Γιατί μας αφορούν οι εξελίξεις στην Ιταλία

Γιατί μας αφορούν οι εξελίξεις στην Ιταλία

Της Μαίρη Βενέτη

Οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας στην παγκόσμια ανάπτυξη, η πλήρης έλλειψη ορατότητας για το πώς θα αποχωρήσει η Βρετανία από την Ε.Ε και οι εντάσεις ανάμεσα στην Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η πρώτη τριάδα των λόγων που έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα αποστροφής του επενδυτικού κινδύνου και κατεύθυνσης προς τα επενδυτικά καταφύγια.

Έτσι, πέρα από την άνοδο στον χρυσό, το ελβετικό φράγκο και το γιεν, καλές επιδόσεις κατέγραψαν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, με τις αποδόσεις του 10ετούς να οδηγούνται στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2017.
Θετικές επιδόσεις είχαν και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα, με πρωταγωνιστές τα γερμανικά, που θεωρούνται από τα πιο ασφαλή στοιχεία ενεργητικού.

Κλασσική εξέλιξη, μιας και εδώ και καιρό οι επενδυτές όταν φοβούνται προτιμούν να πληρώνουν έναντι να διακρατούν κρατικά ευρωπαϊκά ομόλογα.

Με δύο εξαιρέσεις. Την Ιταλία και την Ελλάδα..

Η Ιταλία αντικαθιστά την Ελλάδα στην κλίμακα ρίσκου

Αυτό που ανέδειξε η αγορά ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι πια το φόβητρο της Ευρώπης.

Το ιταλικό χρέος έχει πάρει την σκυτάλη του συστημικού ρίσκου από την Ελλάδα, καθώς η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς υποχώρησε κάτω από το 3%, με το πενταετές μάλιστα να κινείται κάτω από το αντίστοιχο ιταλικό.

Καθώς η Ιταλία αποτελεί το νέο επίκεντρο των ανησυχιών, η Αθήνα επωφελείται περισσότερο από την ζήτηση για μεγαλύτερες αποδόσεις, τις οποίες ,όπως αναφέραμε, σε επίπεδο κρατικών ομολόγων οι επενδυτές τις ψάχνουν με το κιάλι.

Οι φόβοι ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ιταλίας θα υπερβεί το όριο 3% της Ε.Ε. την επόμενη χρονιά, κρατάει σε υψηλά επίπεδα το spread του ιταλικού έναντι του γερμανικού ομολόγου. Σε αυτό βέβαια συνεπικουρεί και το γεγονός ότι τα δύο κόμματα του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού, Πέντε Αστέρια και Λέγκα, έρχονται σε σύγκρουση ολοένα και συχνότερα.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν το πολιτικό ρίσκο της Ιταλίας αυτή την εποχή είναι μεγαλύτερο, με πολλούς αναλυτές να ενστερνίζονται την άποψη ότι έως τα τέλη του έτους, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα είναι τουλάχιστον 25 μονάδες βάσης χαμηλότερη έναντι του αντίστοιχου της Ιταλίας.

Εξέλιξη που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε από τη στιγμή που η δημοσιονομική κόντρα μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκαλεί νευρικότητα στους επενδυτές, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνονται οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας. 

Βέβαια η ελληνική αγορά ομολόγων χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ρευστότητας, ενώ αντίθετα η ιταλική αγορά κρατικού χρέους είναι μια από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης.

Οι επενδυτές όμως θεωρούν την συγκεκριμένη περίοδο πολύ πιο ριψοκίνδυνο να τοποθετηθούν στο ιταλικό χρέος, αντί σε ελληνικά ομόλογα.

Πιθανή αποσύνδεση της ελληνικής από την ιταλική αγορά ομολόγων

Αυτή η στροφή στην επενδυτική ψυχολογία είναι εξαιρετικά σημαντική για την Ελλάδα.

Ας μην ξεχνάμε ότι για το μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας δεκαετίας, το ελληνικό 10ετές ομόλογο ήταν ένα από τα πιο ριψοκίνδυνα assets.

Το γεγονός ότι ακούγεται ολοένα και συχνότερα ότι το ιταλικό χρέος είναι λιγότερο βιώσιμο από το χρέος της Ελλάδας, προοιωνίζει ότι οι δύο αγορές ομολόγων θα σταματήσουν να βιώνουν βίους παράλληλους.

Ήδη οι αποδόσεις των ελληνικών πενταετών κινούνται ως επί το πλείστον κάτω από τις αντίστοιχες των ιταλικών, γεγονός ενδεικτικό της αποκλίνουσας πορείας των δύο χωρών.

Η απεξάρτηση της ελληνικής αγοράς ομολόγων από την ιταλική είναι κομβικής σημασίας, γιατί εάν επιδεινωθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ιταλίας, οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους θα ενταθούν, ασκώντας περαιτέρω ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων. Αν η Ελλάδα εν το μεταξύ δεν παρουσιάσει ενδογενή προβλήματα, πιθανότατα αυτή τη φορά να μην επηρεασθεί.

Σκεφτείτε για παράδειγμα το εξής: Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών μετά το θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές οδήγησε σε ράλι τα ελληνικά ομόλογα, καθώς ανοίγει η πόρτα για μια περισσότερο φιλική προς τις αγορές κυβέρνηση.

