Από το Αρχείο: Η σύγχρονη τέχνη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης

Από το Αρχείο: Η σύγχρονη τέχνη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης

Daniel Richter, Duueh, 2003

Από την Ειρήνη Σαββανή

Είναι γεγονός ότι οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που πραγματοποιούνται διεθνώς κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στο πλαίσιο της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, υπαγορεύουν καθημερινά νέα ερωτήματα, σχετικά τόσο με τη σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα, όσο και με τα υπό συνεχή διαμόρφωση πνευματικά και γεωγραφικά όρια.

Καθώς οι σύγχρονες μητροπόλεις μοιάζουν να οικοδομούνται από ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης, είναι φυσικό να διαμορφώνονται συνεχώς νέες καταστάσεις των πραγμάτων, οι οποίες ζητούν διαφορετικά εργαλεία και κριτήρια κατανόησης. Με ποιες μεθόδους προσεγγίζουν άραγε η πανεπιστημιακή κοινότητα, τα δημόσια και τα ιδιωτικά ιδρύματα τέχνης τις αλλαγές που επιφέρει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης στη σύγχρονη τέχνη; Ποια ερμηνεία δίνεται στον όρο παγκοσμιοποίηση; Υπάρχει μια μορφή παγκοσμιοποίησης ή περισσότερες;

Με αυτούς τους προβληματισμούς ως κεντρικό θεματικό άξονα, το Εθνικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης (Institut National d' Histoire de I' Art) διοργάνωσε στις αρχές Δεκεμβρίου στο Παρίσι το ευρωπαϊκό συνέδριο με θέμα «Η σύγχρονη τέχνη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης: προβληματικές, έρευνες, πηγές και δίκτυα στην Ευρώπη». Το συνέδριο που διαρθρώθηκε γύρω από βασικές ενότητες όπως «Οι έρευνες στην Ευρώπη», «Ο ρόλος του μουσείου στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης των ΜΜΕ», «Είναι εφικτή μια συλλογή παγκόσμιας τέχνης;», «Ποια είναι η ευθύνη του καλλιτέχνη;», αποδείχθηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον και γιατί, λόγω χρονικών συγκυριών, πραγματοποιήθηκε στον απόηχο των πρόσφατων «εξεγέρσεων των προαστίων του Παρισιού», δίνοντας έτσι αφορμή για μια βαθύτερη αυτοκριτική στους χώρους των Γάλλων διανοουμένων, αλλά και την ευκαιρία να διασαφηνιστεί η ερμηνεία των όρων παγκοσμιοποίηση, αποικιοκρατία, μετααποικιακή πολιτική. Έτσι για την απόδοση του όρου της παγκοσμιοποίησης στη γαλλική γλώσσα, ενώ υπάρχουν δύο εκδοχές: «globalisation» και «mondialisation», δίνεται ιδιαίτερη προτίμηση στην υιοθέτηση της δεύτερης και μάλιστα με την έννοια των παγκοσμιοποιήσεων, καθώς ο παραπάνω όρος περιγράφει και λαμβάνει υπ' όψιν του τόσο την ποικιλότητα, όσο και την ιδιαιτερότητα των διαφόρων διαδικασιών παγκοσμιοποιήσεων που πραγματοποιούνται σε όλα τα πολιτισμικά πεδία. Κυρίως, όμως, εμπεριέχει την έννοια της αντίστασης στον οικονομικό και κοινωνικό ολοκληρωτισμό που προσδιορίζει ο όρος «globalisation».

Η πανεπιστημιακή κοινότητα φάνηκε αρκετά προβληματισμένη και αμήχανη απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις, καθώς φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι το βλέμμα και τα ενδιαφέροντα του δυτικού ερευνητή οφείλουν να διαμορφωθούν σύμφωνα με τους κοινωνικούς προβληματισμούς και τις απαιτήσεις της εποχής μας. Έτσι, βλέπουμε να διαμορφώνεται μια αντιφατική κατάσταση.

