Βιβλίων Δεκάλογος

Βιβλίων Δεκάλογος

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

ΕΝΑ. Δεν μιλάμε πια για την τυπογραφία. Μιλάμε για βιβλία –όχι για την τυπογραφία. Έχει σημασία αυτό; Δεν έχω ιδέα. Ίσως ναι, ίσως και όχι. Λίγοι κατέχουν κάποια ψήγματα εξειδικευμένης γνώσης –και στην τυπογραφία και παντού–, τα φυλούν μέσα τους, πού και πού τα ξεσκονίζουν, μα ως εκεί. Ποιος νοιάζεται για τέτοια; Όμως στ' αλήθεια, δεν μιλάμε πια για ομορφιά. Είναι λίγο σκοτεινοί οι καιροί, και μας θέλουν για άλλα: μας τραβάν απ' το μανίκι κι απ' τον γιακά. Είναι σωστό, βέβαια, να ακολουθεί κανείς την εποχή του, αλλιώς θα τρελαθεί. Μα το ξαναλέω: δεν μιλάμε πια για την τυπογραφία, δεν μιλάμε πια για την ομορφιά. Μα δόξα τω Θεώ μιλάμε για τα βιβλία.

ΔΥΟ. Ένας φίλος εκδότης, μικρός μεν αλλά πολύ, εξαιρετικά ποιοτικός συγκέντρωσε τα βιβλία που εξέδωσε μες στη χρονιά για να μου τα ταχυδρομήσει εδώ που μας έστειλαν η μοίρα και τα πράγματα. Ένα βράδυ μού το είπε πάνω στην κουβέντα, κι έτσι τα περίμενα. Όταν πέρασαν αρκετές εβδομάδες και δικαιολογημένα θορυβήθηκα και τον ρώτησα τι έγινε με την αποστολή, αναγκάστηκε να μου ομολογήσει (έγραφε κι έσβηνε πέντε λεπτά στο κουτάκι τού Messenger, κι όλο αυτό για μισή χούφτα λέξεις) πως τελικώς δεν τα πήγε ποτέ στο ταχυδρομείο. Το δέμα ήταν ακόμα εκεί, σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης στο γραφείο του, με το όνομα και τη διεύθυνσή μου επάνω. Αλλά δεν το πήγε στο ταχυδρομείο: δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για τα τέλη. Ένας μικρός, πολύ ποιοτικός εκδότης.

ΤΡΙΑ. Η αγορά του βιβλίου είναι αγορά. Κανονική αγορά, όπως των απορρυπαντικών, των εδωδίμων, των αυτοκινήτων. Το εμπόριο του βιβλίου είναι κι αυτό εμπόριο όπως τα άλλα. Μόνο που έχει μια μικρή διαφορά: το προϊόν εδώ είναι ευαίσθητο (και συχνά, αν έχεις το αυτί να το ακούσεις, θα δεις πως βγάζει ένα σιγανό παράπονο, ένα γινάτι, μια πίκρα)? κι άλλη μία: κανείς δεν το έχει στ' αλήθεια ζητήσει –δεν υπάρχουν πελάτες να περιμένουν. Είναι σαν να ψαρεύεις χωρίς δόλωμα σε νερά που δεν τα ξέρεις, από την ακτή. Είναι μια πολύ μοναχική αγορά η αγορά του βιβλίου. Και σπρωγμένη κάπου στην άκρη-άκρη του παζαριού. Εκεί που πάνε λίγοι, κάπως αργόσχολοι, κάπως αλαφροΐσκιωτοι, και βέβαια οι σαλαϊδεμένοι. Μα πόσοι να 'ναι τάχα αυτοί; Λίγοι? οι περισσότεροι που βγαίνουνε για ψώνια είναι γνωστικοί και θέλουν –μα και καλά κάνουν– απορρυπαντικά, εδώδιμα, αυτοκίνητα.

