Ελένη Τσαμαδού: Η έμπνευση είναι κάτι μυστηριώδες, σαν τη σύλληψη του ανθρώπου

Ελένη Τσαμαδού: Η έμπνευση είναι κάτι μυστηριώδες, σαν τη σύλληψη του ανθρώπου

«Το γράψιμο έτσι κι αλλιώς είναι επικίνδυνη άσκηση» για την Ελένη Τσαμαδού. Ποτέ δεν καταδέχεται να γράφει κάτι αβρόχοις ποσί, όλα της τα βιβλία είναι ασκήσεις μνήμης. «Γράφω ιστορικά μυθιστορήματα γιατί η Ιστορία ήταν για μένα πάντοτε ένα πεδίο που μου άρεσε να εξερευνώ. Να βρίσκω κρυμμένα μυστικά και ιστορίες ή πρόσωπα θαμμένα στη σκόνη του χρόνου, που ίσως είχαν επίδραση σε άλλα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Με άλλα λόγια μού αρέσει η λεγόμενη “μικρή ιστορία” και τα νήματα που τη συνδέουν με την εξέλιξη γνωστών ιστορικών γεγονότων. Είναι πεποίθησή μου ότι τα σημερινά θέματα δεν είναι καθόλου καινούργια, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται απλώς, όπως λέγεται, αλλά είναι ένας αδιατάρακτος κύκλος στη ροή του χρόνου».

Μας λέει στο Liberal.gr με αφορμή το καινούργιο της βιβλίο «Η εμμονή της μνήμης» το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα βιβλίο που αποτελεί Φόρο Τιμής στην Κύπρο όπου έζησε αμέσως μετά τη διχοτόμηση.

«Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσουν οι άνθρωποι κάτι που ακόμα ματώνει; Όταν πρέπει να δείξουν διαβατήριο για να δούνε έστω απ’ έξω τα σπίτια τους στην τουρκοκρατούμενη πλευρά, αυτά που τώρα έχουν άλλοι; Όταν η Αμμόχωστος 46 χρόνια παραμένει “πόλη-φάντασμα”; Δεν είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς την Ιστορία και τις πληγές της».

Διαβάστε την. Η Ελένη Τσαμαδού σ’ αυτό το βιβλίο αλλά και σ’ αυτήν εδώ τη συνέντευξη έχει κάτι σημαντικό να μας πει.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κυρία Τσαμαδού, ποια είναι η ασφάλεια ή τα αβαντάζ του ιστορικού μυθιστορήματος για τον συγγραφέα; Γιατί ο συγγραφέας καταφεύγει στην ιστορία για να πει θέματα σημερινά;

Δεν μπορώ να πω ότι η γραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος μου παρέχει κάποιου είδους ασφάλεια ή πλεονεκτήματα από οποιαδήποτε άλλης μορφής. Το γράψιμο έτσι και κι αλλιώς είναι επικίνδυνη άσκηση… Γράφω ιστορικά μυθιστορήματα γιατί η Ιστορία ήταν για μένα πάντοτε ένα πεδίο που μου άρεσε να εξερευνώ. Να βρίσκω κρυμμένα μυστικά και ιστορίες ή πρόσωπα θαμμένα στη σκόνη του χρόνου, που ίσως είχαν επίδραση σε άλλα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Με άλλα λόγια μού αρέσει η λεγόμενη «μικρή ιστορία» και τα νήματα που τη συνδέουν με την εξέλιξη γνωστών ιστορικών γεγονότων. Είναι πεποίθησή μου ότι τα σημερινά θέματα δεν είναι καθόλου καινούργια, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται απλώς, όπως λέγεται, αλλά είναι ένας αδιατάρακτος κύκλος στη ροή του χρόνου.

- Ποιες ιστορικές περίοδοι είναι εκείνες που σας ελκύουν και γιατί;

Όλες. Όπως σας είπα θεωρώ ότι η Ιστορία είναι ένας κύκλος χωρίς αρχή και τέλος. Αν όμως θα θέλατε να αναφερθώ σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο, θα έλεγα ότι με ελκύουν περισσότερο οι περίοδοι της Ιστορίας που σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής. Η Ύστερη Ρωμαϊκή εποχή και η μετανάστευση των λαών, το τέλος του Βυζαντίου, η χωρίς αποτέλεσμα προσπάθεια ένωσης Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας και η τουρκική κατάκτηση της Κύπρου στα 1571. Παράλληλα, όπως φαίνεται και από το αντικείμενο των βιβλίων μου, δεν με άφησε αδιάφορη η νεότερη Ιστορία της Ελλάδος, το τέλος του 19ου αιώνα, το σταφιδικό ζήτημα και το κύμα της μετανάστευσης στην Αμερική, ο Μεσοπόλεμος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή, το Ολοκαύτωμα, ο Εμφύλιος, η περίοδος της δικτατορίας. Όπως βλέπετε, όλα με έχουν συγκινήσει και με έχουν ωθήσει να γράψω.

