Είναι άραγε η Τουρκία η κυρίαρχη της Μεσογείου;

Από τις πολλές υποθέσεις που θα μπορούσαν να γίνουν για τις επόμενες κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας στην Ανατολική Μεσόγειο η ελάχιστη και εγγύτερη στην πραγματικότητα είναι ασφαλώς ότι όσο η Τουρκία αισθάνεται δεδομένη την "ασυλία" που θα της προσφέρεται, έστω και με μοναδικό άλλοθι την απόσυρση των ερευνητικών πλοίων της από το Αιγαίο και την κυπριακή ΑΟΖ, ο άμεσος στόχος της θα παραμένει η διεύρυνση της ατζέντας των Διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα και η αλλαγή της βάσης για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος έτσι ώστε να αναβαθμίσει την παρουσία της στην περιοχή και να προωθήσει το σχέδιο της για συνεκμετάλλευση των φυσικών της πόρων.

Αντιστρόφως, όσο περισσότερες και ισχυρότερες θα είναι οι αντιστάσεις που θα συναντά στην προσπάθειά της αυτή τόσο περισσότερο η τακτική της θα αποβλέπει στην επίρριψη στην ελληνική και κυπριακή πλευρά της ευθύνης για τα όποια αδιέξοδα προκύψουν είτε στις ελληνοτουρκικές διαβουλεύσεις είτε στις συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού.

Με τις ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές να αποτελούν εκ των πραγμάτων μια κατά πολύ πιο αργόσυρτη διαδικασία ο αμέσως επόμενος σταθμός των διπλωματικών ελιγμών της θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, στην Νέα Υόρκη όπου προβλέπεται να πραγματοποιηθεί στις αρχές Μαρτίου η συγκαλούμενη με πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες Άτυπη Πενταμερής Διάσκεψη για το κυπριακό. Κατά πάσα πιθανότητα θα προηγηθεί της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα ξανατεθεί το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων αλλά μάλλον όχι και των κυρώσεων.

Θα έχει έτσι εκπεμφθεί το στίγμα της πορείας της Τουρκίας στα ταραγμένα ύδατα του μεσογειακού γαιωπολιτικού περιβάλλοντος με πολλαπλούς αποδέκτες. Διότι για ένα πράγμα δεν υπάρχει αμφιβολία: ότι στα ύδατα αυτά διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία).

Με την δυναμική μάλιστα που πλέον αναπτύσσεται στο πλαίσιο των πολυμερών διεθνών σχέσεων στα μέλη αυτά σύντομα θα προστεθεί η ραγδαία αυξανόμενης γαιωστρατηγικής σημασίας Ινδία. Κι αν η τελευταία δεν έχει ακόμα λόγο, η Κίνα, πέραν της οικονομικής διείσδυσης που επιχειρεί, όλο και περισσότερο ενδιαφέρεται για την διπλωματική παρουσία της στην περιοχή.

Μπορεί αυτή τη στιγμή το κυπριακό να μην την αφορά άμεσα, αλλά ο εντεινόμενος ανταγωνισμός της με τις ΗΠΑ σίγουρα εμπεριέχει και τα μεσογειακά, βορειοαφρικανικά και μεσανατολικά διακυβεύματα. Και είναι εξίσου σίγουρο ότι το κυπριακό από άλυτο δικοινοτικό πρόβλημα-κληρονομιά της παρακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας έχει μετεξελιχθεί σε ένα μείζονος γαιωστρατηγικής σημασίας πρόβλημα.

Μέχρι την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 η Τουρκία πίστευε ότι το είχε λύσει με την εισβολή του 1974 και την κατοχή του 37% των εδαφών της. Μετά την Συμφωνία του Ελσίνκι (1999) και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ η Τουρκία άρχισε να αλλάζει γνώμη. Ο Ερντογάν είχε ανέλθει στην εξουσία και η Άγκυρα επανεκτίμησε την κατάσταση θεωρώντας ότι "η μη-λύση" δεν ήταν μια "καλή λύση". Πολύ περισσότερο που είχε υψηλό οικονομικό κόστος με μικρό όφελος από πλευράς ασφαλείας του μαλακού τουρκικού υπογαστρίου και ακόμα μεγαλύτερους πειρασμούς μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Η ύπαρξή τους άλλωστε σε συνδυασμό με τις ανατροπές καθεστώτων και ισορροπιών στην ευρύτερη γειτονιά μετά την "αραβική άνοιξη" και την αμερικανική αναδίπλωση ήταν που κατέστησαν το κυπριακό κρίκο μια τεταμένης γαιω-οικονομικο-πολιτικής και στρατηγικής αλυσίδας αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων.

Ο δρόμος για την διευθέτησή τους θα είναι πολύ μακρύς και θα γίνει ακόμα μακρύτερος μετά την συστηματική προβολή ισχύος που η Τουρκία αποφάσισε να κάνει ξεδιπλώνοντας την επιθετική νεο-οθωμανική στρατηγική της από την Νοτιοανατολική Ασία μέχρι την Λιβύη και από τον Καύκασο μέχρι την Κεντρική Αφρική καθιστώντας κατ' αυτόν τον τρόπο πρώτης τάξεως επίδικο διεθνές ζήτημα την θέση που θα πάρει μεταξύ ευρασιατικού και ευρωατλαντικού στρατοπέδου.

Προς το παρόν, βέβαια, το μεγάλο ερώτημα είναι εάν στην πενταμερή του Μαρτίου και σε πείσμα των αποφάσεων του Σ.Α. η Τουρκία θα εμείνει με την ίδια κατηγορηματικότητα και εναντίον όλων στην υποστήριξη της λύσης των δυο κρατών ως της μόνης που εφεξής μπορεί να αποτελέσει την βάση οποιασδήποτε συζήτησης επί του κυπριακού.