ΤΕΣΣΕΡΑ. Η ανάγνωση δεν είναι μυσταγωγία, ή κάποιου είδους τελετή. Δεν απαιτεί συγκεκριμένο ένδυμα, ούτε βαρύθυμο ύφος. Δεν είναι θρησκευτικό μυστήριο, και δεν προϋποθέτει καμία αυστηρότητα –την παραμικρή. Είναι οι δικές σου ώρες, και καλό είναι να τις χαίρεσαι όσο μπορείς. Είναι ωραίο να διαβάζεις, στ' αλήθεια ωραίο, και από τα πιο απολαυστικά πράγματα που θα σου δώσει αυτή η ζωή. Κοίτα να το εκμεταλλευτείς? κοίτα να περνάς καλά διαβάζοντας. Αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία στο διάβασμα. Τα άλλα έπονται, και αν.

ΠΕΝΤΕ. Να αποφεύγεις τις λίστες που σου λένε ποια βιβλία οφείλεις να διαβάσεις. Δεν οφείλεις να διαβάσεις παρά μόνο τα βιβλία που θα σου αρέσουν. Άσ' τα τα υπόλοιπα, ξέχασέ τα. Το διάβασμα δεν είναι προξενιό –είναι έρωτας. Αν σου αρέσει μόνο ένα είδος, μη διαβάσεις ποτέ βιβλία από άλλα είδη. Θα γίνεις «καλύτερος άνθρωπος» αν διαβάσεις περνώντας ευχάριστα όσο περισσότερα προλάβεις από τα βιβλία του είδους που αγαπάς, παρά αν διαβάσεις ασθμαίνοντας όλα τα «σωστά» βιβλία.

ΕΞΙ. Δεν υπάρχουν σωστά βιβλία.

ΕΦΤΑ. Τα βιβλία είναι ωραία όταν είναι χάρτινα. Όταν είναι e-books. Όταν είναι audiobooks. Όταν τα διαβάζουμε μόνοι στο κρεβάτι (το πιο ωραίο διάβασμα γίνεται στο κρεβάτι, πριν κοιμηθούμε). Όταν τα διαβάζουμε στην παραλία. Όταν τα διαβάζουμε στο καφενείο. Όταν τα διαβάζουμε στο λεωφορείο. Όταν τα διαβάζουμε στον καναπέ, με ένα σκυλί να κοιμάται στα πόδια μας. Όταν γίνονται ταινίες και σειρές. Όταν ξαναμεταφράζονται μετά από μια αναγνωστική γενιά. Όταν μας θυμίζουν κάτι. Όταν τα χαρίζουμε. Όταν μας τα χαρίζουν. Όταν τα υπογραμμίζουμε και τα τσαλακώνουμε. Όταν τους βάζουμε σελιδοδείκτη. Όταν μυρίζουν κόλλα βιβλιοδετείου και σκόνη. Όταν ξεπροβάλλουν μέσα από μια τόση δα οθόνη, όσο ενός τάμπλετ, ή ενός κινητού τηλεφώνου. Όταν είναι ελληνικά. Όταν είναι ξένα. Όταν είναι λογοτεχνία είδους. Όταν είναι πολύ σοβαρή λογοτεχνία. Όταν είναι αστεία. Όταν είναι συγκινητικά. Όταν είναι τρομακτικά. Όταν είναι παιδικά (κι εμείς μεγάλοι). Όταν τα ανακαλύπτουμε πρώτοι. Όταν τα μαθαίνουμε από το Goodreads. Όταν μας τα προτείνουν οι βιβλιοπώλες που προτιμούμε. Όταν τα συζητάμε στη λέσχη ανάγνωσης που φτιάξαμε με δέκα φίλους από το Facebook. Όταν μας αφήνουν αποσβολωμένους.

ΟΧΤΩ. Τα βιβλία είναι ωραία όταν πουλάνε, γιατί έτσι χρηματοδοτούν και άλλα βιβλία, που αλλιώς δεν θα έβγαιναν ποτέ. Τα μπεστ-σέλερ είναι τα καλύτερα βιβλία του κόσμου, χωρίς συναγωνισμό –είναι οι μαικήνες της αγοράς. Τα σεβόμαστε. (Κι ας μην έχουμε ιδέα πόσο δύσκολο είναι να γραφτεί ένα μπεστ-σέλερ).

