O Οκτώβριος συνεχίζει να εξελίσσεται σε μήνα μεταβλητότητας, με την εβδομάδα που μας πέρασε να έχει μια σειρά ετερόκλητων ειδήσεων.
Καταρχάς βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο όσον αφορά την ορατότητα με τη νέα εμπορική κόντρα Κίνας-ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε την Παρασκευή ότι οι προτεινόμενοι από τον ίδιο δασμοί 100% στα αγαθά που εισάγονται στη χώρα του από την Κίνα δεν θα είναι βιώσιμοι, πρόσθεσε όμως ότι θα συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ σε δύο εβδομάδες και ότι πιστεύει πως τα πράγματα θα πάνε καλά με την Κίνα.
Στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και με το shutdown της κυβέρνησης των ΗΠΑ το οποίο όλα δείχνουν ότι θα εισέλθει στην τρίτη του εβδομάδα, με το κόστος από άποψη χαμένης παραγωγής σύμφωνα με την έκθεση του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου, να ανέρχεται έως και τα 15 δισ. δολάρια την εβδομάδα. (σ.σ:και όχι τα 15 δισ. την ημέρα όπως λανθασμένα ανέφερε ο Σκοτ Μπέσεντ σε δύο τηλεοπτικές του συνεντεύξεις).
Ο Μπέσεντ ανέφερε επίσης ότι το έλλειμμα των ΗΠΑ για το οικονομικό έτος 2025 που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου ήταν μικρότερο από το έλλειμμα των 1,833 τρισ. δολαρίων που καταγράφηκε στο προηγούμενο οικονομικό έτος. Το Υπουργείο Οικονομικών πάντως δεν έχει ανακοινώσει τα επίσημα στοιχεία για το έλλειμμα, ενώ το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτίμησε την περασμένη εβδομάδα ότι το έλλειμμα των ΗΠΑ για το οικονομικό έτος 2025 μειώθηκε μόνο ελαφρώς στα 1,817 τρισ. δολάρια, παρά την αύξηση των τελωνειακών εσόδων κατά 118 δισ. δολάρια από τους δασμούς του Τραμπ.
Στα συν της εβδομάδας ότι περιορίζονται προς το παρόν οι πολιτικές ανησυχίες στη Γαλλία καθώς ο Λεκορνί «επέζησε» και από τις δύο προτάσεις μομφής στο κοινοβούλιο, χάρη στην υπαναχώρηση του για την άμεση εφαρμογή του νέου συνταξιοδοτικού που ικανοποίησε τους Σοσιαλιστές.
Στα συν και τα καλά εταιρικά αποτελέσματα σε γενικές γραμμές των μεγάλων τραπεζών στις ΗΠΑ αν και δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο μετά τις επιδόσεις της Wall το τρίτο τρίμηνο.
Όμως να υπενθυμίσουμε ότι τα μάτια της αγοράς είναι στραμμένα στα αποτελέσματα του τεχνολογικού τομέα, ο οποίος έχει και τις πιο απαιτητικές αποτιμήσεις. Από τέλη Οκτωβρίου λοιπόν τα σπουδαία...
Στα μείον τώρα τα απογοητευτικά στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας και η διαγραφή δανείων και πρόβλεψη ζημιών για παραπλανητικά δάνεια από δύο περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ.
Όσον αφορά το πρώτο, να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της Εurostat, η βιομηχανική παραγωγή τον Αύγουστο κατέγραψε μηνιαία πτώση 1,2% στην Ευρωζώνη και 1% στην ΕΕ.
Παρά τη μηνιαία υποχώρηση όμως, η παραγωγή αυξήθηκε 1,1% σε ετήσια βάση, γεγονός που δείχνει ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία διατηρεί θετικό πρόσημο συγκριτικά με πέρυσι.
Αυτό που προβλημάτισε όμως είναι ότι η μεγαλύτερη μηνιαία πτώση ήταν στη Γερμανία με ποσοστό -5,2% .(σ.σ:ακολούθησε η Ελλάδα με πτώση 4,5% και η Αυστρία με πτώση 3,1%).
Η πτώση στη Γερμανία οφείλεται κυρίως στη μεταποίηση και τη βιομηχανία αυτοκινήτων, ήτοι τους δύο βασικούς πυλώνες της γερμανικής οικονομίας.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρη ένδειξη των δομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία, καθώς έξι χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας, η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία παραμένει περίπου 15% κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Οι τιμές της ενέργειας είναι προφανώς το μεγάλο αγκάθι καθώς η παραγωγή σε ενεργοβόρους κλάδους εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου 4% κάτω από τα επίπεδα του 2024.
