ελληνοτουρκικά», επισημαίνοντας ότι μεταξύ των δύο άκρων, αυτών δηλαδή που νομίζουν ότι διαπραγματεύονται με την... Δανία και των άλλων που προκρίνουν την σύγκρουση, υπάρχει η «στρατηγική της διεκδικητικής εξομάλυνσης».

Σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό ο κ. Βαληνάκης εκτιμά ότι η Τουρκία υπολογίζει στο αυτόματο ανάθεμα προς τη διχοτόμηση για να φέρει τη συνομοσπονδία ως δήθεν συμβιβαστική μέση λύση για να έχει έτσι τον πλήρη έλεγχο στον Βορρά και τη συνδιοίκηση-φινλανδοποίηση των ελεύθερων εδαφών. Τέλος ο κ. Βαληνάκης τοποθετείται και απέναντι στα σενάρια που θέλουν τις απόψεις του να απηχούν εμμέσως αυτές του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο

- Την τελευταία περίοδο η εξαναγκαστική πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην  χώρας μας λόγω του αναθεωρητισμού της αλλά και της ευρύτερης ηγεμονικής της στάσης στην περιοχή έλαβε μία οξυμένη και επικίνδυνη μορφή, το «μενού», επιτρέψτε μου την έκφραση, είχε «γαλάζιες πατρίδες», τουρκολιβυκό μνημόνιο, 82 ημέρες ερευνών του Ορούτς Ρέις και επαναφορά του casus belli. Λαμβάνοντας υπόψη την χαοτική διαφορά των δύο χώρων στο τι «συζητάμε», πως βλέπετε την επανέναρξη των «διερευνητικών» συνομιλιών;

Η μεγάλη νομίζω πλειοψηφία στη χώρα μας συμφωνεί στη διαπίστωση ότι η Τουρκία προκαλεί με μιά αυξανόμενη παραβίαση βασικών αρχών και κανόνων διεθνούς συμπεριφοράς. Διαφορές υπάρχουν, και σημαντικές θα έλεγα, ως προς την αντιμετώπισή της. Βλέπω προσωπικά δύο «αμέριμνα» άκρα: όσους προκρίνουν την σύγκρουση κι όσους νομίζουν ότι διαπραγματεύονται με τη Δανία. Ανησυχώ και για τα δύο αυτά ενδεχόμενα κι ακριβώς γι' αυτό προέκρινα πάντα την «έξυπνη» μέση οδό μιάς στρατηγικής της «διεκδικητικής εξομάλυνσης».

Θέλουμε διάλογο εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία, όχι συνεχείς αναβολές αναμένοντας έναν από μηχανής θεό —γιατί έτσι χάναμε σχεδόν συνεχώς έδαφος και φτάσαμε στη σημερινή θέση. Με απλά λόγια κανείς εχέφρων δεν είναι εναντίον γενικά του διαλόγου. Είμαι όμως εναντίον ενός διαλόγου στον οποίο σπρωχνόμαστε ποντιοπιλατικά και άρον-άρον από κάποιους εταίρους μας να διαλεχθούμε  μόνοι μας με ένα πολεμοχαρή γείτονα —και μάλιστα χωρίς όρους, κανόνες και εγγυήσεις.

Η συμφέρουσα εξομάλυνση δεν έρχεται δηλαδή με εγκλωβισμό σε ψευδοδιλήμματα και «στρατηγική υπομονή», αλλά μέσω μιάς διεκδικητικής στρατηγικής. Κι όταν λέω διεκδικητική δεν εννοώ τίποτε περισσότερο από μιά θέση αρχής: ότι ξεκινάμε διεκδικώντας όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παγκόσμια αποδεκτή Σύμβαση του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας (ΣΔΘ) για κάθε παράκτιο κράτος του κόσμου. Δεν χαρίζουμε τίποτε και μάλιστα «από τα αποδυτήρια»... Η 9η χώρα στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών αντιμετώπισε την υπογραφή της ΣΔΘ με την «ηρωική» θέση  ότι «δεν διεκδικούμε τίποτε» ( Α.Παπανδρέου). Ευτυχώς έγιναν πάντως τελευταία ορισμένες θετικότατες κινήσεις (συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, 12 ν.μ. στο Ιόνιο και προσεχώς στα νότια).

