Ασφαλιστικό: Καταγγελτική συναίνεση και συντηρητισμός

Ασφαλιστικό: Καταγγελτική συναίνεση και συντηρητισμός

Του Πλάτωνα Τήνιου *

Ο κοινοβουλευτισμός βασίζεται στην αντιπαράθεση. Μια αντιπαράθεση γίνεται γόνιμη όταν υπάρχουν διαφορές – απόψεων ή προτάσεων. Τι γίνεται, όμως, όταν όλοι συμφωνούν; Περιέργως, στην Ελλάδα η αντιπαράθεση εντείνεται. Το άγχος να αναδειχτούν διαφορές που δεν υπάρχουν, τροφοδοτεί καταγγελίες. Ακόμη χειρότερα, εμπεδώνει τον συντηρητισμό, αποθαρρύνοντας την διατύπωση κάθε ιδέας «εκτός γραμμής».

Στο ασφαλιστικό όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν την εξουσία από το 2010 (ΠΑΣΟΚ, ,ΝΔ,ΣΥΡΙΖΑ με ολίγον ΔΗΜΑΡ) δεν αμφέβαλαν ότι αυτό που ήθελαν ήταν σύστημα συντάξεων 100% κρατικό, 100% διανεμητικό, με υψηλές συντάξεις· βεβαίως και με πολλές διαφοροποιήσεις για επιμέρους συνδιαλλαγές. Παραδόξως, στην ατζέντα αυτή στρατολογήθηκε και η τρόικα – διατυπώνοντας ένσταση μόνο ως προς τον κατακερματισμό.

Παρατηρούμε έτσι αλληλουχία επώνυμων νομοθετημάτων, που το καθένα κατακεραύνωνε το προηγούμενο, διατυμπανίζοντας ότι αυτό μόνο κομίζει την πολυπόθητη βιωσιμότητα. Ο Νόμος Λοβέρδου του 2010 (με προσθήκες Βρούτση) υπήρξε αντικείμενο καταγγελίας από τον Νόμο Κατρούγκαλου του 2016 (με προσθήκες Αχτσιόγλου), ο οποίος με την σειρά του αποδομείται από τον φερέλπιδα Νόμο Βρούτση του 2020. Πρωταγωνιστικό ρόλο, αν και εκτός σκηνής, έπαιζε η τρόικα, πότε ως σκηνοθέτης και πότε υποβολέας.

Ο κάθε νέος νόμος αποδέχτηκε τον κορμό του προηγούμενου και αλλάζει δευτερεύοντα στοιχεία. Καταγγέλλοντας τους προκατόχους τους ως καταστροφείς, σιωπηρώς επικυρώνει και επεκτείνει τις μεγάλες τους επιλογές.

Ο Νόμος Λοβέρδου καθιέρωσε για όλη την εργασία που θα προσφερόταν από το 2011 μια σύνταξη δύο επιπέδων: εθνική σύνταξη, ασχέτως υπηρεσίας, συν ένα τμήμα αναλογικό της καριέρας. Οι μεταγενέστεροι νόμοι διατηρούν τη δομή, αλλάζοντας κάποια νούμερα κατά μερικές δεκάδες ευρώ και περιπλέκοντας τους υπολογισμούς. Ως σιωπηρή φιλοφρόνηση έχουν επεκτείνει τον νέο υπολογισμό σε όλους – ακόμη και σε χήρες.

Και οι τρείς νόμοι συμφωνούν για το ύψος της σύνταξης –εξαιρετικά υψηλό με ευρωπαϊκά δεδομένα. Όταν ο κατώτατος μισθός είναι €650, μια εθνική σύνταξη €384 σημαίνει άνω του 60% αναπλήρωση με την ελάχιστη εργασία· μαζί με την αναλογική σύνταξη ο συνταξιούχος γρήγορα ξεπερνά το 80%, ακόμα και τα 100% του μισθού εργασίας. Η χρηματοδότηση τέτοιων συντάξεων απαιτεί δυσθεώρητες εισφορές -τις οποίες όλοι ασμένως χρεώνουν στους μισθωτούς. Και όμως, το βασικό θέμα του πόσο πρέπει να δουλεύει η οικονομία για να πληρώνει συντάξεις – που προκύπτει από την γενναιοδωρία των συντάξεων - ποτέ δεν τίθεται σε συζήτηση. Ούτε βέβαια και πώς θα το χρηματοδοτούμε. Οι πολλαπλοί πυλώνες πάνε περίπατο.

Η Βουλή θα εξετάσει σε υψηλούς τόνους αν η σύνταξη για 37 ½ χρόνια θα είναι (χ) ή (χ+20) ευρώ. Δεν θα της επιτραπεί να συζητήσει αν αυτό το σύστημα εμποδίζει την ανάπτυξη και για ποιον λόγο η Ελλάδα παραμένει προσκολλημένη σε πρότυπα της δεκαετίας του 60.

* Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.