Στον αντίποδα, η Ιταλία έχασε το ράλι στις διεθνείς αγορές ομολόγων μετά τις ισχυρές επιδόσεις της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι και τους φόβους για πτώση της κυβέρνησης που πυροδότησαν οι δηλώσεις του τη βραδιά της εκλογικής του νίκης.

Κακά τα ψέματα, από τη στιγμή που στις ευρωεκλογές ο ένας στους τρεις Ιταλούς ψήφισε υπέρ του κόμματός του, ο Σαλβίνι είναι σήμερα ο de facto πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Το σύνθημα του, εμπνευσμένο από τον Τραμπ, «Η Ιταλία πάνω απ'όλα» προδίδει την διάθεση του να οδηγήσει τη διαμάχη της Ιταλίας με την Ε.Ε σε εξαιρετικά υψηλούς τόνους.

Μπορεί υπό την απειλή παραίτησης του πρωθυπουργού Τζιουζέπε Κόντε να έσπευσε να κάνει καθησυχαστικές δηλώσεις, αλλά ο Σαλβίνι δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι είναι έτοιμος να συναντήσει τους κυβερνητικούς του εταίρους όποτε το θελήσουν εκείνοι, αλλά θέλει να δει το υπουργικό συμβούλιο να ενεργεί με πολύ ταχύτερους ρυθμούς και προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που εκείνος θεωρεί απαραίτητες.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν θα θεωρούσαμε καθόλου απίθανο το spread μεταξύ των αποδόσεων του ελληνικού και του ιταλικού δεκαετούς- που υποχώρησε έντονα αμέσως μετά τις ευρωεκλογές -να καταστεί ακόμα και αρνητικό, αντανακλώντας τις συγκριτικά χειρότερες οικονομικές προοπτικές στην Ιταλία, το λιγότερο βιώσιμο χρέος, το μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο και την επιδείνωση των σχέσεων με την Ε.Ε.

Γιατί το ιταλικό χρέος έχει μεγαλύτερο ρίσκο

-Οι μεταρρυθμίσεις από μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ενδέχεται να ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη στην Ελλάδα, τόσο το 2019 όσο και το 2020.

- Το ελληνικό χρέος μπορεί να είναι σε υψηλότερα επίπεδα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, βρίσκεται όμως σε πτωτική τροχιά και έχει αναδιαρθρωθεί με ευνοϊκούς όρους. Ως εκ τούτου, το μερίδιο χρέους στο ΑΕΠ που αναμένεται να αποπληρωθεί την επόμενη διετία είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα έναντι της Ιταλίας.
Εάν η ιταλική ανάπτυξη επιδεινωθεί, οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους αναμένεται να ενταθούν, ασκώντας ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις και κατατάσσοντας το ιταλικό χρέος πολύ πιο επικίνδυνο asset από το ελληνικό.

- Η σχέση της Ρώμης με την ΕΕ είναι ήδη τεταμένη. Οι προειδοποιήσεις από την Κομισιόν στην ιταλική κυβέρνηση για την έλλειψη προόδου όσον αφορά την ευθυγράμμισή της με τα κριτήρια του χρέους, μας προετοιμάζουν για νέες συγκρούσεις.

- Η Ιταλία κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των 28 χωρών μελών της ΕΕ -μετά την Ελλάδα-όσον αφορά τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ της, που φθάνει σε ποσοστό το 132,2%.

Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι ενέχει λιγότερο ρίσκο σε σχέση με την Ελλάδα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, κρίνοντας και από την απόκλιση στις αξιολογήσεις.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το spread των ιταλικών ομολόγων είναι πολύ κοντύτερα σε αυτό της Ελλάδας παρά σε αυτό της Πορτογαλίας, που έχει επίσης αξιολόγηση ΒΒΒ, δείχνει ξεκάθαρα ότι η Ιταλία αποτιμάται ήδη από τους επενδυτές ως ένας οφειλέτης που δεν υπάγεται σε επενδυτική βαθμίδα.

Ο κίνδυνος για τις ελληνικές εξαγωγές

Μπορεί για τα ελληνικά ομόλογα οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα να είναι μια έμμεση πριμοδότηση, αυτό όμως δεν ισχύει και για τις ελληνικές εξαγωγές.

Η Ιταλία εδώ και χρόνια αποτελεί το σημαντικότερο προορισμό των ελληνικών εξαγωγών, με τις εξαγωγές προς τη γείτονα χώρα το 2018 να εμφανίζουν αύξηση κατά 12,2%, από 3.055,5 εκατ. ευρώ σε 3.429,3 εκατ. ευρώ.

Ως εκ τούτου αποτελεί μια πολύτιμη αγορά για τους Έλληνες εξαγωγείς, γι'αυτό και το σενάριο μιας μεγαλύτερης επιβράδυνσης στην ιταλική οικονομία θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στην ελληνική οικονομία.

Ήδη άλλωστε, παρόλο που το πρώτο τρίμηνο του 2019 η Ιταλία εξακολουθεί να έχει την πρώτη θέση υποδοχής των ελληνικών προϊόντων –με την Γερμανία και την Κύπρο να συμπληρώνουν την πρώτη τριάδα- οι εξαγωγές εμφάνισαν μείωση κατά 5,2% και ανήλθαν σε 800,4 εκατ. ευρώ από 844,1 εκ.ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2018.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες