Φ. Σαχινίδης: Να πάρουν το ρίσκο τους και οι επιχειρηματίες

Φ. Σαχινίδης: Να πάρουν το ρίσκο τους και οι επιχειρηματίες

Το ζήτημα δεν είναι αν αρκούν ή όχι τα κρατικά χρήματα, αλλά αν και οι επιχειρηματίες θα πάρουν ρίσκα, τα οποία είναι και συνώνυμα με το επιχειρείν, σημειώνει στο liberal.gr ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης αναφορικά με την συζήτηση για το πως θα επανεκκινήσει η οικονομία.

Αν μάλιστα χρειαστεί τελικά το κράτος να στηρίξει κάποιες επιχειρήσεις με κεφάλαια, τότε, όπως λέει, αυτό θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους και με την προϋπόθεση συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο αυτών των εταιρειών. «Όταν οι συνθήκες βελτιωθούν, τότε το Δημόσιο θα πουλήσει με όφελος την συμμετοχή του στις εταιρείες που θα κληθεί να στηρίξει», αναφέρει χαρακτηριστικά. 

Χαρακτηρίζει θετική την γαλλογερμανική πρόταση που προβλέπει όχι μόνο δάνεια αλλά και επιχορηγήσεις, επισημαίνει ωστόσο ότι ακριβώς επειδή οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, όποιοι και αν είναι αυτοί, θα είναι στην ουσία διαθέσιμοι στις χώρες-μέλη προς τα τέλη του 2020 ή από το 2021, χρειάζεται η κυβέρνηση να τους συνδυάσει με ένα εμπνευσμένο ελληνικό σχέδιο για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:

- Διαφαίνεται ότι έχει επέλθει συμβιβασμός μεταξύ του μετώπου Αυστρίας - Ολλανδίας - Δανίας - Σουηδίας και της Γαλλίας - Γερμανίας ενόψει της σημερινής απόφασης που θα ανακοινώσει η Κομισιόν. Ποια η γνώμη σας;

Θεωρώ ότι τα πιο κρίσιμα ζητήματα σε ότι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης είναι: το συνολικό ποσό του Ταμείου, το ποσό που θα δοθεί ως επιχορήγηση, οι όροι για τις επιχορηγήσεις και για τα δάνεια και ο τρόπος αποπληρωμής των ομολόγων που θα εκδώσει η ΕΕ για να εξασφαλίσει τους πόρους του Ταμείου. Αν δηλαδή θα επιτραπεί στην ΕΕ να δημιουργήσει νέα ίδια φορολογικά έσοδα επιβάλλοντας για παράδειγμα περιβαλλοντικούς φόρους. Σε αυτά τα πεδία θα πρέπει να επιτευχθούν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί. Πιστεύω ότι τελικά θα πάμε σε μια λύση που θα ξεκινά από τη Γαλλογερμανική πρόταση και θα απαντά και στις ανησυχίες των τεσσάρων κρατών. Με προβληματίζει όμως το γεγονός ότι οι χώρες του Νότου δεν παρενέβησαν σε αυτή την αντιπαράθεση των χωρών του Βορά.

Η γαλλογερμανική πρόταση περιλαμβάνει 500 δισ ευρώ. Το ποσό αυτό είναι μικρότερο σε σχέση με την εκτίμηση της Πρόεδρου της ΕΚΤ κ. Λαγκάρντ ότι οι ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας για την αντιμετώπιση της κρίσης ανέρχονται σε 1,5 τρισ. ευρώ. Το θετικό όμως της γαλλογερμανικής πρότασης είναι ότι προβλέπει επιχορηγήσεις και όχι μόνο δάνεια όπως προτείνουν οι τέσσερις χώρες.

EKT

Αυτό έχει μεγάλη σημασία για μια οικονομία όπως η Ελληνική η οποία έχει μεγάλο δημόσιο χρέος. Γιατί όλα τα άλλα προγράμματα της ΕΕ που έχουν ανακοινωθεί προβλέπουν δάνεια. Πράγμα που σημαίνει ότι αν τα χρησιμοποιήσει η Ελλάδα θα δει το χρέος της να αυξάνεται. Σε αυτή την περίπτωση, αν η κυβέρνηση της ΝΔ αποτύχει να εξασφαλίσει την παράταση της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πέραν και του 2021 ή αν αλλάξει στάση η ΕΚΤ ως προς την αποδοχή ελληνικών ομολόγων τότε η χώρα θα κληθεί να ακολουθήσει μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Είναι λοιπόν κρίσιμο για τη χώρα, η κυβέρνηση της ΝΔ να διεκδικήσει για την Ελλάδα όσο το δυνατόν μεγαλύτερα ποσά επιχορηγήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θεωρώ ότι επιχορηγήσεις από το Ταμείο δεν θα διεκδικήσουν μόνο οι χώρες του Νότου αλλά και περιοχές η επιχειρήσεις του Βορά που χτυπήθηκαν από την κρίση.

Για το λόγο αυτό στα κριτήρια που θα τεθούν για την χορήγησή τους πρέπει η κυβέρνηση να διεκδικήσει να συμπεριληφθούν η ανεργία πριν την κρίση, η μακροχρόνια ανεργία όπως και οι απώλειες της οικονομίας σε σχέση με την επίδοση που θα είχε το 2020 αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση πανδημίας.

Πάντως ότι και αν αποφασιστεί για το Ταμείο Ανάκαμψης δύσκολα θα επηρεάσει την πορεία της οικονομίας το 2020 αφού στην καλύτερη των περιπτώσεων οι πόροι του θα είναι διαθέσιμοι το 2021. Άρα το τι θα εξασφαλίσουμε από τα Ταμείο Ανάκαμψης θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό αν θα καταφέρουμε το 2021 να αναπληρώσουμε στο σύνολό τους τις απώλειες του 2020.

- Πιστεύετε ότι μπορεί να πάνε καλύτερα τα πράγματα στον τουρισμό και να πετύχουμε τελικά ύφεση 6% όπως προβλέπει το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος ή ακόμη και 4,5% όπως εκτιμά στο καλό της σενάριο;

Η τουριστική περίοδος φέτος θα είναι μικρότερη, όχι μόνο γιατί δεν έχει ξεκινήσει ακόμη αλλά και επειδή ένα πιθανό δεύτερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο μπορεί να αποτρέψει πολλούς να επισκεφτούν τη χώρα. Επομένως, το τελικό μέγεθος της ύφεσης θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των τουριστών που θα αποφασίσουν να επισκεφτούν τη χώρα, από το αν θα υπάρξει και δεύτερο κύμα πανδημίας και αν θα αποφασιστεί ένα νέο lockdown και από τη δυνατότητα και αποφασιστικότητα των τραπεζών να διοχετεύσουν την αναγκαία ρευστότητα στην οικονομία.

Με βάση τα όσα προανέφερα και το γεγονός ότι την ελληνική οικονομία την βαραίνουν ο μεγάλος αριθμός κόκκινων δανείων, η χρόνια αποεπένδυση και το υψηλό ποσοστό ανεργίας, η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για ύφεση της τάξης 4,5% είναι πολύ αισιόδοξη. Ελπίζω, η ύφεση στην Ελλάδα να είναι μικρότερη η κοντά στη ύφεση που έχει εκτιμήσει η ΕΕ για την Ευρωζώνη δηλαδή 7,7% και την επόμενη χρονιά να καταφέρουμε να καλύψουμε το σύνολο της απώλειας του 2020 ή το μεγαλύτερο μέρος από αυτή.

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

- Σίγουρα ο τουρισμός έχει βοηθήσει πολύ την Ελλάδα στα χρόνια της δεκαετούς κρίσης, αλλά ανέδειξε και κάποιες αδυναμίες στο παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Ποια η γνώμη σας ;

Η εμπειρία από την κρίση πανδημίας μας δίνει και μια κατευθυντήρια οδηγία για την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Η μονομερής εξάρτηση της από ένα κλάδο όπως είναι ο τουρισμός ακόμη και αν αυτός είναι ανταγωνιστικός και εξωστρεφής την καθιστά ευάλωτη σε διαταραχές όπως αυτή της κρίσης πανδημίας.

Επομένως στις προτεραιότητες της επόμενης ημέρας θα πρέπει να συμπεριληφθεί η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου ώστε να είναι εξωστρεφές, ανταγωνιστικό αλλά και πιο ισορροπημένο στους επιμέρους τομείς της οικονομίας.

Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο σχεδιασμό για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων των επόμενων χρόνων αλλά και στο που θα πρέπει να προσανατολιστούν τα κεφάλαια που θα διοχετευτούν στην οικονομία στα επόμενα χρόνια.