Αν τώρα συνδυάσουμε την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής με την πτώση των νέων παραγγελιών για τέσσερις συνεχόμενους μήνες και τα αποθέματα που επέστρεψαν στο υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο, γίνεται κατανοητό ότι δύσκολα θα έχουμε καλά νέα τους επόμενους μήνες.
Και περνάμε στο δεύτερο μείον της εβδομάδας, ήτοι την αναζωοπύρωση των ανησυχιών για τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ.
Τριγμοί στα ταμπλό από τα απόνερα δύο χρεοκοπιών του Σεπτεμβρίου
Η προειδοποίηση πριν δύο ημέρες δύο περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ ότι έχουν πέσει θύματα πιθανής απάτης σε δάνεια που συνδέονται με funds στην αγορά των ακινήτων είναι μια είδηση που μπορεί να κρύβει αυξημένους συστημικούς κινδύνους.
Οι Zions Bancorporation και Western Alliance Bancorp ανέφεραν ότι υπήρξαν θύματα απάτης σε δάνεια που συνδέονταν με προβληματικά funds ακινήτων, σε μία υπόθεση που δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ότι έχει εν τέλει διευρυμένες διαστάσεις και συνδέεται με τις δύο χρεοκοπίες εταιρειών στο κλάδο του αυτοκινήτου με τη μια να ειδικεύεται σε subprimes δάνεια τον Σεπτέμβριο.
Να υπενθυμίσουμε ότι η First Brands Group στις ΗΠΑ κατέθεσε αίτηση υπαγωγής στο Κεφάλαιο 11 τον Σεπτέμβριο, ευρισκόμενη στο χείλος της χρεοκοπίας καθώς οι συνολικές της υποχρεώσεις είχαν ένα εύρος μεταξύ 10 και 50 δισ. δολαρίων, με ενεργητικό 1 έως 10 δισ.
Σημειωτέον ότι η εταιρεία είχε αντλήσει δισεκατομμύρια δολάρια από ιδιωτικές αγορές χρέους, ενώ από τον Μάρτιο είχε ενημερώσει τους πιστωτές της ότι το μακροπρόθεσμο χρέος της ανερχόταν σε 5,9 δισ. δολάρια, έναντι σχεδόν 1 δισ. σε διαθέσιμα!
Τους επόμενους μήνες πολλαπλασιάστηκαν οι ανησυχίες για πρόσθετες, αδιαφανείς υποχρεώσεις, με την κατάσταση να επιδεινώνεται όταν τράπεζα συνεργασίας προχώρησε σε κατάσχεση μέρους των κεφαλαίων της.
Για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων στη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, η First Brands εξασφάλισε χρηματοδότηση 1,1 δισ. δολαρίων από ομάδα πιστωτών. Παράλληλα, ορίστηκε επικεφαλής αναδιάρθρωσης ο Charles Moore της Alvarez & Marsal, με εντολή να οδηγήσει την εταιρεία σε σχέδιο εξυγίανσης και μείωσης του χρέους.
Το σοκ για την αγορά χρέους ήταν άμεσο. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, τα ανώτερης διαβάθμισης δάνεια της εταιρείας βρέθηκαν να αλλάζουν χέρια περίπου στο ένα τρίτο της ονομαστικής αξίας, ενώ χαμηλότερης προτεραιότητας τίτλοι τιμολογήθηκαν σε «ένα σεντς στο δολάριο» σε μια σαφή υπενθύμιση ότι η μόχλευση όταν ξεπερνάει συγκεκριμένα όρια μπορεί να μετατραπεί σε καθαρή στάχτη.
Βλέπετε, η First Brands είχε αναπτυχθεί την τελευταία δεκαετία από μια εξειδικευμένη βιομηχανική εταιρεία κατασκευής ανταλλακτικών αυτοκινήτων, σε πολυεθνικό όμιλο μέσω διαδοχικών εξαγορών με υψηλή μόχλευση.
Στο σκέλος των πιστωτών, καταγράφτηκαν εξειδικευμένοι επενδυτές με έκθεση στο factoring της First Brands, συμπεριλαμβανομένης όπως θα δούμε παρακάτω μονάδας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μεγάλης επενδυτικής τράπεζας. Και όλα αυτά, λίγες εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Tricolor Holdings, μιας εταιρείας subprime δανείων στον κλάδο των αυτοκινήτων, η οποία υπέβαλε επίσης αίτηση πτώχευσης και προχώρησε στη ρευστοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων.
Όπως προλογίσαμε, τα απόνερα των δύο παραπάνω χρεοκοπιών έφτασαν τώρα στις αγορές, με μεγάλες τράπεζες όπως η Jefferies, η UBS και η JPMorgan αλλά και μικρότερες να αποκαλύπτεται ότι είχαν έκθεση σε μία από τις δύο εταιρείες. (σ.σ:Ο διευθύνων Συμβουλος της Jefferies, Ριτς Χάντλερ, δήλωσε επίσης ότι εξαπατήθηκε από την πτωχευμένη εταιρεία κατασκευής ανταλλακτικών αυτοκινήτων First Brands Group).