Βασική αρχή μιάς επιτυχημένης διαπραγμάτευσης είναι ότι δεν ξεκινάς από τα ελάχιστα (τις «κόκκινες γραμμές»), αλλά από πολύ πιο προωθημένες θέσεις. Επειδή κάθε συμφωνία μεταξύ κρατών εμπεριέχει αμοιβαίες υποχωρήσεις (όχι πάντως απαραίτητα 50-50), μόνο αν προσέλθεις με τέτοιες θέσεις θα μπορείς να βγεις στο τέλος ωφελημένος. Κι ενώ η Τουρκία ξεδιπλώνει μιά εξωφρενική και διαρκώς διευρυνόμενη ατζέντα διεκδικήσεων, η Ελλάδα έχει μείνει εκκωφαντικά σιωπηλή ως προς τις θέσεις της (χαρακτηριστική η αφωνία για τον «χάρτη της Σεβίλης»).

Υπεκφεύγοντας στέλνει όμως τουλάχιστον παρεξηγήσιμα μηνύματα, που φαίνεται μάλιστα ότι κάθε άλλο παρά αποτρεπτικά λειτούργησαν. Κι έτσι φτάσαμε μόνοι κι έρημοι σε ένα πρόωρο διάλογο 61ης «διερεύνησης» μιάς ατζέντας που κατά τα φαινόμενα δυστυχώς παραμένει κατά τα 4,5/5 η τουρκική: «γκρίζες ζώνες»/«γαλάζια πατρίδα», 12 ν.μ., εναέριος χώρος,  αποστρατικοποίηση, κλπ. Ακόμη και το μοναδικό αποδεκτό θέμα, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ, δυστυχώς έφτασε να προϋποθέτει προηγούμενη «δια μαγείας λύση» των γκρίζων ζωνών, αλλά και διαφαινόμενους συμβιβασμούς στο κατά τα άλλα μονομερές δικαίωμά μας των 12 ν.μ. και του εναερίου χώρου.

Όμως το πιο ανησυχητικό με τους "ρεαλιστές" υπερασπιστές των διερευνητικών είναι η αφωνία σχετικά με τα ανταλλάγματα που επιδιώκονται. Θα υποχωρήσουμε σε όλες τις παραπάνω απαιτήσεις της Άγκυρας για να μοιράσουμε τελικά 50-50 την ΑΟΖ; Ή απλά θέλουμε να εξαγοράσουμε μερικούς μήνες ησυχίας χωρίς το Ορούτς Ρέις; 

- Με δεδομένο ότι η εθνική μεταπολιτευτική θέση της Ελλάδας ότι η μοναδική διαφορά μας με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, πόσο μακριά, πόσο κοντά είναι κατά την γνώμη σας η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης του ΟΗΕ στην Χάγη καθόσον απαιτείται υποβολή συνυποσχετικού και η Τουρκία όχι μόνον δεν δέχεται ότι τα νησιά δεν έχουν Υφαλοκρηπίδα, αλλά ούτε την δικαιοδοσία του.

Η εθνική μεταπολιτευτική θέση διαμορφώθηκε στη δεκαετία του  ‘70 υπό το διπλό σοκ της χρήσης από την Τουρκία στρατιωτικής βίας στην Κύπρο και της ανάλογης απειλής για τον υποθαλάσσιο πλούτο στο Αιγαίο. Από τότε άλλαξαν πάρα πολλά. Υιοθετήθηκε πχ και καθιερώθηκε παντού η ΣΔΘ επιτρέποντας νέες θαλάσσιες ζώνες όπως η ΑΟΖ, που στην περίπτωσή μας εμπεριέχει τεράστια οφέλη: διεκδικούμε —για να καταλάβουμε για τι μεγέθη μιλάμε— τεράστιο γεωοικονομικό πλούτο κι ένα γεωστρατηγικό χώρο τέσσερεις φορές μεγαλύτερο σε έκταση από τη χώρα μας! Επιπλέον η Ελλάδα και η Κύπρος έγιναν μέλη της ΕΕ.