Ο Ζοζέπ Μπορέλ εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέκλεισε κάθε τέτοιο ενδεχόμενο στέλνοντας το μήνυμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε καν διανοείται να μεταβληθεί η βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας επί της οποίας γινόντουσαν μέχρι σήμερα όλες οι προσπάθειες εξεύρεσης μιας αποδεκτής και βιώσιμης λύσης. Πολύ δε περισσότερο που δεν έχει καμιά όρεξη να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν νέο πονοκέφαλο, όπως θα είναι αυτός που θα της προκαλέσει η διχοτόμηση ενός κράτους-μέλους και η αμφισβήτηση de facto του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Η υποψήφια για τη θέση της Μονίμου Αντιπροσώπου των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Λίντα Τόμας-Γκρίνφιλντ, εκφράζοντας ταυτόχρονα την "βαθιά ανησυχία" της για "τις τουρκικές ενέργειες στα Βαρώσια, υποστήριξε ανοιχτά την "επανένωση του νησιού ως διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, η οποία θα ωφελήσει όλους τους κυπρίους, καθώς και την ευρύτερη περιοχή". Έστειλε έτσι με τη σειρά της το μήνυμα της νέας Διοίκησης Μπάιντεν για το πώς αντιλαμβάνεται την σταθερότητα στην περιοχή.

Οι επίφοβοι Βρετανοί, συνήθεις ύποπτοι του διεθνούς παρασκηνίου και των παλινωδιών στο κυπριακό, εμφανίστηκαν επίσης αρνητικότατοι στην ιδέα διαφοροποίησης της βάσης της ΔΔΟ, αν και κατά την χθεσινή επίσκεψή του στην Λευκωσία ο Βρετανός ΥΠΕΞ συνέστησε "ευελιξία" και ετοιμότητα για συμβιβασμό" αφήνοντας έτσι ανοιχτό το παράθυρο για αμφιλεγόμενες ερμηνείες της βρετανικής στάσης.

Μέχρι χθες ήμουν με αυτούς που στοιχημάτιζαν ότι η ανένδοτη επιμονή της Τουρκίας στη λύση των δυο κρατών ήταν απλώς ένας διαπραγματευτικός υπολογισμός με στόχο έναν συμβιβασμό συνομοσπονδιακού περιεχομένου με ανταλλάγματα ικανά να πείσουν την τουρκική κοινή γνώμη ότι ο Ερντογάν κέρδισε στην Ανατολική Μεσόγειο ό,τι δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να αποσπάσει στο Αιγαίο.

Σήμερα για δυο μόνον πράγματα είμαι πιο σίγουρος:

Το πρώτο είναι ότι από την εξέλιξη της Πενταμερούς θα αρχίσει να φαίνεται αν πλησιάζει ή όχι η ώρα της λύσης του κυπριακού υπό την πίεση ακριβώς διεθνών παραγόντων που πλέον θεωρούν πολύ επικίνδυνη την μη-λύση και τα παιχνίδια που παίζονται με αυτήν.

Το δεύτερο είναι ότι αυτή η Πενταμερής θα είναι διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Ακριβώς επειδή αυτή τη φορά το ζητούμενό της φαίνεται ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι να μηδενισθεί ο ιστορικός χρόνος και να αρχίσει από την αρχή η συζήτηση για το είδος της λύσης του κυπριακοού. Πράγμα που όμως θα αποτελεί μια πρώτη διπλωματική νίκη της Τουρκίας με πολλά παρεπόμενα.

Ιδιαίτερα σε περίπτωση που τα παρεπόμενα αυτά έρθουν να δικαιώσουν τον πρώην καγκελάριο και νυν διευθύνοντα σύμβουλο της GASPROM και εξ απορρήτων του Πούτιν Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Στο βιβλίο που ο τελευταίος ετοιμάζεται να εκδώσει και του οποίου αποσπάσματα προδημοσίευσε χτες η τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News επιρρίπτει ευθέως στην Ευρώπη και τη Γερμανία το κακό επίπεδο στο οποίο αυτές έχουν βρεθεί: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση είναι αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών της ΕΕ. Εμείς οι Ευρωπαίοι και ειδικά οι Γερμανοί, αντιμετωπίσαμε αυτή τη χώρα και τους πολίτες της με ταπεινωτικό και υποκριτικό τρόπο», γράφει.

Και συνεχίζει: «Η Ευρώπη οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Τουρκία έχει γίνει μια κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι». Για να προσθέσει: «Μια νέα παγκόσμια τάξη, την οποία έχουμε ανάγκη, αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για τη Δύση. Η Τουρκία, η Κίνα και η Ρωσία είναι σημαντικοί παίκτες στη διεθνή πολιτική. Η Δύση θα χάσει εάν αντιμετωπίσει αυτές τις χώρες με τη λογική του Ψυχρού Πολέμου».

Για να καταλήξει: «Η σκέψη ότι μια νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει μετά τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αναθεωρήσει την εξωτερική πολιτική της χώρας και θα πάψει να είναι μια δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο παραπέμπει σε εκείνους που δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν την κιμωλία από το τυρί».

Μήπως επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι, εκτός από αυτούς που τον αντιπαθούν, ο Σρέντερ έχει στην Γερμανία πολλούς που συμφωνούν μαζί του, αποφάσισε επιτέλους χθες να τους βάλει τις φωνές;