Ένα όραμα για την Ελλάδα

Έχω πει κι άλλες φορές πως δεν ζητώ πολλά. Το μόνο που θέλω είναι να ζω σε μια κανονική, ήρεμη, βαρετή χώρα. Και αυτή να είναι η Ελλάδα —προφανώς—, όχι το Λουξεμβούργο ή ο Καναδάς. Δεν θέλω η χώρα μου να αναφέρεται στις ειδήσεις. Δεν θέλω να είναι συνώνυμο κανενός πράγματος, καλού ή κακού. Βασικά, δεν θέλω να κάνει τίποτε. Να υπάρχει μόνο.
 
Ναι, προφανώς τη θέλω να είναι φιλελεύθερη, δηλαδή να προασπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να έχει ελεύθερη αγορά και ισχυρό κοινωνικό κράτος. Άρα —θα πεις— να έχει και λεφτά, γιατί δικαιώματα και κοινωνικό κράτος με χωρίς λεφτά δεν έχει. Ορθόν. Αλλά όμως κατά τα άλλα τη θέλω να είναι βαρετή. Γιατί; Γιατί μόνο οι βαρετές χώρες έχουν να επιδείξουν σοβαρό έργο στις τέχνες και τα γράμματα, και μένα η πετριά μου είναι αυτά ακριβώς. Ή μάλλον: η δεύτερη πετριά μου. Την πρώτη την είπαμε: είναι η βαρεμάρα, η τεμπελιά· ο μπόλικος ελεύθερος χρόνος· το χασμουρητό μέσα σε ένα μουσείο και οι ώρες της ραστώνης μέσα σε ένα φορτωμένο εκπλήξεις βιβλιοπωλείο· το να έχεις να επιλέξεις τις Κυριακές τα πρωινά από μία μεγάλη γκάμα εδεσμάτων για πρωινό ή δεκατιανό στο καφέ που προτιμάς, αλλά και πάλι να μην ξέρεις τι θες. Η βαρεμάρα, στους αντίποδες του αντάρτικου και του Far West, είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του πολιτισμού. Σκεφτείτε το Star Trek, όπου η γη έχει λύσει τα θέματά της, οι πάντες έχουν τα πάντα, και από τη βαριεστημάρα τους φτιάχνουν αστρόπλοια για να εξερευνήσουν τον Κόσμο ώστε να ’χουν να καταγίνονται με κάτι.
 
Εν πάση περιπτώσει, αυτά δεν θα τα ’χω ακόμη κι αν σπάσω το οικογενειακό μας ρεκόρ μακροβιότητας. Εξ ου και, αντ’ αυτών, έχω και ένα όραμα για την Ελλάδα. Ένα προσωπικό, μικρό και περιορισμένο όραμα, μιας και είμαι και πατριώτης και με συγκινούν πράγματα όπως η σημαία, ο Ύμνος και κάτι τέτοια. Ποιο όραμα έχω; Αυτό: να γίνει πρώτη σε κάτι. Σε τι; Σε οτιδήποτε, δεν με νοιάζει ο τομέας. Ας είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή το διάστημα που είπαμε και πριν. Μολονότι —το αναγνωρίζω— δεν μπορούμε να είμαστε πρώτοι ούτε στα τυριά ούτε στους πυραύλους: θα έπρεπε να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε κράτη που προηγούνται ήδη κατά αιώνες — ειδικά στα τυριά. Οπότε ούτε στα γαλακτοκομικά, ούτε στο διάστημα.
 
Όπως επίσης δεν μπορούμε να γίνουμε πρώτοι στις κλασικές σπουδές, πες, αν και θα έπρεπε. Και το «θα έπρεπε» το εννοώ, καθώς —κοίτα να δεις— τυχαίνει να ΕΙΜΑΣΤΕ η Ελλάδα. Μπορεί να είναι 100% συμπτωματικό που ΕΙΜΑΣΤΕ η Ελλάδα, μπορεί να έχουμε ένα πολύ χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικό σύστημα και, συνολικά, κακά, βρόμικα και επικίνδυνα πανεπιστήμια (ω, ναι: επικίνδυνα), αλλά και πάλι: ΕΙΜΑΣΤΕ η Ελλάδα, πώς να το κάνουμε τώρα, και μάλιστα κανείς άλλος δεν είναι. Νά κάτι που θα μπορούσαμε (βλέπε: θα έπρεπε / οφείλαμε) να εκμεταλλευτούμε. («Αιγαιακόν: Το #1 πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Σπουδών στο σύμπαν. Γραφτείτε σήμερα, με δίδακτρα τον προϋπολογισμό ενός μεγάλου Δήμου για όσους τα ’χουν. Υποτροφίες δεκτές»). Φευ, δεν το κάνουμε. Δεν μας νοιάζει. Τα κόμματα που ψηφίζουμε δεν το ’χουν προτεραιότητά τους, η παιδεία δεν φέρνει ψήφους, και έχουμε πολεμήσει τον εκσυγχρονισμό της ανώτατης εκπαίδευσης όσο μπορούσαμε, κι ακόμα παραπάνω. Τον πολεμήσαμε με νύφες και μ’ αγγόνια. Και θα πεθάνουμε απ’ αυτό. Κάθε μέρα πεθαίνουμε άλλωστε απ’ αυτό.
 
