Δεσμευμένη Αναθεώρηση;

Δεσμευμένη Αναθεώρηση;

Του Θανάση Διαμαντόπουλου*

dΔεσμεύει τη δεύτερη αναθεωρητική Βουλή η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός των αλλαγών στο Σύνταγμα που θέλει να δώσει η πρώτη, η προτείνουσα;

Το θεσμικοπολιτικό αυτό ζήτημα είχε εδώ και καιρό τεθεί από επιστήμονες –τόσο δικαστικούς, του ΑΕΔ, όσο και ακαδημαϊκούς- ξανατίθεται δε τώρα, λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Με μια συμπεριφορά, μάλιστα, εκ μέρους του εισέτι κυβερνώντος κόμματος, η οποία συνιστά έμμεση ομολογία της πεποίθησης πως θα είναι μειοψηφία στην επόμενη Βουλή.

Ωστόσο το θέμα προκύπτει –πέραν της πολιτικής σκοπιμότητας- και για λόγους πολιτικοθεσμικής ουσίας : Θεωρητικά θα ήταν ασφαλώς προτιμότερο να προβλέπεται η πρώτη Βουλή να διαμορφώνει με κάποια πλειοψηφία –απόλυτη ή αυξημένη, αντίστοιχα δηλαδή 151 ή 180 ψήφων- το τελικό προτεινόμενο περιεχόμενο του αναθεωρούμενου άρθρου. Και η Βουλή που θα εκλεγεί στη συνέχεια, με αντίστροφη πλειοψηφία (180 ή 151), να υιοθετεί ή να απορρίπτει την προτεινόμενη μεταβολή χωρίς δυνατότητα παρέμβασης στο περιεχόμενο της, κατ' αρχήν τουλάχιστον. Έτσι, άλλωστε, το εκλογικό σώμα θα είχε τη δυνατότητα –έστω και αν αυτό δεν αποτελεί συνήθως το κύριο μέλημά του- να αποδέχεται ή να απορρίπτει, δια της διαμόρφωσης της σύνθεσης του Κοινοβουλίου, τις προτεινόμενες μεταβολές στο θεσμικό υπόστρωμα της δημόσιας ζωής του τόπου. Η δε δεύτερη Βουλή μόνο με πολύ αυξημένη πλειοψηφία, πχ των ? των μελών της, (θα ήταν ορθό) να μπορεί να αναδιατυπώνει ή να μεταβάλλει τη πρόταση της προηγούμενης.

Και με το υφιστάμενο συνταγματικό κείμενο, όμως, η αποδοχή κάποιας δεσμευτικότητας δεν είναι ολοσχερώς στερημένη πολιτικής λογικής: Θα ήταν άραγε δυνατόν, για παράδειγμα, με 180 ή και πολύ περισσότερους βουλευτές η παρούσα βουλή να κρίνει αναθεωρητέο το άρθρο 32 -που επί της ουσίας ορίζει ότι η Βουλή διαλύεται αν δεν εκλεγεί ΠτΔ με 180 ψήφους- και στη συνέχεια η επόμενη Βουλή να αποφασίζει, μάλιστα με 151 ψήφους, πως στο μέλλον θα διαλύεται το νομοθετικό σώμα, εάν καμία προεδρική υποψηφιότητα δεν υπερψηφιστεί πχ με 240 ψήφους; Δηλαδή θα ήταν δυνατόν η αναθεωρητική Βουλή να αγνοεί ολοσχερώς τη σχεδόν ομόφωνη βούληση της προτείνουσας να αποσυνδεθεί η προεδρική εκλογή από το ενδεχόμενο πρόωρης διάλυσης του Κοινοβουλίου και –μόνο και μόνο επειδή κρίθηκε αναθεωρητέο το σχετικό άρθρο που την προβλέπει- να καθιστά ακόμη συχνότερη τη διάλυση του νομοθετικού σώματος, λόγω αδυναμίας ανάδειξης ΠτΔ;

Από την άλλη, όμως, αν κανείς προκρίνει τη λογική ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου εις βάρος της γραμματικής, η οποία ευνοεί το αδέσμευτο της δεύτερης Βουλής από την κατεύθυνση που θα ήθελε να δώσει η πρώτη (εφόσον το 110, στις παραγράφους 2 και 3 λέει πως η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει μόνο την ανάγκη της αναθεώρησης και καθορίζει ποιες θα είναι οι αναθεωρητέες διατάξεις, ενώ γι' αυτές –δηλαδή για το περιεχόμενό τους- αποφασίζει η δεύτερη), τότε προκύπτει άλλο ζήτημα: Πώς και σε ποιο όριο θα καθοριστεί η δεσμευτικότητα της κατεύθυνσης, την οποία προδιαγράφει η εκάστοτε προτείνουσα Βουλή;

Μια λογική ερμηνεία, επομένως του Συντάγματος, κόντρα στη γραμματική του διατύπωση, ακόμη και αν κατευθυνόταν από τις αγαθότερες προθέσεις και όχι από πολιτικές ιδιοτέλειες , μάλλον θα δημιουργούσε περισσότερα ζητήματα απ' όσα θα επέλυε.

Τελικά το ορθότερο και προτιμότερο θα ήταν να αναθεωρηθεί και η διαδικασία αναθεώρησης, δηλαδή να κριθεί αναθεωρητέο το άρθρο 110. Ώστε στο μέλλον η πρώτη Βουλή να διαμορφώνει ολοκληρωμένη πρόταση και η δεύτερη, κατ' αρχήν, να την αποδέχεται ή να την απορρίπτει ως έχει. Δυστυχώς, όμως, δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Γενικότερα στο πλαίσιο της παρούσης διαδικασίας δεν ετέθησαν τα κατ' εξοχήν κρίσιμα ζητήματα. (Όπως, πχ, η αφαίρεση από τους δικαστές της δυνατότητας να οικειοποιούνται από την αιρετή και υπόλογη στον λαό πολιτική εξουσία τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους…). Οι Έλληνες, έγραφε στον Θεοτοκά ο Σεφέρης, γελοιοποιούν κάθε θεσμό. Προφανώς γελοιοποιούν ή ακυρώνουν ή αφυδατώνουν και τη διαδικασία παραγωγής ή αναθεώρησης των θεσμών. Κυρίως, δε, του κορυφαίου εξ αυτών: του Συντάγματος.

 

*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου.