Μια ματιά στις δημοσκοπήσεις δείχνει ότι η καμπάνα χτυπά και για την Ελλάδα. Η χωρίς ιστορικό προηγούμενο εκλογή «με τη δεύτερη» του νέου Γερμανού καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, επαναφέρει στην επιφάνεια το γνωστό πρόβλημα: Κυβερνήσεις συνεργασίας με ασαφείς συμφωνίες μεταξύ κομμάτων με θεμελιώδεις διαφωνίες, δηλαδή η εξαφάνιση των δύο παραδοσιακών πολιτικών χώρων που κάποτε εναλλάσσονταν στην εξουσία. Αλλά όταν η κεντροδεξιά μιμείται την ακροδεξιά και η κεντροαριστερά μιμείται την ακροαριστερά, ο κόσμος του Κέντρου τρομάζει.
Αν στη Γερμανία, όπου τέτοιοι κυβερνητικοί συνασπισμοί είναι συνηθισμένοι (αλλά και, όπως αποδείχθηκε, αποτυχημένοι), τα όργανα άρχισαν από την πρώτη μέρα, μπορούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο ολέθριο.
Στη Γερμανία, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Διαφωνούν, όμως, μεταξύ τους και οι Χριστιανοδημοκράτες με τους Χριστιανοκοινωνιστές, που συναποτελούν τη Χριστιανική Ένωση. Ωστόσο, η μεν κεντροδεξιά στις εκλογές έπεσε κάτω από το 29%, οι δε Σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν στο 16%. Και η ακροδεξιά AfD βρέθηκε στη δεύτερη θέση. Οπότε όλοι οι υπόλοιποι χρειάστηκε να συνασπιστούν για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος.
Μέσα στον πανικό, ακόμη και η Αριστερά έσπευσε να συναινέσει ώστε η δεύτερη ψηφοφορία να διεξαχθεί την ίδια μέρα – και όχι εντός 14 ημερών όπως προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα - προκειμένου να μη σέρνεται μια τόσο δυσάρεστη και υπονομευτική για τη νέα γερμανική κυβέρνηση κατάσταση.
Και τελικά, όπως συνέβη και το 2021 (κυβέρνηση των φωτεινών σηματοδοτών αποτελούμενη από Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και Φιλελεύθερους, που έπεσε), και αυτή τη φορά η συμφωνία, υπό τον (εύστοχο είναι η αλήθεια) τίτλο «Ευθύνη για τη Γερμανία», παραπέμπει στο μέλλον, όσον αφορά στην εφαρμογή της. Συνέβη με τις 177 σελίδες της συμφωνίας του 2021, συμβαίνει και με τις 144 του 2025.
Μπορούν αυτά να συμβούν στην Ελλάδα;
Για όσους ονειρεύονται κυβερνήσεις συνεργασίας και στην Ελλάδα – την ώρα που κανείς δε συνεργάζεται με κανέναν – δείτε τι συνέβη στη Γερμανία:
Για τη συμφωνία εργάστηκαν 16 ομάδες εργασίας με 16 μέλη η κάθε μία. Συνολικά περισσότερα από 250 πολιτικά στελέχη των δύο πλευρών υπολογίζεται ότι έλαβαν μέρος στις διαπραγματεύσεις επί 17 θεματικών ενοτήτων. Μετά την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών συζητήσεων, υποβλήθηκε ένα τελικό κείμενο σε ένα σώμα 19 κορυφαίων εκπροσώπων των δύο σχηματισμών.
Αμέσως μετά ξεκίνησε η φάση της συγγραφής του τελικού κειμένου που κράτησε τρεις μέρες, συνοψίζοντας τα αποτελέσματα των ομάδων εργασίας και σημειώνοντας τις όποιες διαφωνίες συνέχιζαν να υφίστανται.
Αμέσως μετά ακολούθησε μια «φάση εκκαθάρισης» που διήρκεσε αρκετές ημέρες και σκοπό είχε την επίλυση των τελικών διαφωνιών και τον τρόπο διατύπωσης των ασαφειών. Μετά την τελική επεξεργασία, δόθηκε στα κόμματα το τελικό κείμενο. Ακολούθησε η διαδικασία της υπερψήφισής τους από τα όργανα των κομμάτων.
Συνήθως υπάρχουν και ζητήματα που πρέπει να ψηφιστούν με ενισχυμένη πλειοψηφία από την Βουλή, οπότε χρειάζεται η συναίνεση και άλλων κομμάτων που δε μετέχουν στον συνασπισμό, προκειμένου να επιτευχθεί η πλειοψηφία των δύο τρίτων, που απαιτεί η αλλαγή του Συντάγματος.
Για τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, η οποία θα επιτρέψει τον δανεισμό για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και για τον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, στη Γερμανία χρειάστηκε να συμφωνήσουν και οι Πράσινοι. Με τον τρόπο αυτό, θα επιτραπεί ο δανεισμός περίπου 400 δισεκατομμυρίων ευρώ για αμυντικές δαπάνες και 500 δισεκατομμυρίων για την συντήρηση βασικών υποδομών της χώρας. Η διαπραγμάτευση έφερε οφέλη και για τους Πράσινους: 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα επενδυθούν σε πολιτικές για το κλίμα.