Αντίστροφα, την τελευταία δεκαετία μείναμε πίσω, ενώ η Τουρκία έκανε άλματα και παραληρεί επιθετικά. Για να κερδίσουμε την ειρηνική εξομάλυνση αλλά και την αναμέτρηση με την Τουρκία χρειαζόμαστε μιά νέα, επικαιροποιημένη και σύγχρονη στρατηγική. Για παράδειγμα, το 2004-2009 σπάσαμε το ταμπού ότι δεν οριοθετούμε με άλλους γείτονες επειδή δεν μπορούμε με την Τουρκία. Υπογράψαμε έτσι μιά εξαιρετική συμφωνία με την Αλβανία, και πλησιάζαμε να ολοκληρώσουμε και συμφωνίες με Λιβύη και Αίγυπτο. Αναπροσαρμόσαμε επίσης στα νέα δεδομένα την προβαλλόμενη ως πανάκεια προσφυγή στη Χάγη: οι περισσότεροι που μιλούν για τη διαδικασία αυτή ή βρήκαν πώς θα υπνωτίσουν τους Τούρκους ή δεν γνωρίζουν τις διαδικασίες και τους κινδύνους, ή απλώς δεν έχουν το θάρρος να τους αντιμετωπίσουν. Γιατί ο πολυδιαφημισμένος «θρίαμβος» στο Ελσίνκι θα κατέληγε ουσιαστικά στο να «ρίξουμε στα ζάρια» μέσω ενός προφανώς γενικόλογου (και άρα δήθεν αθώου) συνυποσχετικού προς το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΧ) τα πάντα, δηλ. και «τις συναφείς συνοριακές διαφορές». Τουτέστιν, για να μην κρυβόμαστε, να αποδεχθούμε να κρίνει η Χάγη  : 

α) αν 150 περίπου νησιά/βραχονησίδες («γκρίζες ζώνες») είναι πράγματι ελληνικά! Αν με πολιτικά κριτήρια το ΔΔΧ επιδίκαζε έστω και το 10% απ’αυτά στην Άγκυρα, αλλάζει τελείως ο χάρτης του Αιγαίου, αφού κάθε νησί που —Θεός φυλάξοι!— θα επιδικαζόταν στην Τουρκία θα αποκτούσε και χωρικά ύδατα..

β) αν πράγματι δικαιούμαστε τα 12 ν.μ. και εναέριο χώρο 10 ν.μ.

Αυτό είναι στην ουσία το ανομολόγητο «πακέτο» του 2003 που τελικά απέρριψε και ο ίδιος ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης λόγω «πολιτικού κόστους». Η «ιστορική ευκαιρία» για την οποία εγκαλούν μάλιστα την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή ότι «έχασε«  ήταν: όχι 12 ν.μ. χωρικά ύδατα και 10 ν.μ. εναέριος χώρος στο Αν.Αιγαίο, και στην κρίση της Χάγης η ελληνικότητα 150 νησιών/βραχονησίδων μας που μοιραία θα παρέσυρε και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (ούτε λόγος για ΑΟΖ ή άλλες ζώνες). Αφήνω το αποκρυπτόμενο αλλά καίριο ερώτημα για το αν η Τουρκία θα αποδεχόταν μιά δυσμενή για εκείνην απόφαση του ΔΔΧ...

- Η πίεση κ. Καθηγητά δεν είναι μεγάλη μόνο με τα «ελληνοτουρκικά» στο Αιγαίο για να τα «βρούμε» αλλά και στο μεγάλο εθνικό μας θέμα το Κυπριακό. Πως βλέπετε την «άτυπη πενταμερή» που επίκειται ίσως και μέσα στον Φεβρουάριο σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της Τουρκίας για την δημιουργία δύο κρατών ή χαλαρής συνομοσπονδίας, έξω από το πλαίσιο  λύσης που έχουν καθορίσει τα Ψηφίσματα του  ΣΑ/ΟΗΕ ;

Προσθέστε στα όσα είπα για τους ατυχείς χειρισμούς της περιόδου 1996-2004 ότι το σχέδιο προέβλεπε να γίνει μέλος της ΕΕ όχι η Κυπριακή Δημοκρατία που ξέρουμε, αλλά το δικέφαλο μόρφωμα του Σχεδίου Ανάν. Ευτυχώς πολύ σωστά προέβλεψαν κατά το δημοψήφισμα οι Ελληνοκύπριοι ότι το άλλο κεφάλι δεν ήταν η Δανία, αλλά ο ίδιος ο Ερντογάν κι ότι προφανώς το Σχέδιο του ΓΓ του ΟΗΕ ήταν η χειρότερη απ’όλες τις λύσεις.