- Τι ακριβώς σημαίνει η Κύπρος για σας; Υπήρξε κατά κάποιον τρόπο χρέος αυτό το βιβλίο;

Σωστά το διαβλέψατε. Το βιβλίο αυτό είναι φόρος τιμής για την Κύπρο. Αγαπώ την Κύπρο και τους Κυπρίους. Έχω ζήσει εκεί μεταξύ των ετών 1978 -1980, όταν ήταν ακόμη νωπές οι πληγές του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Έκανα φίλους, που έχω ακόμη. Χάρη σε αυτούς γνώρισα ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους, τα «έσω» τους, όπως τα λένε, που έγιναν πρόσφυγες στον τόπο τους. Έφυγαν κυνηγημένοι χωρίς να έχουν μαζί τους ούτε ένα αναμνηστικό της προηγούμενης ζωής τους, τις φωτογραφίες των γονιών και των παιδιών τους, για να αναφέρω μόνον αυτό. Είδα συγγενείς αγνοουμένων και μίλησα μαζί τους.

Είδα την Αμμόχωστο από μακριά και την τουρκική σημαία να ματώνει την πλευρά του Πενταδάκτυλου. Περπάτησα κοντά στην πράσινη γραμμή, είδα σπίτια και δρόμους εκεί γύρω τραυματισμένα και έκλαψα στο Νεκροταφείο της Μακεδονίτισσας. Είδα και τα σημάδια της ντροπής, τα ίχνη του «βομβαρδισμού» στο πραξικόπημα του Προεδρικού Μεγάρου. Τέλος, μίλησα με απλούς ανθρώπους, που είχαν στην καρδιά τους ακόμη την Ελλάδα και ένα μεγάλο «Γιατί», και ντράπηκα που δεν είχα απάντηση…

- Γιατί η μνήμη εμμένει στα δύσκολα και αυτό που συνέβη τότε στην Κύπρο με την εισβολή και τους αγνοούμενους και τη διχοτόμηση είναι κάτι που βασανίζει ακόμα και τα παιδιά που τότε δεν είχαν ακόμα καν γεννηθεί;

Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσουν οι άνθρωποι κάτι που ακόμα ματώνει; Όταν πρέπει να δείξουν διαβατήριο για να δούνε έστω απ’ έξω τα σπίτια τους στην τουρκοκρατούμενη πλευρά, αυτά που τώρα έχουν άλλοι; Όταν η Αμμόχωστος 46 χρόνια παραμένει «πόλη-φάντασμα»; Δεν είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς την Ιστορία και τις πληγές της. Ακόμα και στα παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί η Ιστορία των γονιών και των παππούδων τους «έχει ξεβάψει» πάνω τους, όπως λέει η φίλη και ομότεχνη μου Νοέλ Μπάξερ. Όπως έχει ξεβάψει στις νεότερες γενιές των Ποντίων και των προσφύγων της Μικράς Ασίας η δική τους ιστορία του ξεριζωμού και της καταστροφής.

- Είμαστε ακόμα και εκείνα που δεν θυμόμαστε;

Ο Γιουνγκ μίλησε για το «συλλογικό ασυνείδητο», την αρχέγονη γνώση που κληρονομούμε από τους προγόνους μας. Τίποτε δε χάνεται τελικά. Η μνήμη βρίσκει τρόπους να επιβιώνει, έτσι πιστεύω.

- Τι από το καινούργιο σας μυθιστόρημα έφτασε πρώτο σε σας και ποια ακριβώς έκπληξη σας κρατούσε για το τέλος;

Νομίζω με επισκέφτηκε η καλόγρια, η ηρωίδα του προηγούμενου μυθιστορήματός μου «Οι Άνεμοι του Χρόνου». Μου ζητούσε απαντήσεις στο ερώτημα που είχε θέσει στον ήρωα του ίδιου βιβλίου. Δεν ήξερα μέχρι το τέλος αν θα της έδινα την απάντηση.

