2021: Θα κάνει η Ελλάδα το άλμα προς τα εμπρός;

2021: Θα κάνει η Ελλάδα το άλμα προς τα εμπρός;

Στο ξεκίνημα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα η κρίση πανδημίας ανέτρεψε όλες τις παραδοχές και τις προσδοκίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Μετά από μια δεκαετή πορεία απόκλισης σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη όπως το ΑΕΠ και η απασχόληση, η βαθιά ύφεση του 2020 στην Ελλάδα, που υπερέβη τον μέσο όρο ύφεσης της ΕΕ, αναδεικνύει έντονα την προτεραιότητα για αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και επανεκκίνηση της οικονομίας το 2021.

Η προσπάθεια της Ελλάδας να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης θα είναι δυσκολότερη σε σχέση με αυτή άλλων χωρών της Ε.Ε. εξαιτίας της κρίσης του 2009 που άφησε βαριά κληρονομιά. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε. με τα ¾ των ανέργων να είναι μακροχρόνια άνεργοι, έφυγαν στο εξωτερικό 400 χιλιάδες εργαζόμενοι κυρίως νεαρής ηλικίας, αποεπενδύει την τελευταία δεκαετία μειώνοντας τον παραγωγικό ιστό και έχει το υψηλότερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η επανεκκίνηση θα είναι αργή, σταδιακή και ασύμμετρη για διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και επομένως για όσους εργάζονται ή επιθυμούν να εργαστούν σε αυτούς. Οι οικονομολόγοι στην προσπάθεια τους να περιγράψουν το είδος της ανάκαμψης προσφεύγουν στα γράμματα του λατινικού αλφάβητου. Τώρα συγκλίνουν στην άποψη ότι το γράμμα «Κ» προσφέρει την πιο πιθανή περιγραφή της ανάκαμψης. Η εκτίμηση αυτή -που αφορά και την Ελλάδα- στηρίζεται στην διαπίστωση ότι η πανδημία δεν επηρέασε ομοιόμορφα όλους τους κλάδους, ούτε τους εργαζομένους και η επανεκκίνηση θα είναι και αυτή ασύμμετρη. Για παράδειγμα η κρίση επηρέασε αρνητικά τον κλάδο του τουρισμού και τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις όπως και τους εργαζομένους χαμηλής εξειδίκευσης. Στην επανεκκίνηση ευνοούνται οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας όπως και οι εργαζόμενοι υψηλής επαγγελματικής εξειδίκευσης.

Η κρίση πανδημίας στο πρώτο εξάμηνο του 2021 θα επηρεάζει ακόμη την λειτουργία της οικονομίας μέχρι ο μαζικός εμβολιασμός να διασφαλίσει ότι μπαίνουμε σε μια κατ’ αρχάς υγειονομική ομαλότητα. Επομένως και στην επόμενη χρονιά θα απαιτηθούν δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη βιώσιμων επιχειρήσεων αλλά και όσων θα βρεθούν άνεργοι καθώς τα προγράμματα στήριξης εργασίας θα τερματιστούν. Η ελληνική κοινωνία έντονα δοκιμασμένη από τη δεκαετή κρίση βρίσκεται αντιμέτωπη με τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης πανδημίας η οποία οδηγεί σε αύξηση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Για αυτό είναι απαραίτητος ο σχεδιασμός πολιτικών που κατά προτεραιότητα θα στηρίξουν όσους χτυπήθηκαν από αυτή.

Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένες ώστε να επιτυγχάνουν το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία και την απασχόληση καθώς οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας δεν είναι απεριόριστες. Το πρωτοφανές ύψος του δημόσιου χρέους που θα φτάσει στο 209% του ΑΕΠ υποχρεώνει σε συνετές κινήσεις στη δημοσιονομική πολιτική όπως και σε υπεύθυνη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων. Έτσι θα περιοριστεί ο κίνδυνος η κρίση πανδημίας να μετεξελιχθεί σε κρίση δημόσιου χρέους. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στις δημόσιες επενδύσεις και ιδιαίτερα σε αυτές των υποδομών -με έμφαση στις ψηφιακές-που κατά τεκμήριο κινητροδοτούν ιδιωτικές επενδύσεις, στη στήριξη του ΕΣΥ, την παιδεία και στην εθνική άμυνα.

Η βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας προϋποθέτει την συνδρομή των τραπεζών οι οποίες μέσω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχουν πρόσβαση σε φθηνή ρευστότητα. Αυτή θα πρέπει να φθάσει όχι μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις -όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας- αλλά και στις πολυάριθμες μικρές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με τα νέα που προκύπτουν από την κρίση πανδημίας κάνουν τις τράπεζες πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση δανείων ειδικά σε πολύ μικρές επιχειρήσεις όπου η ορατότητα αναφορικά με τις μόνιμες επιπτώσεις της πανδημίας είναι κατά κανόνα περιορισμένη.

Η οριστική επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά μέσω των διαδοχικών σχημάτων «Ηρακλής». Η δημιουργία μιας εθνικής «κακής» τράπεζας -όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- αποτελεί μέρος της οριστικής λύσης του προβλήματος ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους και δεν επιβαρύνει τους φορολογούμενους. Οι τράπεζες με τη σειρά τους πρέπει να προετοιμαστούν για την επόμενη ημέρα καθώς οι πολιτικές της ΕΚΤ που τώρα στηρίζουν την ρευστότητα τους και μέσω αυτής την κερδοφορία τους θα τερματιστούν και θα πρέπει να αναζητήσουν βιώσιμες πηγές εσόδων μέσω και της επανεξέτασης του επιχειρηματικού τους μοντέλου.

Σε ότι αφορά την αναδιάρθρωση της οικονομίας κρίσιμος θα είναι ο ρόλος των επιχορηγήσεων και των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με βάση τις προτεραιότητες της ΕΕ οι πόροι θα χρησιμοποιηθούν ώστε η οικονομία να γίνει πιο ψηφιακή, πιο πράσινη, πιο εξωστρεφής, πιο ανθεκτική και πιο συνεκτική. Η επιτυχία στο στόχο για αναδιάρθρωση της οικονομίας προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα κατευθύνει τους πόρους του Ταμείου -μεταξύ ανταγωνιστικών προτάσεων- σε εκείνες που θα έχουν το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.

Τα κριτήρια αξιολόγησης για την αξιοποίηση των δανείων του Ταμείου θα πρέπει να είναι ακόμη πιο αυστηρά δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά θα επιστραφούν στην ΕΕ. Αν τα δάνεια από τα Ταμείο Ανάκαμψης χρησιμοποιηθούν για την κεφαλαιακή ενίσχυση επιχειρήσεων πρέπει το δημόσιο, με τη συμμετοχή του στο μετοχικό τους κεφάλαιο, να εξασφαλίσει ότι θα τα ανακτήσει όταν οι συνθήκες γίνουν πιο ευνοϊκές και δεν θα χαθούν αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος.

Οι πόροι αυτοί μαζί με τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα προκρίνει η κυβέρνηση σε δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, παιδεία και ανεξάρτητες αρχές θα καθορίσουν τελικά όχι μόνο την ταχύτητα της αναδιάρθρωσης αλλά και το περιεχόμενο και τη βιωσιμότητα της. Ο κίνδυνος για τη χώρα είναι η κυβέρνηση να διοχετεύσει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης σε προγράμματα ή επιχειρήσεις με κριτήρια πελατειακά ή υποχωρώντας σε πιέσεις ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων.

Η κυβέρνηση φέρει το κύριο βάρος της ευθύνης ώστε αυτή τη φορά να αξιοποιηθεί η ευκαιρία που μας παρέχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης για να κάνουμε την οικονομία πιο ανθεκτική αλλά και πιο συνεκτική ώστε ο νέος πλούτος που παράγεται να διαχέεται σε όλους τους Έλληνες σε όλες τις γωνιές της χώρας. Η αντιπολίτευση έχει και αυτή με τη σειρά της υποχρέωση να καταθέσει τις δικές της προτάσεις και να ελέγχει αυστηρά τις επιλογές της κυβέρνησης για να αποφευχθεί η επανάληψη λαθών του παρελθόντος. Οι επιλογές που θα γίνουν το 2021 είναι καθοριστικές για την Ελλάδα, που οφείλει στους πολίτες της να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός και να καλύψει την απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη σε ένα αβέβαιο και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.

* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην Υπουργός Οικονομικών