Μέσω της τυπικά ισότιμης συνδιοίκησης που προέβλεπε, αλλά κυρίως υπό την πολεμοχαρή απειλή της συντριπτικής υπεροχής της Τουρκίας επί του πεδίου, οι πολιτικά ισοπεδωμένοι και πρακτικά άοπλοι Ελληνοκύπριοι θα συντρίβονταν σιγά-σιγά από την Τουρκία. Τα τουρκικά (και όχι μόνο) σχέδια ανατράπηκαν θαρραλέα το 2004 κι έτσι η διαπραγματευτική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ενισχύθηκε θεαματικά με την ισότιμη συμμετοχή της στην ΕΕ αλλά και τις συμφωνίες οριοθέτησης με Αίγυπτο και Ισραήλ.

Ενώ λοιπόν κι εδώ, όπως και στην Ελλάδα, νέα δεδομένα έπρεπε να οδηγήσουν σε νέες προσεγγίσεις με «έξυπνη» αξιοποίηση των νεοαποκτηθέντων πλεονεκτημάτων, μεθύσαμε από τη μυρωδιά των υδρογονανθράκων και την επίπλαστη ασφάλεια της ΕΕ και κατά την προσφιλή τακτική αναβάλαμε συνεχώς τις κρίσιμες κινήσεις, ποντάροντας πάλι στον από μηχανής θεό. Αντ’αυτού ενέσκηψαν οι ερντογανικές απειλές, το παρά τις θεωρητικές καταδίκες της ΕΕ επί του πεδίου πάγωμα των κυπριακών γεωτρήσεων, ο σχεδόν πλήρης εκτουρκισμός των κατεχομένων κλπ.

Πρόσφατα φτάσαμε στον  ωμό εκβιασμό για τα «δύο κυρίαρχα κράτη». Προσοχή: η Άγκυρα —παρά την εκβιαστική παραπλάνηση που χρησιμοποιεί— ποτέ δεν θέλησε τα δύο κράτη γιατί ούτε να το σκέφτεται δεν θέλει ότι η ΚΔ θα απελευθερωθεί από τα αποικιακά δεσμά του 1960 και θα νέμεται μόνη της τον πλούτο μιάς τεράστιας θαλάσσιας ζώνης . Υπολογίζει στο αυτόματο ανάθεμα των Ε/Κ προς τη διχοτόμηση για να «αποδεχθεί» τη συνομοσπονδία που θα προτείνει ο ΟΗΕ ως δήθεν συμβιβαστική μέση λύση. Και να έχει έτσι τον πλήρη έλεγχο στον Βορρά, τη συνδιοίκηση-φινλανδοποίηση των ελεύθερων εδαφών και να αρπάξει όλο τον υποθαλάσσιο πλούτο στα νότια του νησιού. Αυτό είναι το σενάριο κι έρχεται με ένταση, μέσα στην αδιάφορη αποσιώπηση  και χωρίς αντίσταση από πουθενά.. 


- Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε τις ΗΠΑ αναπόδραστα κυρίως μέσα από το τρίγωνο ΗΠΑ-Ελλάδος-Τουρκίας. Εκτιμάτε ότι το «America is back» θα συμπεριλάβει και την περιοχή μας και έτσι η Ουάσιγκτον θα έχει ενεργότερο ρόλο; Μπορεί να υπάρξει σύγκλιση συμφερόντων; Η Αμερική θα κάνει οτιδήποτε για να «φέρει την Τουρκία πίσω στην Δύση» ;

Οι ΗΠΑ (και η Γαλλία) μπορούν να είναι κύρια στηρίγματα για να αντιμετωπίζουμε πιο αποφασιστικά την Τουρκία. Αλλά χρειάζεται δουλειά και διπλωματική φαντασία. Ευτυχώς η ανατροπή του Τραμπ μας διασφαλίζει λογικά από το χειρότερο σενάριο: μιά τουρκική επίθεση όπου η Ουάσιγκτον θα «κοιμόταν» για μερικές μέρες αφήνοντας τις επιχειρήσεις να εξελιχθούν επί του πεδίου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι επί Μπάιντεν θα παρέμβει με άλλο τρόπο από εκείνον στα Ίμια, δηλ. μη εξισώνοντας επιτιθέμενο και αμυνόμενο και μη-«γκριζάροντας» νησιά ή θαλάσσιες ζώνες. Όμως αν εργασθούμε σοβαρά και μας βοηθήσει και η άμετρη αλαζονεία του Ερντογάν, μπορούμε  να βγούμε ενισχυμένοι. 