Από τη μια μεριά να διαφαίνεται έντονο το ερευνητικό ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής και από την άλλη, μια χώρα όπως είναι η Γαλλία να συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ερευνήσει το ίδιο το αποικιακό της παρελθόν, τη μετααποικιακή πολιτική, τις συνέπειες και τ' αποτελέσματά της στη σύγχρονη κοινωνία. Μ' αυτή την έννοια, ακόμη και η πρόσφατη πρόταση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, Ζακ Σιράκ, για την ίδρυση ενός μουσείου της Μετανάστευσης, φαίνεται ότι αντί να ενώνει τις διαφορετικές φυλετικές αποχρώσεις που ζουν στη Γαλλία, μάλλον ξεσηκώνει σειρά αντιδράσεων, καθώς δεν καθορίζεται ούτε το περιεχόμενο των συλλογών, ούτε ποιοι είναι οι μελλοντικοί του στόχοι και σε ποιο κοινό απευθύνεται. Ακόμα και ο Jean-Pierre Mohen, Διευθυντής του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και των Συλλόγων του μελλοντικού Μουσείου Ανθρωπολογίας, το οποίο θα στεγαστεί στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό Branly στο Παρίσι, δε φάνηκε να είναι σε θέση να προσδιορίσει το είδος των συλλογών που θα συγκεντρώσει το νέο μουσείο, του οποίου παρεμπιπτόντως δεν έχει καθοριστεί η ονομασία, καθώς συνεχίζει ν' αποκαλείται ως Μουσείο του Quai Branly.

Έντονος προβληματισμός υπήρξε επίσης και όσον αφορά το ρόλο των μουσείων, καθώς τουλάχιστον όσον αφορά στον ευρωπαϊκό χώρο, φαίνεται ότι τείνουν να διαμορφώνονται περισσότερο σε διαχειριστικά όργανα μιας κατάστασης, παρά να προσφέρουν χώρους ανάπτυξης και καλλιέργειας της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής. Σ' αυτο το πλαίσιο, ο Boris Groys ανέπτυξε τους στοχασμούς του γύρω από το ρόλο που διαδραματίζει το μουσείο στη σύγχρονη εποχή.

Ο γνωστός και στην Ελλάδα καθηγητής φιλοσοφίας και αισθητικής (βλ. «Περί σύγχρονης τέχνης», κατάλογος έκθεσης Outlook, Αθήνα 2003) μας θύμισε ότι η εποχή όπου οι καλλιτέχνες θα έπρεπε να κάψουν τα Μουσεία σύμφωνα με το Μανιφέστο του Φουτουρισμού, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τι άλλο κάνει άραγε σήμερα ένα μουσείο, εκτός από το ν' αποθηκεύει έργα τέχνης; Μερικές φορές τα βλέπουμε ακόμη και να υιοθετούν στάσεις της πρωτοπορίας, όπως είναι για παράδειγμα η πρόσφατη ανατρεπτική (;) επανέκθεση των έργων της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (Centre Georges Pompidou), με τον τίτλο Big Bang. Καταστροφή και δημιουργία στην τέχνη του 20ου αιώνα.