Θα ήθελα, άρα, κάτι άλλο, κάτι στο οποίο θα είχαμε τις δυνατότητες να γινόμασταν πρώτοι. Ξαναλέω, δεν με νοιάζει τι. Θα μπορούσε να ήταν ένας τομέας όπως φέρ’ ειπείν οι πράσινες μορφές ενέργειας. Να λέγαμε, «Κόβουμε μπάτζετ από δω κι από κει, παίρνουμε λίγο τα μαλλιά του κράτους στα πλάγια, καλούμε όλους τους σούπερ ειδικούς του πλανήτη υπό την Γαλανόλευκο, φτιάχνουμε εργαστήρια, χαμπ και ερευνητικά κέντρα σαν αυτά που βλέπεις στις ταινίες στην Εύβοια και στις Κυκλάδες, και καθόμαστε μετά όλοι μαζί να δείξουμε στον κόσμο πώς πάει το πράγμα. Πότε; Σε δέκα χρόνια από τώρα».
 
Ε ναι, ούτε αυτό θα γίνει. Δεν θα γίνει. Όπως δεν θα γίνει και καμία τέτοιου ή παραπλήσιου τομέα τεχνολογική καινοτομία στην Ελλάδα. Γιατί δεν μας ταιριάζει. Δεν το θέλουμε. Προτιμούμε κάτι εισαγωγής. 
 
Αλλά τότε τι; Σας είπα, δεν ξέρω. Κάτι. Οτιδήποτε. Δεν εννοώ βέβαια τη μεγαλύτερη λαγάνα στον κόσμο, ή το μεγαλύτερο φεστιβάλ κλαρίνου. Ονειρεύομαι κάτι κανονικό, όχι κάτι εφιαλτικό. Π.χ., να φτιάξουμε έναν νέο διεθνή κανονισμό για το άσυλο, ή για το Προσφυγικό γενικώς. Να πούμε, «Αυτό είναι, έτσι πρέπει να δουλεύει το πράγμα, καταλάβετέ το πως αλλιώς δεν θα δούμε χαΐρι. Και καταλάβετε ότι αλλιώς. Δεν. Μας. Συμφέρει». Λέμε και ξαναλέμε όλα ετούτα τα χρόνια που μας δίνουν αυτό το χαμηλό βήμα πως ακόμα είμαστε στην αρχή ενός φαινομένου που θα φουντώσει μέσα στο επόμενο διάστημα. Δεν μπορεί παρά να φουντώσει. Επομένως, ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να προσφέρουμε λάσπη και απόγνωση στους ξένους μας, να ξοδεύουμε στον βρόντο τα ευρωπαϊκά κονδύλια που μας παρέχονται και να αυτοσχεδιάζουμε στα τυφλά, σαν μία επιτροπή από Άβερελ, όποτε το πράγμα δείχνει να ξεφεύγει. Αλλά μπα, ούτε κι αυτό θα το κάνουμε. Θα πάμε πάλι στα τυφλά, σαν μία επιτροπή από Άβερελ, ωραίοι σαν Έλληνες.
 
Ή, πες, να ετοιμάζαμε, λέει, ένα πρότυπο σύστημα αντιμετώπισης πανδημιών όπως, καλήν ώρα, αυτή με τον κορονοϊό. Να πούμε στους άλλους, «Ξεχάστε όσα ξέρατε, ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ πρέπει να λειτουργήσουν οι Αρχές παγκοσμίως έτσι και ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Την ξέρετε τη φωνή που σας ομιλεί. Είναι η Ελλάδα». Αντ’ αυτού, τα χάλια μας ΚΑΙ εδώ είναι παραδειγματικά — παραδειγματικά προς αποφυγήν… 
 
Ας είναι. Δεν θα γίνει τίποτε από αυτά, ούτε και από οτιδήποτε άλλο βέβαια, και θα εξακολουθήσουμε να βαδίζουμε στις μυτίτσες, χλιαροί και μέτριοι. Αλλά τι να κάνεις; Να κάτσεις να μαλώσεις; Αφού έτσι είμαστε εμείς. Και άλλωστε, ποιος ξέρει; Μπορεί κάποια στιγμή να γίνουμε πράγματι πρώτοι στα γαλακτοκομικά. Ή έστω μόνο στη φέτα. 
 
Γιατί, καλά-καλά, ούτε σε δαύτην είμαστε.