- Τι πιστεύετε για το Ελλάς-Γαλλία-συμμαχία; 

Η Γαλλία είναι κι αυτή μιά ισχυρή δύναμη αποτροπής αλλά πρέπει να ξεκαθαριστεί απόλυτα αν «θα μπει τελικά μαζί μας στο φρενοκομείο» για να μας στηρίξει στα δύσκολα —κι όχι με φιγουρατζίδικες βόλτες του Σαρλ Ντεγκώλ ή ασκήσεις ρουτίνας. Ανάλογα είναι βέβαια και τα «τιμήματα» που θα ζητηθούν. Αλλά θα ήταν τραγικό και πόροι πολυτιμότατοι για τη χώρα να σπαταληθούν, και την κρίσιμη ώρα να κοιτούν όλοι οι φίλοι μας αλλού...

Όλα αυτά ισχύουν και για τις νέες, ενδιαφέρουσες, αλλά  και φύσει ασταθείς συμμαχίες μας: πολυδιαφημίζονται δημιουργώντας υπερβολικές προσδοκίες και κυρίως εφησυχασμό, με κίνδυνο δυσάρεστων εκπλήξεων— εκτός αν τα όρια της στήριξής τους έχουν ξεκαθαριστεί. Αν εννοούν πράγματι όσα λένε, μας χαρίζουν επιπλέον «διπλωματικό και αποτρεπτικό χώρο» για να κινηθούμε με μεγαλύτερη ασφάλεια στις διεκδικήσεις μας. 

- Είναι γνωστή η μεγάλη σημασία που αποδίδατε ως Υφυπουργός στη Λιβύη και έχετε υποστηρίξει ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν είχαν κλείσει το 2010 οι συνομιλίες που είχατε ξεκινήσει το 2004. Πώς διαμορφώνεται η πρόσφατη κατάσταση στην Λιβύη και πώς μπορεί να επηρεάσει τα ελληνικά συμφέροντα;  

 Ως υφυπουργός Εξωτερικών είχα πράγματι δώσει μεγάλη σημασία στη Λιβύη. Στρατηγικά, διπλωματικά, ενεργειακά, ιστορικά είναι η αυλή μας —γεμάτη ευκαιρίες που όμως συνήθως υποτιμούμε ή αγνοούμε. Η τελευταία εξέλιξη —αν και εγγενώς ασταθής— εγκυμονεί, αν δεν κινηθούμε ασταπιαία, κινδύνους παγιοποίησης του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Στη νέα συλλογική ηγεσία που αναδύθηκε (με Πρόεδρο τον εδώ πρέσβη τους που εκδιώξαμε λόγω του μνημονίου), η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις. Ως ισχυρός παίκτης επί του πεδίου επιδιώκει την άμεση ή έμμεση επιβεβαίωση του γνωστού μνημονίου —που πλέον δεν θα είναι ακριβώς ανυπόστατο, κι ούτε το εξαφάνισε ακριβώς η δική μας συμφωνία με την Αίγυπτο.

Συνεπώς χρειάζεται πιστεύω άμεση επιστροφή (με συμμαχικές και ευρωπαϊκές συνέργειες) στο λιβυκό πεδίο (και την πολλά υποσχόμενη ανασυγκρότηση της χώρας), όπου κινείται ακόμη κι η Μάλτα, ενώ η Ιταλία παρεμβαίνει ξαφνικά να οριοθετήσει η ίδια με την Τρίπολη. Το εθνικό συμφέρον επιβάλλει να αφήσουμε κατά μέρος τα όσα έγιναν και να αποδεχθούμε άμεσα την περσινή πρόσκληση της λιβυκής πλευράς για ταχύρρυθμες συνομιλίες οριοθέτησης  —προφανώς κυρίως στα δυτικότερα τμήματα — και χωρίς κατ’ελάχιστο να παραιτηθούμε από το σφυροκόπημα του μνημονίου. 