- Κυρία Τσαμαδού, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Ευτυχώς, μπορώ να γράψω παντού, αρκεί να θέλω. Γιατί η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο τεμπέλα. Άμα όμως αρχίσω, ακόμα και ο κόσμος να χαλάει γύρω μου, δε με ενοχλεί καθόλου. Κλείνομαι, χάνομαι σε αυτό που κάνω.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Δυστυχώς, είμαι πλάσμα ανοργάνωτο. Η ιστορία πάνω στην οποία θα κινηθώ έρχεται και με βρίσκει, και με καθοδηγεί. Είναι κάτι μαγικό. Φοβάμαι πως αν έκανα πλάνο και αν ήξερα την αρχή και το τέλος, θα έχανα αυτή τη μαγική αίσθηση της γραφής που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει − αν σε βγάλει στο τέλος.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Η αλήθεια είναι πως όλα τα βιβλία μου γράφτηκαν κατά κάποιον παράξενο τρόπο. Είναι σαν να έρχονται να με βρίσκουν οι ήρωες και να μου λένε την ιστορία τους. Θυμάστε τι είχε πει κάποτε ο Γιώργος Θεοτοκάς; Η έμπνευση είναι κάτι μυστηριώδες, σαν τη σύλληψη του ανθρώπου· κάποια στιγμή, με τρόπο ανεξήγητο, αρχίζει να γεννιέται μια ιστορία μέσα σου, ήρωες αρχίζουν να σου μιλούν και πιέζουν να βγουν στο φως. Με κίνδυνο να θεωρηθώ γραφική, σας λέω πως κάπως έτσι γίνεται και με μένα.

Στο πρώτο μου βιβλίο μού μίλησε η «Μεγώ», η ιέρεια της Αρτέμιδας, που ακολούθησε τον Αλάριχο και τους «βαρβάρους» του. Στην πορεία ανακάλυψα πως κάποια ονόματα που είχα τυχαία χρησιμοποιήσει ήταν αληθινά. Το ίδιο και με την «Εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Μετά την έκδοση του βιβλίου δημοσιεύτηκε μια μελέτη καθηγητού του Ιονίου Πανεπιστημίου που διάβασε το όνομα της «Παγκάστης» σε επιτύμβια στήλη στη Βεργίνα και κατέληξε πως η εταίρα μου ήταν υπαρκτό πρόσωπο, όπως και εγώ πιστεύω, και όχι προϊόν ιστορικής μυθοπλασίας.

Να σας πω όμως το πιο σημαδιακό. Όταν έγραφα το βιβλίο Οι Άνεμοι του Χρόνου είχα κουραστεί από την πολλή μελέτη. Αποφάσισα να εγκαταλείψω αυτό το μυθιστόρημα και άρχισα να μαζεύω τα βιβλία που μελετούσα. Το Χρονικόν του Φραντζή έπεσε στο πάτωμα και έμεινε ανοιχτό σε μια σελίδα όπου ο συγγραφέας ανέφερε ότι μετά την Άλωση πήγε στην Αδριανούπολη και εξαγόρασε τη γυναίκα του που ήταν αιχμάλωτη.

Το συγκεκριμένο απόσπασμα έλεγε μάλιστα «ου μόνην, αλλά μετ΄ αυτής και την Χρυσοβεργίναν». Χρυσοβεργίνα όμως ήταν το όνομα που τυχαία είχα δώσει στην ηρωίδα μου, και μάλιστα την εμφάνιζα ως φίλη του Φραντζή και της γυναίκας του! Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Δεν ήταν αυτό σημάδι να συνεχίσω το γράψιμο; Αυτό έκανα. Δε θα σας πω όμως άλλα σημαδιακά που μου συνέβησαν όταν έγραφα αυτό το τελευταίο βιβλίο μου. Τελικά, υπάρχουν συμπτώσεις; Και επανέρχομαι στην προηγούμενη ερώτησή σας: Υπάρχει ασυνείδητη μνήμη που λειτουργεί εν αγνοία μας;

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Τεχνικές δεν έχω. Εμμονές ναι, μία συγκεκριμένα: ένα αρχαίο νόμισμα που χώνω με τρόπο σε όλα τα βιβλία μου, έτσι για γούρι.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Να μου μιλήσει. Να θέλει να φανερωθεί.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Να έρθει στα όνειρά μου και μετά να έρθει να τον γνωρίσω από κοντά, να πιούμε καφέ, να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε… Το τελευταίο είναι λίγο ενοχλητικό, επιμένουν να περάσει το δικό τους. Και για να δείτε πόσο τελικά με επηρεάζουν, σας λέω πως περνώντας κάποτε έξω από μια προπολεμική πολυκατοικία στο Κολωνάκι, για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν θα έμενε ακόμη εκεί η Νάσια, η ηρωίδα του βιβλίου μου Της Ζωής και της Αγάπης.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Ανέζα, η ηρωίδα του βιβλίου μου Οι Άνεμοι του Χρόνου. Την είδα πριν μου πει την ιστορία της. Μια ιστορία αρκετά πολύπλοκη με περιπέτειες και γνώσεις... Αυτή είναι η Χρυσοβεργίνα μου που σας είπα πιο πάνω..