ΕΝΝΙΑ. Αν δεν σου άρεσε ένα βιβλίο, αν βρήκες πως έχασες τον χρόνο σου μαζί του, αν δεν ήταν όπως το περίμενες, όπως ήλπιζες ή όπως είχες ακούσει, αν το παράτησες από τις πρώτες δέκα σελίδες, απλώς ξέχασέ το. Δεν χρειάζεται να διαδώσεις την άποψή σου. Κανείς δεν το ζητά, πραγματικά. Χρειάζεται να μιλήσεις για όσα σού άρεσαν και για ό,τι αγάπησες. Δεν υπάρχει χρόνος, ούτε χώρος, για γκρίνια και μιζέρια. Να θυμάσαι δύο πράγματα: ότι το κάνουν τόσο μα τόσο πολλοί αυτό? μη γίνεσαι όπως οι πολλοί, αγωνίσου να ξεχωρίσεις –αλλά και ότι όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μηδενός εξαιρουμένου, όλα μα όλα τους απορρίφθηκαν από τους εκδότες στους οποίους αρχικά προτάθηκαν. Όλα τους. Δεν τους άρεσαν, βρήκαν πως έχασαν τον χρόνο τους μαζί τους, δεν ήταν όπως τα 'θελαν. Άκου: επένδυσε στην καλοσύνη. Αλήθεια, δεν θα σώσεις τον κόσμο φωνάζοντας. Δεν θα σώσεις καν έναν άνθρωπο, ή μια ώρα από τη ζωή του. Αλλά σίγουρα θα στερήσεις από κάποιον, ή από κάποιους, μια μεγάλη αναγνωστική χαρά. Δεν είμαστε ίδιοι. Μην το ξεχνάς. Δεν είμαστε ένας, είμαστε άλλοι. (Κι εγώ, ξέρεις, εκείνο το βιβλίο που δεν σου άρεσε το λάτρεψα).

ΔΕΚΑ. Αν σου άρεσε ένα βιβλίο, αν σου 'μαθε δυο πράγματα για τον εαυτό σου, αν καθρεφτίστηκες εκεί μέσα, αν σε συγκίνησε, αν πέρασες δέκα ώρες ή δυο απογεύματα μαζί του συναρπαστικά, αν έκανε κάποιες στιγμές το δέρμα σου να μυρμηγκιάσει και την καρδιά σου να χτυπά λίγο πιο γρήγορα και με πιο πάθος, αν μαγεύτηκες από τους κόσμους του ή αν σε τρόμαξε όσο στ' αλήθεια ήθελες να τρομάξεις, αν –με μια λέξη, τέλος πάντων– το αγάπησες, μην το αφήνεις έτσι. Αν το αγάπησες, γράψε γι' αυτό, ανέβασε την επαινετική κριτική σου γι' αυτό, μίλα στους φίλους σου με πάθος γι' αυτό, μοιράσου όσα σου χάρισε σε όποιον ακόμη θα μπορούσε να μιλήσει με τα ίδια λόγια και στην ίδια γλώσσα που μίλησε σε σένα. Μη νομίζεις πως δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις. Ίσα-ίσα, να θυμάσαι πάντα πως μόνο εσύ την έχεις. Άκου: δεν αγοράζεις μόνο τα βιβλία. Τα πουλάς κιόλας. Τα διαδίδεις. Τα κάνεις να μείνουν εδώ. Μπορείς να αλλάξεις έναν άνθρωπο (ή και χίλιους) με μια καλή σου κουβέντα και μόνο. Θα σε ευγνωμονεί πάντα. Και το βιβλίο εκείνο, μα και όλα τα άλλα, θα σε ευγνωμονούν επίσης.

Γιατί τα βιβλία δεν είναι νησιά. Είναι όλα μαζί μια πελώρια, λαμπρή και σκοτεινή χώρα: ένα έξαλλο σύμπαν χωρίς τέλος. Τα βιβλία, όλα μαζί, είναι ο κόσμος. Ας μιλάμε για τα βιβλία, ας μιλάμε για την ομορφιά.