Χρειάζεται λοιπόν διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους, σχεδιασμός και πρωτοβουλίες από κοινού κράτους και ιδιωτών γιατί αν αφεθεί αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου το πιο πιθανό είναι ότι για άλλη μια φορά θα χάσουμε την ευκαιρία να εξασφαλίσουμε ένα πιο ισορροπημένο παραγωγικό πρότυπο.

- Ένα μεγάλο ερώτημα παραμένει το αν θα ρίξουν τελικά οι τράπεζες χρήματα στην αγορά, πόσα και πότε. Πιστεύετε ότι θα δούμε τα δάνεια αυτά να πέφτουν στην οικονομία και αν ναι, σύντομα;

Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι θα ρίξουν στην οικονομία 15-16 δις και έχουν προχωρήσει σε σχετικές ανακοινώσεις. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους διαμαρτύρονται ότι σε πολλές περιπτώσεις αποκλείονται από τα προγράμματα που έχουν ανακοινωθεί λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων ιδιαίτερα των προγραμμάτων με ευρωπαϊκούς πόρους.

Μην ξεχνάμε ότι πάνω από το 50% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεχίζει να εντάσσεται στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ή έχει ήδη λάβει αναδιαρθρώσεις για τα δάνεια τους κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης. Αυτό δημιουργεί προβληματισμούς ως προς τη δυνατότητα τους να εξυπηρετήσουν νέα δάνεια ακόμη και με ευνοϊκούς όρους λόγω της εγγύησης του δημοσίου.

Για να εξασφαλιστεί λοιπόν η επανεκκίνηση της οικονομίας είναι αναγκαίο και οι επιχειρηματίες να συνεισφέρουν στην προσπάθεια με δικά τους κεφάλαια για να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους. Να μην περιοριστούν μόνο στα κεφάλαια που θα εξασφαλίσουν από την τραπεζική χρηματοδότηση. Το ζήτημα, δηλαδή, δεν είναι αν αρκούν ή όχι τα κρατικά χρήματα, αλλά αν και οι επιχειρηματίες θα πάρουν ρίσκα, τα οποία είναι και συνώνυμα με το επιχειρείν. Αν παρ’ όλα αυτά χρειαστεί το κράτος να στηρίξει κάποιες επιχειρήσεις με κεφάλαια, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει με την προϋπόθεση συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο αυτών των εταιρειών. Όταν οι συνθήκες βελτιωθούν τότε το δημόσιο θα πουλήσει με όφελος τις συμμετοχές του στις εταιρείες που θα κληθεί να στηρίξει με κεφάλαια.

- Έτερο μεγάλο ερώτημα είναι τα «κόκκινα» δάνεια. Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί;

Οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια νέα κρίση όταν τα χαρτοφυλάκια τους τα βαραίνουν οι συνέπειες της προηγούμενης κρίσης που οδήγησε σε μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια χρηματοδότησαν πολλές εταιρείες που εξαρτώνται από την τουριστική κίνηση. Αυτές τώρα πλήττονται και θα βρεθούν σε δύσκολη θέση ως προς τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους. Άρα είναι δεδομένο ότι στα παλαιά δάνεια θα προστεθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων γεγονός που θα περιορίσει ως ένα βαθμό τις τράπεζες να συνεισφέρουν στο πέρασμα της ρευστότητας στην οικονομία. Αυτό θα φανεί στην πλήρη του έκταση τα επόμενα χρόνια όταν αναστραφεί η τρέχουσα χαλάρωση που έχει επιτραπεί σε ορισμένα εποπτικά κριτήρια.

Μια ιδανική λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θα ήταν η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Bad Bank. Εκτιμώ όμως ότι οι συνθήκες στην ΕΕ δεν είναι ώριμες για να προχωρήσει η λύση αυτή. Άρα η μόνη λύση είναι η δημιουργία μιας Ελληνικής Bad Bank. Όμως αυτό σημαίνει ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να εξασφαλίσει τα αναγκαία κεφάλαια για να συμμετάσχει σε μια Bad Bank. Αυτή είναι μια δύσκολη απόφαση στην παρούσα συγκυρία.

Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ελλείψει Ευρωπαϊκής λύσης το κόστος εκκαθάρισης ενός αυξημένου όγκου κόκκινων δανείων είτε έμμεσα είτε άμεσα θα φθάσει κάποια στιγμή στο δημόσιο (μέσω κατάπτωσης εγγυήσεων, απομείωσης αξίας συμμετοχών του ή και τελικά ανάγκης παροχής νέων κεφαλαίων).