Η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Τα σύννεφα στον ορίζοντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοένα και πλήθαιναν. Η Ένωση δεν είχε βγει καλά καλά από μία άνευ προηγουμένη δημοσιονομική κρίση, η οποία έπληξε την αξιοπιστία και την λειτουργικότητα της ίδιας της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος και έτρεχε παράλληλα με άλλες κρίσεις, συγκριτικά μικρότερης εμβέλειας μεν, αρκετά ικανές, όμως, για να πλήξουν την συνοχή της.

Το Brexit, το προσφυγικό-μεταναστευτικό, οι ηχηρές παραφωνίες των χωρών του Βίζεγκραντ, κυρίως της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, σε θέματα Δημοκρατίας και κράτους Δικαίου, ήταν τα κυριότερα από αυτά που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα με την δημοσιονομική κρίση και κρίση χρέους ορισμένων κρατών μελών της με πρώτη την Ελλάδα.

Κι ενώ οι κλυδωνισμοί ήταν από έντονοι έως συνταρακτικοί έρχεται μία απρόσμενη και χωρίς ορατό υπαίτιο υγειονομική κρίση, που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη και μαζί και την υπόσταση της ίδιας της Ένωσης ως Ένωσης αλληλεγγύης προς δοκιμαζόμενα κράτη μέλη της.

Οι επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις που επέδειξαν ορισμένα εκ των οικονομικά πλουσιότερων χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης προκάλεσαν ισχυρούς τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτή την φορά δεν ήταν η δημοσιονομική απειθαρχία έως και ασωτία των νοτίων χωρών συνδυασμένη με οικονομικές ατασθαλίες και αλόγιστη διασπάθιση του ενωσιακού χρήματος και μέσω αυτού των οικονομιών των βορείων λαών, όπου οι αιτιάσεις αυτές, έστω και εν μέρει υπερβολικές έβρισκαν ευήκοα ώτα σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και προκαλούσαν κρίσεις αυτοκριτικής και στις νότιες χώρες. Αυτή την φορά ο «εχθρός» είναι αόρατος και οι πράξεις του δεν μπορούν να καταλογισθούν σε κανένα.

Αρχικά η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προσανατολίστηκε στην κατεύθυνση της έκδοσης κορονο-ομολόγου, ιδέα που δεν είδε με άσχημο μάτι και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ. Μέχρι που ήρθε η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για το πρόγραμμα της αγοράς κρατικών ομολόγων PSPP, που τορπίλισε κάθε συζήτηση για την αμοιβαιοποίηση χρέους στην ΕΕ, πέραν των ιδιαίτερα αρνητικών της επιπτώσεων στους θεσμούς της ΕΕ.

Ο Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος καταβάλει από την αρχή της θητείας του φιλότιμες προσπάθειες για να δικαιολογήσει την ιστορική παρουσία της χώρας του στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ως την μία εκ των δύο ατμομηχανών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ανέλαβε πρωτοβουλίες. Άδραξε την ιστορική ευκαιρία και ζήτησε την συνδρομή και άλλων χωρών και των ηγετών τους σε αυτή την προσπάθεια. Το ευτύχημα για την χώρα μας ήταν ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός έστερξε ασμένως μαζί με τους ηγέτες και άλλων χωρών σε αυτή την προσπάθεια.

Ανέλαβε ο Γάλλος Πρόεδρος πρωτοβουλία και παρουσίασε στην Καγκελάριο Μέρκελ το πρότζεκτ για την δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης που θα χρηματοδοτούσε κυρίως τα ασθενέστερα κράτη και τα κράτη που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία.

Η Γερμανίδα Καγκελάριος ήταν πολύ επιφυλακτική στην αρχή, όμως η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας της την έκανε να μεταβάλει άρδην γνώμη, διαβλέποντας τους κινδύνους όχι μόνο για την συνοχή αλλά και για την ίδια την ύπαρξη της Ένωσης, που δημιουργούσε η με την κακή πλευρά της ιστορίας απόφαση αυτή. Έτσι συμφώνησε στην δημιουργία αυτού του Ταμείου, απότοκος του οποίου είναι το Πρόγραμμα των 750 δις ευρώ που ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής χθες.

Η ανακοίνωση του Προγράμματος αυτού μας οδηγεί σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα όσον αφορά τόσο την ΕΕ όσο και την χώρα μας. Καταρχάς θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς την τελική του μορφή, καθότι αποτελεί πρόταση, η τελική αποδοχή του οποίου και οι λεπτομέρειές του θα καθορισθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ομοφωνία, όπου εκεί υπάρχουν 4 τουλάχιστον χώρες που έχουν εκφράσει την διαφωνία τους με την μορφή χρηματοδότησης υπό τύπον επιχορηγήσεων που είναι και το μεγαλύτερο μέρος του πρότζεκτ.

