Από το 18,5% του 1985 στα... μηδενικά επιτόκια του σήμερα

Από το 18,5% του 1985 στα... μηδενικά επιτόκια του σήμερα

Του Σπύρου Αλεξόπουλου

Έχουν περάσει λίγες ημέρες από την πολύ σημαντική έκδοση του ελληνικού 7ετούς ομολόγου που σηματοδότησε την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Με αφορμή αυτή την ευχάριστη εξέλιξη, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των εκδόσεων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου από το 1985 και μετά, με τη βοήθεια κυρίως των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, αλλά και δημοσιευμάτων του Τύπου, μελετών διεθνών οργανισμών κ.λπ.

Το μακρινό 1985 το ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν με περίπου 18,5%, εκδίδοντας 12μηνα έντοκα γραμμάτια, φυσικά σε δραχμές. Τα επόμενα χρόνια το επιτόκιο αυτό σταθερά ανέβαινε και έφθασε το 24% το 1990, λίγο μετά τις τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και τη μεγάλη αναταραχή που αυτές έφεραν στην οικονομία. Ενδιάμεσα, η χώρα άρχισε να δανείζεται και μέσω έκδοσης ομολόγων, αρχικά διετούς, μετέπειτα τριετούς και προς το τέλος του 1992 πενταετούς διάρκειας.

Από το 1992, με την ανάληψη της ευθύνης της οικονομικής πολιτικής από τον Στέφανο Μάνο, άρχισε σταδιακή μείωση των επιτοκίων, η οποία συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ (τον Οκτώβριο του 1993) που ακολούθησε την ίδια πολιτική, η οποία είχε ως τελικό στόχο την συμμετοχή της χώρας μας στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ενδεικτικά, το επιτόκιο του 12μηνου εντόκου γραμματίου από το 24% του 1990 υποχώρησε στο 20% στο τέλος του 1993, ενώ η βελτίωση της εικόνας της χώρας έδωσε τη δυνατότητα έκδοσης 7ετών ομολόγων την άνοιξη του 1993 (πρώτη έκδοση κυμαινόμενου επιτοκίου με αρχικό επιτόκιο 22,5%).

Σημειώνεται ότι από το 1985 έως το 1993, που τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας στην ουσία ανέβηκαν, σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες σημειώθηκε σταθερή πτώση, πρώτα στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στις υπόλοιπες χώρες, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρούσε σταθερά δίνοντας τη δυνατότητα στις κεντρικές τράπεζες να μειώνουν τα επιτόκια αναφοράς.

Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε η βελτίωση της κατάστασης της οικονομίας με επακόλουθο τη μεγάλη πτώση των επιτοκίων. Το επιτόκιο του 12μηνου εντόκου γραμματίου έπεσε στα μέσα του 1997 λίγο κάτω από το 10% και οι αγορές μας εμπιστεύονταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην έκδοση 10ετών ομολόγων το καλοκαίρι του 1997 με σταθερό επιτόκιο 8,8%. Τονίζουμε το σταθερό επιτόκιο, διότι μέχρι εκείνη την εποχή η πλειοψηφία των ελληνικών δανειακών τίτλων με διάρκεια μεγαλύτερη του έτους εκδίδονταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, κάτι που οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα στη δυσπιστία των αγορών απέναντι στη χώρα και τις οικονομικές της επιδόσεις, αλλά και στην έλλειψη σιγουριάς των επενδυτών σχετικά με τη μελλοντική πορεία των διεθνών επιτοκίων. Από το 1997 και μετά ελάχιστες φορές εκδόθηκαν ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου.

Η πορεία αυτή που άρχισε το 1992 μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε με την υποτίμηση της δραχμής τον Μάρτιο του 1998 και το τελικό κλείδωμα της ισοτιμίας δραχμής/ευρώ λίγο αργότερα. Ήταν το σήμα προς τις αγορές ότι η Ελλάδα τελικά θα καταφέρει να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Η πτώση των επιτοκίων ήταν ραγδαία, το επιτόκιο του 12μήνου εντόκου γραμματίου από 10% σε δραχμές το 1997 κατέβηκε στο 3,2% σε ευρώ πλέον τον Φεβρουάριο του 2002, ενώ αντίστοιχα του 10ετούς ομολόγου από το δραχμικό 8,8% του 1997 έφθασε στο 5,25% σε ευρώ τον Ιανουάριο του 2002. Αξίζει να σημειωθεί δε, ότι είχαν ήδη αρχίσει να εκδίδονται 15ετή και 20ετή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.

Από τότε και μέχρι τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Η συμμετοχή στην ευρωζώνη μας εξασφάλισε επιτόκια δανεισμού κοντά σε αυτά της Γερμανίας, η οποία σχεδόν πάντα επιτύγχανε το χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Οι επενδυτές δεν έδιναν και μεγάλη σημασία στην πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας και σχεδόν μηχανικά μας αντιμετώπιζαν σαν μια... μικρή Γερμανία. Φθάσαμε, μάλιστα, να εκδίδουμε 30ετή ομόλογα με μόλις 0,2% παραπάνω επιτόκιο από τα αντίστοιχα γερμανικά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα ρεπορτάζ του Τύπου τον Μάρτιο του 2005 όταν δανειστήκαμε 5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 4,5% για 30 χρόνια.

Η συνέχεια είναι γνωστή και αρκετά επώδυνη. Μέσα σε περίπου 18 μήνες από τις αρχές του 2009 μέχρι την άνοιξη του 2010 η εμπιστοσύνη των αγορών εξαφανίστηκε με τρομερή ταχύτητα. Το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές από την άνοιξη του 2010 μέχρι τις αρχές του 2019 (κάποιες ενδιάμεσες απόπειρες για διάφορους λόγους δεν αποδείχθηκαν επιτυχημένες). Καλό είναι δε να μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα χρόνια χαρακτηρίζονται από όλο και χαμηλότερα επιτόκια σε ένα από τα μεγαλύτερα bull markets στην ιστορία των αγορών δημοσίου χρέους.

Πιθανότατα αυτή η ευνοϊκή για τις αγορές ομολόγων συγκυρία θα κρατήσει για αρκετό καιρό ακόμα, αν κρίνουμε από τις δεδηλωμένες προθέσεις των κεντρικών τραπεζών. Έτσι θα δοθεί η ευκαιρία στη χώρα μας να εξασφαλίσει ακόμα πιο χαμηλά επιτόκια. Αυτή τη φορά όμως θα πρέπει να προσέξουμε και να χειριστούμε τα δημόσια οικονομικά μας με σωφροσύνη, γιατί, όπως μας έχε διδάξει η πρόσφατη ιστορία, αν ξαναβρεθούμε στο έλεος των αγορών δεν θα μπορούμε να πούμε ότι δεν ξέραμε.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 26 Ιουλίου