Η υπογράφουσα, έχοντας εργαστεί στο παραπάνω μουσείο και γνωρίζοντας τα έργα της συλλογής του, οφείλει να ομολογήσει ότι, επισκεπτόμενη την εν λόγω έκθεση, διερωτήθηκε αν πραγματικά ωφελεί ένα εθνικό μουσείο της τέχνης του 20ού αιώνα, να υιοθετεί για την παρουσίαση των συλλογών του, εκθεσιακές πρακτικές που θα ταίριαζαν ίσως καλύτερα σε πιο πειραματικούς χώρους, όπως είναι για παράδειγμα το Palais de Tokyo. Διότι, εάν ένα εθνικό μουσείο καταργεί το χώρο, το χρόνο και κατά συνέπεια τη συλλογική μνήμη, για να δώσει προτεραιότητα σε μια αυθαίρετη διαδρομή, διατρέχοντας άναρχα τις δεκαετίες, με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο τις συγγένειες της φόρμας μεταξύ διαφορετικών καλλιτεχνικών εκφράσεων (ζωγραφική, φωτογραφία, αρχιτεκτονική, ντιζάιν κ.α.), τότε, μήπως αντί να προσεγγίζει ένα μη εξοικειωμένο με τη σύγχρονη τέχνη κοινό, το αποδιώχνει από τους χώρους και το αποπροσανατολίζει;

Από τις πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις ήτα εκείνη του Neil MacGregor, Διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος παρουσίασε τα ανοίγματα του Μουσείου στην καλλιτεχνική διασπορά του Λονδίνου. Αξιοποιώντας τις αφρικανικές ή ινδικές συλλογές του μουσείου, κάλεσε Αφρικανούς και Ινδούς καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα ειδικά για το μουσείο, εμπνευσμένα από τις ιδέες του στις συλλογές. Η είσοδος για το κοινό ήταν δωρεάν και η ιδέα ανταμείφθηκε με την αθρόα προσέλευση ανθρώπων που επισκέπτονταν, ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή τους, τους χώρους ενός μουσείου.

Επιμελητές μεγάλων διεθνών εκθέσεων, όπως είναι οι Catherine David και Nicolas Bourriaud, προσέγγισαν το ζήτημα της οργάνωσης των διεθνών εκθέσεων, τονίζοντας ότι είναι πρακτικά αδύνατο να συσταθεί μια παγκόσμια συλλογή έργων τέχνης, καθώς δεν μπορούμε να έχουμε την εποπτεία της παγκόσμιας καλλιτεχνικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η άνθιση και η εξάπλωση της χρήσης του βίντεο και της φωτογραφίας κατά την τελευταία δεκαετία στις διεθνείς διοργανώσεις, καθώς τα παραπάνω μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης, εκτός της μεγάλης δύναμης που φέρει η ίδια η εικόνα, προσφέρουν στους καλλιτέχνες ένα διεθνές «διαβατήριο», έτσι ώστε να περάσουν με μεγαλύτερη ευκολία τα σύνορα της χώρας προέλευσής τους.

Η έρευνα γύρω από την αναζήτηση της ταυτότητας (σεξουαλικής, φυλετικής, πολιτισμικής), έχει απασχολήσει το έργο του διεθνώς καταξιωμένου θεωρητικού της τέχνης και εννoιολογικού καλλιτέχνη Victor Burgin, ήδη από τις αρχές του 1970. Στην ομολογουμένως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγησή του με θέμα την ευθύνη του καλλιτέχνη, ο V. Burgin υποστήριξε ότι κατά τη γνώμη του δεν υπάρχει στρατευμένη τέχνη, όπως ταυτόχρονα, η τέχνη δεν μπορεί να μην είναι πολιτικοποιημένη. Μέσα από την παρουσίαση της πολυετούς έρευνάς του, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη φωτογραφία, όσο και το βίντεο, ανέδειξε το διαφορετικό ρόλο που καλείται να παίξει το μουσείο σύγχρονης τέχνης σήμερα, διεκδικώντας μια θέση η οποία άπτεται της επιστήμης της ψυχανάλυσης, καθώς ένα μουσείο απευθύνεται στη συλλογική συνείδηση και οφείλει να καταστεί ένα «ζωντανό μουσείο του παρόντος χρόνου».

Άλλωστε όπως υποστηρίζει και ο ίδιος, η πολιτική σημασία του έργου τέχνης δεν μπορεί να διαχωριστεί από το περιεχόμενό του.

Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 143 των Νέων της Τέχνης (Ιανουάριος 2006).