Χθες, η Fifth Third ανακοίνωσε ότι οι καθαρές απομειώσεις ή τα δάνεια που είναι απίθανο να ανακτηθούν έφτασαν συνολικά τα 339 εκατ. δολάρια το προηγούμενο τρίμηνο, με τα 178 εκατ. δολάρια να αφορούν το δάνειο προς την Tricolor Holding.
Συνδυασμένες ζημιές εκατοντάδων εκατομυρίων ανέφερε και η JPMorgan Chase & Co από την κατάρρευση της Tricolor Holdings κατά την ανακοίνωση αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου, προχωρώντας σε διαγραφές ύψους 170 εκατομμυρίων δολαρίων που οδήγησαν στην αύξηση του πιστωτικού κόστους της τράπεζας.
Και αν η Fifth Third και η JP Morgan έπεσαν σχετικά στα «μαλακά», καθώς οι υπόλοιπες επιδόσεις τους κέρδισαν τις εντυπώσεις και πάνω από όλα έχουν το μέγεθος να απορροφήσουν αυτά τα πλήγματα, εντούτοις για τις μικρότερες περιφερειακές τράπεζες η εικόνα είναι πιο σκοτεινή.
Οι Zions Bancorp και Western Alliance κατέγραψαν την Πέμπτη τις μεγαλύτερες απώλειες στον δείκτη KBW Bank, παρασύροντας τον στη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων έξι μηνών.
Η Ζions ανακοίνωσε έκτακτη επιβάρυνση 50 εκατ. δολ. σε δάνειο της θυγατρικής της California Bank & Trust. Η Western Alliance Bancorp ανακοίνωσε ότι έχει χορηγήσει δάνεια στους ίδιους δανειολήπτες.
Πιο συγκεκριμένα η Zions, σε μήνυση που υπέβαλε, αναφέρει ότι δύο επενδυτικά funds χρωστούν χρήματα στη θυγατρική της California Bank & Trust. Η τελευταία διέθεσε δύο ανακυκλούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις στους δανειολήπτες το 2016 και το 2017 συνολικού ύψους άνω των 60 εκατ. δολαρίων για να χρηματοδοτήσει τις αγορές προβληματικών εμπορικών ενυπόθηκων δανείων.
Μετά από έρευνα, η τράπεζα βρήκε ότι πολλά από τα χρεόγραφα και τα υποκείμενα ακίνητα είχαν μεταφερθεί σε άλλες οντότητες και πολλά ακίνητα είχαν ήδη κατασχεθεί ή ήταν σε διαδικασία κατάσχεσης.
Η Western Alliance έχει επίσης δανείσει χρήματα στην ίδια ομάδα επενδυτών για την έκδοση ή αγορά ενυπόθηκων δανείων. (σ.σ:Η εταιρεία ανακοίνωσε πάντως ότι δεν περιμένει το συγκεκριμένο θέμα να αλλάξει το outlook για το 2025).
Όπως και να έχει, η κατάρρευση ενός σχετικά άγνωστου προμηθευτή ανταλλακτικών αυτοκινήτων ήταν το μικρό βότσαλο στη λίμνη των αγορών και οι κύκλοι της αναταραχής έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται σε ολόκληρο τον παγκόσμιο τραπεζικό και διαχειριστικό κλάδο, όπου ενδεχομένως δισεκατομμύρια δολάρια έχουν εμπλακεί στην ίδια ή σε άλλες παρεμφερείς ιστορίες.
Ποια φαίνεται βάση κοινής λογικής να είναι μια καλή προληπτική κίνηση προκειμένου να μην αθροιστούν και άλλα «βότσαλα» στη λίμνη; Oι τράπεζες να αυξήσουν την εποπτεία και να προβούν σε μια πιο «σφιχτή» διαχείριση κινδύνου. Φαίνεται όμως ότι απέχουμε από την κοινή λογική.