Όμως μην έχουμε αυταπάτες. Εφόσον το πρόγραμμα αυτό έχει την έμπνευση της Γαλλίας και την έγκριση της Γερμανίας (κυρίως το τελευταίο) στο τέλος θα εγκριθεί από όλους, έστω με αμοιβαίους συμβιβασμούς όπως πάντα. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η Ευρώπη και οι ηγέτες της αντελήφθησαν ότι βρέθηκαν ενώπιον μίας ευρείας κλίμακας απονομιμοποίησης της Ένωσης στα μάτια και τις συνειδήσεις των πολιτών της, ότι η Ένωση είχε αρχίσει να απομακρύνεται σφόδρα από τους αρχικούς σκοπούς αυτής και των πατέρων της και ότι με όλα τα παραπάνω προβλήματα που την ταλάνισαν και συνεχίζουν να την ταλανίζουν τα δέκα τελευταία χρόνια έδινε τροφή σε όσους χαιρέκακα προεξοφλούσαν την διάλυσή της.

Απέδειξε ότι διαθέτει ένστικτο αυτοσυντήρησης και ότι δικαίως αποτελεί τον ισχυρότερο πόλο έλξης στον πλανήτη, από πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής πλευράς. Η επιτυχία του εν λόγω προγράμματος, εγχείρημα καθόλου εύκολο, αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την επιβεβαίωση της νομιμοποίησης και της συνοχής της Ένωσης και ισχυρή παρακαταθήκη για την περαιτέρω ύπαρξή της τουλάχιστον με την μορφή που την γνωρίζουμε και θέλουμε να εμβαθύνουμε.

Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί ισχυρή πρόκληση και για την χώρα μας, όχι μόνο από οικονομικής και δημοσιονομικής σκοπιάς, που η σημασία του είναι τεράστια, γιατί θα αποτελέσει την μεγάλη ευκαιρία για την αποφυγή της αναμενόμενης ύφεσης αλλά και γιατί μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Μεγαλύτερη είναι η σημασία του κατά την γνώμη μας για δύο βασικούς λόγους.

Με το πρόγραμμα αυτό η Ελλάδα βγαίνει από την μαύρη λίστα των χωρών που επέδειξαν δημοσιονομική ανευθυνότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Το αυξημένο μερίδιο που προβλέπεται για την χώρα μας, περίπου 32 δισ. ευρώ, δεν οφείλεται μόνο στην αντιμετώπιση των δυσμενέστερων συγκριτικά με τις άλλες χώρες οικονομικών συνεπειών από την πανδημία αλλά και αναγνώριση του σημαντικού γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ρόλου που έχει η χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή της και στην ΕΕ γενικότερα (πύλη εισόδου παράνομων μεταναστών, τουρισμός, ναυτιλία κλπ).

Αποτελεί επίσης επιβράβευση της επιτυχούς και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας όχι μόνο σε υγειονομικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι η συμβολή του προγράμματος σε ενδεχόμενη και αναμενόμενη αλλαγή της νοοτροπίας κυβερνώντων και κυβερνωμένων όσον αφορά την διαχείριση των χρημάτων από την ΕΕ. Οι χρηματοδοτήσεις θα γίνουν με την μορφή επιχορηγήσεων και δανείων, οι δε επιχορηγήσεις δεν θα δοθούν με την μορφή που δίνονταν τις δεκαετίες του 80, 90 και εν μέρει του 2000 χωρίς έλεγχο και λογοδοσία αλλά υπό τον όρο της απορροφητικότητας βάσει εγκεκριμένων πειστικών προγραμμάτων εκ μέρους των δικαιούχων κρατών.

Κατά συνέπεια η χώρα μας θα επωφεληθεί από το πρόγραμμα αυτό μόνο εάν έχει να επιδείξει σύνεση, επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα στην απορρόφηση των κονδυλίων, η απορροφιτικότητα των οποίων μπορεί να αλλάξει πραγματικά την μορφή της χώρας μας. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας δεικνύεται για άλλη μια φορά.

Η δε εποχή που η ΕΕ θεωρείτο μία φυτεία από λεφτόδενδρα ή η παχιά αγελάδα για άρμεγμα και διασπάθιση των χρημάτων της σε καταναλωτικές ή άλλες αδιαφανείς ανάγκες που όχι μόνο δεν προσέφεραν αλλά κατέστρεφαν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη πέρασε ανεπιστρεπτί. Αυτό ίσως θα είναι το μεγαλύτερο στοίχημα για την χώρα μας από το πρόγραμμα αυτό, εάν δείξει ότι συνειδητοποίησε την νέα πραγματικότητα.