- Αναφερθήκατε επανειλημμένα στην στρατηγική της διεκδικητικής εξομάλυνσης που αποτελεί την κεντρική ιδέα του πρόσφατα εκδοθέντος βιβλίου σας από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΣΙΔΕΡΗ «Η ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ». Το διάβασα με ενδιαφέρον και θα ήθελα να μας πείτε λίγα λόγια για αυτό το Σχέδιο  «Ελλάς επί Τέσσερα» . 

Στο βιβλίο μου αυτό αναλύω το σχέδιο με το οποίο εργάστηκα προσωπικά στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή με στόχο τον τετραπλασιασμό του εθνικού χώρου μέσω οριοθετήσεων.

Όσο για την Τουρκία, επιδιώκαμε ένα διάλογο ασφαλέστερο, δηλ. ενταγμένο στο γενικότερο ευρωτουρκικό πλαίσιο, δεδομένου ότι προστατεύουμε απειλούμενα ευρωπαικά σύνορα, ευρωπαικές θάλασσιες ζώνες (η αλιεία είναι κοινοτική, όχι εθνική αρμοδιότητα!) και ευρωπαικά θαλάσσια  και υποθαλάσσια συμφέροντα. Πετύχαμε στο Διαπραγματευτικό Πλαίσιο ΕΕ-Τουρκίας (2005) και όχι μόνο, να περάσουμε την λογική αυτή και να επιβάλουμε σημαντικούς όρους εξωτερικής συμπεριφοράς στην Άγκυρα.

Φαίνεται όμως τώρα να αδυνάτισαν, ενώ λογικά θα έπρεπε μετά τα τουρκικά παραληρήματα να γίνει το ακριβώς αντίθετο. Μένει  μιά —ίσως τελευταία—ευκαιρία τον Μάρτιο να βάλουμε με την ΕΕ όρους στην Τουρκία κι όχι  εκείνη σε μάς και την Ευρώπη: δεν μπορεί να υπάρξει αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ένωση για την Άγκυρα αν δεν αποδεχθεί τη ΣΔΘ. Και δεν πρέπει να την χάσουμε. Η θετική ατζέντα πρέπει να είναι για την Ελλάδα, κι όχι βέβαια για την Τουρκία όπως δυστυχώς σχεδιάζεται... 

- Κλείνοντας αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτησή  μας, αισθάνομαι την υποχρέωση να επισημάνω ότι δημοσιογραφικοί και άλλοι κύκλοι θεωρούν ότι οι εκφραζόμενες θέσεις και απόψεις σας  για τα θέματα που συζητήσαμε και απασχολούν την εξωτερική πολιτική της Χώρας απηχούν τις απόψεις του πρώην Πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή λόγω και των φιλικών σας σχέσεων. 

Διάβασα κι εγώ κάποια ευφάνταστα σενάρια. Αναγκάζομαι να θυμίσω ότι έχω πάνω από τρεις  δεκαετίες έρευνας στα ελληνοτουρκικά και παράλληλα μια δεκαετία στο ΥΠΕΞ. Κι ότι όταν ο Κώστας Καραμανλής με όρισε Γραμματέα Διεθνών Σχέσεων της ΝΔ  και στη συνέχεια υφυπουργό Εξωτερικών το 2004-9 ήμουν ήδη πρωτοβάθμιος καθηγητής των διεθνών σχέσεων στο ΕΚΠΑ.

Όταν με τιμούν τα ΜΜΕ ζητώντας τις απόψεις μου, τις καταθέτω με αποκλειστικό στόχο να συμβάλω στον εθνικό προβληματισμό —κι όχι γιατί επιδιώκω ένα πολιτικό στόχο. Συνεπώς δεν ετεροπροσδιορίζομαι και ματαιοπονούν όσοι προσπαθούν να με εντάξουν σε σενάρια και «παιχνίδια». Άλλωστε, ως πρώην πρωθυπουργός ο Κώστας Καραμανλής ό,τι έχει να πει το λέει ο ίδιος και με την υποδειγματικά συνεπή του στάση δεν έδωσε ποτέ οποιαδήποτε δικαιώματα.