Βάτσλαβ Ντβορζένσκι: Στην φυλακή ένιωσα ελεύθερος

Βάτσλαβ Ντβορζένσκι: Στην φυλακή ένιωσα ελεύθερος

Ο καλλιτέχνης του λαού Βάτσλαβ Ντβορζένσκι, αποκαλούσε τον εαυτό του «ανεκτέλεστο ταξικό εχθρό».

Γόνος πολωνικής, αριστοκρατικής οικογένειας, κουβαλούσε το στίγμα της «ταξικής του καταγωγής» σε όλη του την ζωή, ενώ παράλληλα του στοίχισε, συνολικά, 15 χρόνια «φιλοξενίας» στα Γκουλάγκ.

Η παραμονή του στα κολαστήρια του κομμουνιστικού καθεστώτος, όμως, ήταν εκείνη που τον έστρεψε στο θέατρο και σε κάποια ξύλινη σκηνή ενός στρατοπέδου, ξεκίνησε η μεγάλη του καριέρα στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Τον χειμώνα του 1937 ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι έφτασε στην πόλη Ομσκ της Σιβηρίας, φορώντας παλτό και καπέλο, χωρίς χρήματα στην τσέπη του. Μόλις είχε αποφυλακιστεί από το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων με την μοιραία σφραγίδα στο αποφυλακιστήριο του «-100», πράγμα που σήμαινε πως απαγορευόταν να εγκατασταθεί και να δουλέψει σε εκατό μεγάλες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης.

Έβαλε τυχαία το δάχτυλο του στον χάρτη της Ε.Σ.Σ.Δ. και έδειξε την παγωμένη πόλη Όμσκ. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, εντελώς τυχαία, γνώρισε τον λογιστή του Οίκου των Κολχόζνικωφ και από εκείνον έμαθε πως το «Θέατρο Νέων Θεατών» της πόλης, ζητάει επαγγελματίες ηθοποιούς. Την επόμενη ημέρα έγινε μέλος του θιάσου με μηνιαίο μισθό 405 ρούβλια. Στο ερωτηματολόγιο της πρόσληψης έγραψε την αλήθεια: «Κοινωνική καταγωγή: αριστοκράτης. Ποινικό μητρώο: άρθρο 58, ποινή 10 έτη».

Ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι εργάστηκε πολλά χρόνια στο θέατρο της πόλης Ομσκ, έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στο κοινό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, όπου έκανε περιοδείες ο θίασος. Σε λίγο, του παραχώρησαν και ένα ξεχωριστό δωμάτιο για μένει.

Εκεί, στην παγωμένη Σιβηρία, γνώρισε την σύζυγό του, ηθοποιός Ταΐσια Ρέι και το 1938 έρχεται στην ζωή ο πρωτότοκος γιος του Βλαντισλάβ Ντβορζένσκι, ο οποίος στην συνέχεια θα γίνει διάσημος ηθοποιός. Μέσα σε 3 χρόνια ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι έπαιξε 16 ρόλους σε 13 παραστάσεις, εκ των οποίων τις 4 τις σκηνοθέτησε ο ίδιος. Αργότερα, μεταπήδησε στο άλλο μεγάλο θέατρο της πόλης, το Δραματικό, όπου έπαιξε, σκηνοθέτησε και δίδαξε στους νέους ηθοποιούς.

Ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι συνελήφθη δύο φορά. Την πρώτη φορά, όταν ήταν 19 ετών, φοιτητής του Πολυτεχνείου του Κιέβου και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια στέρησης της ελευθερίας, για την συμμετοχή του στην «Ομάδα απελευθέρωσης της προσωπικότητας», όπου ρομαντικοί νέοι συζητούσαν για την ελευθερία, διάβαζαν τα έργα του Ντοστογιέφσκι και συζητούσαν τις ιδέες του Νίτσε και του Χέγκελ.

Από το 1929 μέχρι το 1937 ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι κατάφερε να γνωρίσει επτά διαφορετικά στρατόπεδα. Φόρτωνε ξυλεία, κατασκεύασε σιδηροδρομική γραμμή, υδροηλεκτρικό σταθμό, δούλεψε στα ορυχεία.

Στο βιβλίο του «Ο δρόμος των μεγάλων μεταγωγών» ο Ντβορζένσκι περιέγραψε πως το 1931 τον υποχρέωσαν να θάβει τα πτώματα των κρατουμένων:

«Μαυρίζουν τα κούτσουρα; ... Θεέ μου! Είναι άνθρωποι. Γυμνοί... νεκροί... παγωμένοι... «Ακούστε την διαταγή: Να τα μαζέψετε όλα και να τα πάτε στον λάκκο!» Τελειώσαμε το βράδυ. Γεμίσαμε τον λάκκο. Επιστρέψαμε στο κελί. Λάβαμε από ένα κιλό ψωμί και λαχανόπιτα. Δεν είχαμε πλύνει τα χέρια μας. Μπροστά μας, μία νύχτα τρομακτική... τα χέρια μας άπλυτα... Να κοιμηθούμε! Μα πως; Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε».

«Δεν ξέρω, αν υπάρχει κάτι τρομακτικό που δεν έζησα», ομολόγησε ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα στον συγγραφέα Σεργκέι Ντενίσενκο από το Ομσκ.

Στην φυλακή, κατάφερε να ακονίσει στο τσιμεντένιο περβάζι του κελιού του ένα μικρό κομμάτι σίδερο, έτσι ώστε να έχει την δυνατότητα «να φύγει» μόλις καταλάβει πως δεν αντέχει άλλο. Ωστόσο, ο ίδιος, δήλωσε τον Ντενίσενσκο πως μόνο στην φυλακή ένιωσε πραγματικά ελεύθερος γιατί μπορούσε να αποφασίσει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει.