Μια επικίνδυνη επιλογή στο ρυθμιστικό πλαίσιο των τραπεζών
Η Fed και άλλες εποπτικές αρχές έχουν ξεκινήσει συζητήσεις προκειμένου να μειώσουν σημαντικά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη κίνηση και αυτό δεν το λέμε μόνο εμείς, αλλά και το Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου του Ινστιτούτου CFA, ένα ανεξάρτητο όργανο που αποτελείται από πρώην Αμερικανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Αυτό το καλοκαίρι, οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ, ήτοι το Συμβούλιο των Διοικητών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων και το Γραφείο του Ελεγκτή του Νομίσματος, άνοιξαν ξανά τη συζήτηση πάνω στο αιώνιο ερώτημα του τραπεζικού τομέα: Πόση μόχλευση των τραπεζών -χρέος σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια- είναι καλή για την οικονομία και από ποιο επίπεδο και μετά θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται ότι είναι υπερ μιας περαιτέρω απελευθέρωσης των ρυθμίσεων, καθώς έπεσε στο τραπέζι η πρόταση της αποδυνάμωσης του «ενισχυμένου συμπληρωματικού δείκτη μόχλευσης» (eSLR).
Πρόκειται για έναν δείκτη που ισχύει μόνο για τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, γνωστές ως παγκόσμιες συστημικά σημαντικές τράπεζες -GSIBs- μαζί με τις θυγατρικές τους που είναι ασφαλισμένα ιδρύματα καταθέσεων (IDIs).
Επί του παρόντος, οι GSIBs υποχρεούνται να έχουν τουλάχιστον 5% ίδια κεφάλαια και οι IDIs πρέπει να έχουν τουλάχιστον 6% ίδια κεφάλαια σε σχέση με τη συνολική τους μόχλευση. Η τρέχουσα πρόταση θα μείωνε αυτό το ποσοστό σε 3,84% κατά μέσο όρο και για τις δύο οντότητες.
Η πρόταση αυτή καλό είναι να μην περάσει. Βλέπετε ο δείκτης μόχλευσης είναι απλός και απολύτως διαφανής, καθώς αποφεύγει οποιαδήποτε αξιολόγηση του υποτιθέμενου κινδύνου διαφόρων περιουσιακών στοιχείων. Είναι δηλαδή ένας δείκτης μη ευαίσθητος στον κίνδυνο. Αυτό είναι σημαντικό γιατί οι εκτιμήσεις κινδύνου είναι ουκ ολίγες φορές λανθασμένες.
Θυμηθείτε τι έγινε το 2008. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι τράπεζες θεωρούσαν τους αμερικανικούς τίτλους που υποστηρίζονται από στεγαστικά δάνεια και τα σχετικά παράγωγα τους ως assets χαμηλού κινδύνου. Αυτό απεδείχθη τεράστιο λάθος.
Το 2010 επίσης, το μεγαλύτερο μέρος του κρατικού χρέους της Ευρωζώνης θεωρούνταν χαμηλού κινδύνου. Μέσα σε λίγους μήνες είχαμε την κρίση του ευρώ, κρατικές διασώσεις και βαθιά μέτρα λιτότητας.
Αυτή τη στιγμή λοιπόν η Fed και οι άλλες ρυθμιστικές αρχές φαίνεται να αρκούνται στην πεποίθηση ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που βασίζονται στον κίνδυνο θα προσφέρουν την απαραίτητη ασφάλεια.
Ειδικά αυτή την περίοδο όμως που πολλά σημαντικά μέρη του τραπεζικού συστήματος,από τα κρυπτονομίσματα εως τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μπορεί να φέρουν λανθασμένα τα σταθμισμένα βάρη κινδύνου, αυτή η πεποίθηση μπορεί να χαρακτηριστεί εως και επικίνδυνη.
Και αν η λέξη επικίνδυνη φαίνεται υπερβολική, απλά θα παραθέσουμε τις πρόσφατες παρατηρήσεις του Simon Johnson - βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών το 2024 και καθηγητής στο ΜΙΤ- ότι από το 2015 έως το 2024, οι ισολογισμοί των GSIB αυξήθηκαν κατά σχεδόν 50%, από 10,5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε 15,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Πόσο ανέβηκαν τα «σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο περιουσιακά τους στοιχεία»; Κατά λιγότερο από 10%, από 6,09 τρισεκατομμύρια δολάρια σε 6,9 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό υποδηλώνει μια μεγάλη και σκληρή αλήθεια: Oι τράπεζες είναι σε θέση να «βελτιστοποιήσουν» το μείγμα περιουσιακών τους στοιχείων προκειμένου να μειώσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και να ευχαριστήσουν τους μετόχους τους με τη διανομή του κεφαλαίου που «εξοικονομείται», με στόχο την αύξηση της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων χωρίς προσαρμογή για τον κίνδυνο.
Το κερασάκι στην τούρτα; Οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ εξετάζουν και το ενδεχόμενο τροποποίησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων που βασίζονται στον κίνδυνο!
Μια μείωση όμως των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα οδηγήσει σε σημαντικό πρόσθετο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ΗΠΑ και αυτή η στιγμή είναι ίσως η χειρότερη για μια τέτοια επιλογή.
*Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.