Προσέξτε τώρα. Επειδή στη νέα γερμανική Βουλή, λόγω του δικαιώματος της λεγόμενης «μειοψηφίας αρνησικυρίας» ήταν βέβαιο ότι η Αριστερά και η Ακροδεξιά δε θα ψήφιζαν, η ψηφοφορία διεξήχθη από την προηγούμενη Βουλή με τις προηγούμενες πλειοψηφίες, οι οποίες δεν επέτρεψαν στην προηγούμενη κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία!
Δηλαδή πολύ συχνά δεν αρκεί καν η συμφωνία μεταξύ των μελλοντικών εταίρων!
Όταν η συμφωνία γίνεται αυτοσκοπός
Ως γνωστόν, οι συμφωνίες μεταξύ των κομμάτων που συνασπίζονται για να κυβερνήσουν δεν αποτελούν νόμους. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν στόχους. Οι νόμοι ψηφίζονται στα κοινοβούλια και οι διαρροές κατά την πρώτη (μυστική) ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ έδειξαν πως πιθανόν να πρόκειται για την κορυφή του παγόβουνου.
Αποδείχθηκε επίσης – και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες και όλα τα κόμματα – ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για δύσκολα προβλήματα. Κι’ ότι όποιος προκαλεί πολώσεις και διχασμούς ανεβάζοντας τους τόνους και διαφημίζοντας τις εύκολες λύσεις, στο τέλος πέφτει ο ίδιος θύμα αυτής της πόλωσης.
Στην εποχή μας, όπου επικρατεί η απόλυτη παράνοια – με τον έναν πόλεμο να ξεσπά μετά τον άλλο και με μάχες γύρω από πυρηνικά εργοστάσια – η σταθερότητα είναι το ζητούμενο για κάθε χώρα.
Αλλά η σταθερότητα δεν επιτυγχάνεται με πυροτεχνήματα και κραυγές. Επιτυγχάνεται όταν κυβερνάς με τέτοιο αξιόπιστο τρόπο ώστε να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη του λαού στο Κράτος και οι πολίτες να μην πέφτουν θύματα των λαϊκιστών.
Τα πελιδνά πρόσωπα των δύο βασικών συμμάχων Μερτς και Κλινγκμπάιλ και ο μορφασμός απαισιοδοξίας του πρώην καγκελάριου Σολτς μετά την πρώτη ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ, απέδειξαν ότι όλοι τους εξεπλάγησαν – ενώ η πολιτική είναι η τέχνη του προβλέπειν.
Κι’ αυτό σημαίνει ότι η υπερπροσπάθεια για σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας αφαιρεί δυνάμεις και εξουθενώνει τόσο πολύ τους διαπραγματευτές, που τελικά η συμφωνία γίνεται αυτοσκοπός και οι μελλοντικοί εταίροι υπογράφουν κατάκοποι και εξαντλημένοι μια συμφωνία για τη συμφωνία.
Κι’ όταν στην κορυφή εμφανίζονται τόσο μεγάλα στρατηγικά ελλείμματα, τότε το μέλλον διαγράφεται ζοφερό.
Δημοσκοπήσεις και αγκομαχητά
Στη Γερμανία η συμφωνία για τον σχηματισμό της (πέμπτης) «μαυροκόκκινης» (CDU/ CSU, SPD) κυβέρνησης συνασπισμού υπογράφηκε στις 5 Μαΐου, δέκα εβδομάδες μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές. Δεν πανηγύρισε κανείς.
Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών και πλέον αντικαγκελάριος Λαρς Κλινγκμπάιλ ένιωσε αμέσως την ανάγκη να… δικαιολογηθεί. Πέτυχαν, είπε, στις επιδιώξεις τους για τον κατώτατο μισθό και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Με λιγότερο ενθουσιασμό στους κόλπους των Σοσιαλδημοκρατών έγιναν αποδεκτά τα θέματα της μετανάστευσης και της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων.
Η συμπρόεδρος του κόμματος Σάσκια Έσκεν, αν και με πολλές διαφωνίες, στεκόταν δίπλα του, αλλά εκτός υπουργικού συμβουλίου με αβέβαιο το μέλλον της και όσον αφορά στο κομματικό της αξίωμα.
Και στο μεταξύ, όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, η ακροδεξιά ανέβαινε και οι μελλοντικοί σύμμαχοι έπεφταν κατά μία μονάδα! Ακόμη και αν ανέβαιναν κατά μισή ή μία μονάδα, το αγκομαχητό τους θα ακουγόταν ως μουσική στα αυτιά των ακραίων.
Διότι οι πολίτες που αρέσκονται στους υψηλούς τόνους θα πάνε στο αυθεντικό και όχι στο αντίγραφο…
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, δημοσιογράφος