Στα στρατόπεδα, όμως, ο Βάτσαλ Ντβορζένσκι, βγήκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι. Μετά από τα εξαντλητικά και απάνθρωπα καταναγκαστικά έργα, πήγαινε κι έπαιζε στο θέατρο του στρατοπέδου με τον ευφάνταστο τίτλο «Θεατρική αποστολή Τουλόμσκ».

Στο στρατόπεδο του Μεντβεζεγκόρσκ που ήταν υπεύθυνο για κατασκευή της διώρυγας από την Λευκή θάλασσα στην Βαλτική, τον κάλεσε το τοπικό θέατρο, μία ομάδα κρατουμένων, στην οποία συμμετείχαν ως κρατούμενοι πραγματικός σκηνοθέτης, διευθυντής και ηθοποιοί. Έτσι, βρέθηκε να παίζει στην ίδια σκηνή με ηθοποιούς από τα φημισμένα θέατρα του Λένινγκραντ Μαρίινσκι και Αλεξαντρόφσκι, του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Οι παραστάσεις απέκτησαν γρήγορα τεράστια φήμη κι έτσι άρχισαν να τους καλούν σε διάφορα στρατόπεδα της περιοχής.

Στο βιβλίο του αναφέρει: «Στο Μεντβεζεγκόρσκ υπήρχε τεράστια συγκέντρωση εντιμότητας, ανδρείας, καλοσύνης και ελευθερίας. Αντικειμενικά μιλάω, πιστέψετε με και αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με την σημερινή αποξένωση και απομόνωση των ανθρώπων, τυπικά ελεύθερων».

Στο αρχείο της FSB για την περιοχή της πόλης Ομσκ, σήμερα φυλάσσονται περίπου 15.000 ατομικών φακέλων που αφορούν ανθρώπους, οι οποίοι καταδικάστηκαν με βάση τ άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα. Στην πλειοψηφία τους, οι καταδίκες αυτές ακυρώθηκαν και οι αδικημένοι αποκαταστάθηκαν.

Η δεύτερη σύλληψη του Βάτσλα Ντβορζένσκι έγινε το 1941 στο Ομσκ. Οι άντρες της μυστικής αστυνομίας πήγαν να τον συλλάβουν την στιγμή που μαζί με την σύζυγό του έπλεναν τον δίχρονο γιο τους Βλαντισλάβ. Οι ανακριτές είχαν ήδη στην διάθεσή τους «αποδείξεις» πως πρόκειται για «εχθρό του λαού». Η πλειοψηφία των συναδέλφων του στο θέατρο, κατάθεσαν εναντίον του. Στα αρχεία συναντούμε έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία, ο Ντβορζένσκι, κατά τους συναδέλφους του «εγκωμίαζε την γερμανική αεροπορία για τους βομβαρδισμούς σοβιετικών πόλεων», «διατύπωσε τρομοκρατικές σκέψεις αναφορικά με τους ηγέτες της σοβιετικής κυβέρνησης, σκεφτόταν να αποδράσει και να καταφύγει στους Γερμανούς, ασκούσε κριτική στον Χίτλερ επειδή δεν βομβαρδίζει τα σοβιετικά μετόπισθεν».

Σύμφωνα με τον φάκελο Νο 130503 του Ντβορζένσκι Βάτσλαβ Ινάνοβιτς, ο οποίος φυλάσσεται στο μουσείο του Θεάτρου Δράματος του Ομσκ, ο ηθοποιός κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική προπαγάνδα.

Στο πρακτικό της ανάκρισης από 15 Αυγούστου 1941 ο Βάτσλαβ Ντβορζένσκι έγραψε: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο, η κατηγορία δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο σκέψης μου».

Στο πρακτικό της ανάκρισης από 14 Ιανουαρίου 1942, ο κατηγορούμενος υπέγραψε τα πάντα.

Κηρύχθηκε ένοχος με βάση το άρθρο 58 και τον έστειλαν για 5 χρόνια σε στρατόπεδο αναμορφωτικής εργασίας.

Εξέτισε την ποινή στο Όμσκ. Ξαναέζησε την πείνα και τον θάνατο.

«Στο στρατόπεδο υπήρχε το σύνθημα: «Όλα για το μέτωπο!» Μας έδιναν 200 γραμμάρια ψωμί και λαχανόσουπα που ήταν νερό και λάχανο. Πρηστήκαμε από την πείνα. Μετά δυσκολίες περπατούσαμε. Δεν προλαβαίναμε να κουβαλάμε τους νεκρούς».

Το 1946 αποφυλακίστηκε, ο γάμος του είχε διαλυθεί, εξαιτίας του γεγονότος πως στο στρατόπεδο συζούσε μία άλλη κρατούμενη και απέκτησε μαζί της μία κόρη, πράγμα που δεν του το συγχώρεσε η πρώτη του σύζυγος. Ξανάρχισε την ζωή του από το μηδέν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 γνώρισε μία νεαρή απόφοιτη της Σχολής Σκηνοθεσίας, παντρεύτηκαν και έκαναν ένα γιο. Έφυγε από το Ομσκ μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν.

Σε όλη την πολυκύμαντη ζωή του, έπαιξε 122 ρόλους σε 111 παραστάσεις. Συμμετείχε σε ταινίες και σε τηλεοπτικές σειρές, όπου έπαιξε 92 ρόλους.

Έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην πόλη Γκόρκι, νυν Νίζνι Νόβγκορντ. Αποκαταστάθηκε το 1992, ένα χρόνο πριν πεθάνει.