Βιβλίο: Ένα ευαίσθητο αγαθό

Μέσα στη χρονιά θα κυκλοφορήσει στην Αμερική το επόμενο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ. Θα πουλήσει πολύ, σωστά; Ναι. Θα πουλήσει, και δικαίως, πολύ. Ο Κινγκ είναι κορυφαίος συγγραφέας. Αλλά: αλλά δεν ξέρουμε πόσο πολύ. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Κανείς δεν μπορεί να κάνει μία ασφαλή πρόβλεψη. Και το καλύτερο τμήμα εκδοτικού μάρκετινγκ στον κόσμο, ακόμη και στην περίπτωση ενός τόσο δημοφιλούς συγγραφέα μπορεί να πέσει έξω — όταν μάλιστα μιλάμε για τέτοια μεγέθη, ας έχουμε στο μυαλό μας διαφορές της τάξεως αρκετών δεκάδων χιλιάδων αντιτύπων. Γιατί γίνεται αυτό;

Γιατί μιλάμε για βιβλία εδώ.

Τα βιβλία, ΟΛΑ τα βιβλία, δεν έχουν εξασφαλισμένη, μετρήσιμη επιτυχία — δεν έχουν καν εξασφαλισμένη πορεία. Τα βιβλία είναι (ναι, σαφώς) προϊόντα, καταναλωτικά αγαθά, πράγματα που αγοράζουμε. Όμως είναι πολύ-πολύ ιδιαίτερα προϊόντα. Πολύ-πολύ ιδιαίτερα καταναλωτικά αγαθά. Και, ανάμεσα στα πράγματα που αγοράζουμε, είναι από τα πιο ευαίσθητα. Μάλιστα, μολονότι οι πολλοί έχουν την εντύπωση ότι τα βιβλία είναι «αθάνατα», για τη συντριπτική πλειονότητά τους ισχύει το ακριβώς αντίθετο: τα βιβλία ως προϊόντα έχουν μικρή διάρκεια ζωής· περιορισμένη. Δεν ζουν για πάντα. Τα περισσότερα (ένα ποσοστό περί το 99%) δεν ζει «εκεί έξω» πάνω από μερικούς μήνες. Από εκεί και πέρα, υπάρχει ως βιβλιογραφική αναφορά, σαν αραχνιασμένο στοκ, και σαν ανάμνηση. Όσον αφορά δε τη σχέση συγγραφέα-βιβλίου, ελάχιστα βιβλία από το σύνολο όσων εκδίδονται ζουν μετά τον θάνατό του. Ναι: τα περισσότερα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης.

(Απαραίτητη παρένθεση: Μη συγχέετε τα βιβλιοπωλεία με τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα στοκατζίδικα και άλλες τέτοιες υπηρεσίες. Ίσως βρείτε κάπου, κάποτε, κάποιο παλιό μυθιστόρημα που ψάχνατε, ή που δεν ξέρατε μέχρι σήμερα και που θα αγαπήσετε. Αυτό αφορά εσάς, και είναι σπουδαίο, αλλά δεν αφορά το βιβλίο καθαυτό. Και σίγουρα όχι πια τον εκδότη του, ή τον συγγραφέα του. Τα ίδια ισχύουν —αν και βέβαια μιλάμε για εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις και για άλλα μεγέθη— και για την πειρατεία βιβλίων, πολύ διαδεδομένη στο εξωτερικό, ή για τις παράνομες πωλήσεις, μέσω διαδικτύου ή χέρι-χέρι, αντιτύπων που είχαν δοθεί από τους εκδότες για παρουσίαση. Για να μη μιλήσουμε για τα υπογεγραμμένα βιβλία που χαρίστηκαν και κατέληξαν στους πάγκους ενός παλαιοβιβλιοπώλη για λίγα λεπτά τού ευρώ… Εδώ μιλάμε μόνο για τους φυσικούς χώρους πώλησης των βιβλίων, που δεν είναι άλλοι από τα βιβλιοπωλεία: τους μόνους αιμοδότες όλης της αγοράς βιβλίου).

Παρ’ όλα αυτά, βιβλιόφιλοι, μη στενοχωριέστε για την τύχη των (συντριπτικά) περισσότερων βιβλίων: παραδόξως, πάνω σ’ αυτά ακριβώς τα βιβλία, στην υπερήφανη πλειονότητά τους, πάνω στους γενναίους και στιβαρούς ώμους τους, βρίσκουν χώρο για να ευδοκιμήσουν τα υπόλοιπα, εκείνο το λιλιπούτειο ποσοστό που θα τα καταφέρει —για μία σειρά από αδιευκρίνιστους λόγους— και θα συνεχίσει να ζει κάπως περισσότερο, ή —σπανιότατα— και «για πάντα», εκείνα δηλαδή τα βιβλία που θα διαμορφώσουν σιγά-σιγά το αναγνωστικό μας στιλ, που θα φτιάξουν σχολές, που θα γίνουν έργα του Κανόνα κ.ο.κ.: καλός ο Αύγουστος, αλλά η Ρώμη έγινε τρανή χάρη στις λεγεώνες της.

Εκεί που θέλουμε να καταλήξουμε είναι το εξής: η συγκεκριμένη δουλειά (του εκδότη, αφήστε δα τον συγγραφέα, και ειδικά τον Έλληνα συγγραφέα: και ο μεν και ο δε απευθύνονται μαζί σε ένα τρομερά περιορισμένο και με στενά οικονομικά περιθώρια κοινό), η δουλειά του εκδότη λοιπόν είναι μια δουλειά μεγάλου, πολύ μεγάλου ρίσκου. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων ποιο από τα βιβλία στα οποία επέλεξε να επενδύσει θα «πάει», ποιο δεν θα «πάει», ποιο θα φέρει πίσω τα χρήματά του, ποιο θα μείνει ακίνητο σαν σημαδούρα στα ανοιχτά, ποιο θα γίνει, ίσως, long-seller, ποιο θα πάρει κριτικές, ποιο θα πάρει κακές κριτικές, ποιο θα διαδοθεί από αναγνώστη σε αναγνώστη και ποιο, παρά τις προσδοκίες του, θα στεφθεί με μεγάλη, παταγώδη αποτυχία και, όχι απλώς δεν θα βγάλει κέρδος ή καν τα έξοδά του, αλλά θα φέρει μεγάλη ζημία στον οίκο. «Ζημία στον οίκο»: δηλαδή αδυναμία να συνεχίσει τη δραστηριότητά του με τον ρυθμό που θα ήθελε — ήτοι, λιγότεροι τίτλοι και κατά το δυνατόν πιο «σίγουροι». (Όταν βέβαια το άθροισμα των τίτλων που δεν περπάτησαν ξεπεράσει κάποια «κρίσιμη μάζα», απλώς ο οίκος κλείνει… Τα παραδείγματα είναι άφθονα). Μην ξεχνάτε μάλιστα ποτέ ότι η δραστηριότητα αυτή είναι στην κορυφή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που τα όποια κέρδη επανεπενδύονται σχεδόν κατ’ απόλυτο ποσοστό στην επιχείρηση.

Συμπερασματικά: η δουλειά του εκδότη θυμίζει πολύ εκείνη του μάντη. Πρέπει να μπορείς να δεις το αύριο. Μολαταύτα, έχει αποδειχτεί πως είναι πολύ πιο εύκολο να το κάνεις προμαντεύοντας έναν πόλεμο, παρά την τύχη ενός βιβλίου.

Ακόμη και αν είναι του Στίβεν Κινγκ.