Σε «στενωπό» τα Ελληνοτουρκικά - Το νέο περιβάλλον μετά τον πόλεμο Ισραήλ με Ιράν
Eurokinissi / ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
Eurokinissi / ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ

Σε «στενωπό» τα Ελληνοτουρκικά - Το νέο περιβάλλον μετά τον πόλεμο Ισραήλ με Ιράν

Σε μια περίοδο ιστορικών ανακατατάξεων στη διεθνή σκακιέρα και ανασχεδιασμού της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία και του ιρανοϊσραηλινού πολέμου των 12 ημερών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν να αποτελματώνονται και πάλι.

Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας, το οποίο επρόκειτο, βάσει του αρχικού προγραμματισμού, να συνεδριάσει στις αρχές του 2025, μετά από πολλές αναβολές φαίνεται ότι μετατίθεται για το φθινόπωρο. Είναι ενδεικτικό της αδυναμίας επίτευξης προόδου στα ελληνοτουρκικά, που θα έδιναν περιεχόμενο σε αυτή την έρπουσα διαδικασία επαναπροσέγγισης.

Τα «ήρεμα νερά», με τον περιορισμό της έντασης στο Αιγαίο και τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, είναι δύο από τα κέρδη αυτής της διαδικασίας, αλλά φυσικά είναι προσωρινά και θα υφίστανται όσο εξυπηρετούν και την ίδια την Τουρκία, στην προσπάθειά της να προσεγγίσει, υπό τους δικούς της όρους, την ΕΕ.

Η αδυναμία του εγχειρήματος αποδείχθηκε τον τελευταίο χρόνο, καθώς η προδιαγεγραμμένη αποτυχία της προσπάθειας των δύο υπουργών Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτη και Χ. Φιντάν, να βρουν μέθοδο αναζήτησης λύσης στο θέμα της οριοθέτησης, ανέδειξε και αποτύπωσε το εύρος των διαφορών των δύο χωρών. Όχι, μόνο ως προς την ουσία του προβλήματος της οριοθέτησης, αλλά ακόμη και στον τρόπο προσέγγισής της.

Έτσι, μετά από δύο χρόνια κατά τα οποία οι δύο ηγέτες επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη δοκιμασμένη και άκαρπη, συνταγή των διερευνητικών συνομιλιών και να αναθέσουν την αποστολή αυτή στους δύο υπουργούς Εξωτερικών, δεν διαφαίνεται διέξοδος, και έτσι παραμένει ο πυρήνας των προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τον τελευταίο χρόνο, όμως, υπήρξαν αρνητικές εξελίξεις, κυρίως σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Η υπόθεση του καλωδίου διασύνδεσης Κρήτης - Κύπρου αποτελεί μια μεγάλη πολιτική εκκρεμότητα, καθώς δίνεται η εντύπωση ότι έχει επιβληθεί στην περιοχή της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ (με την Αίγυπτο) ο «νόμος» της Τουρκίας, με τον οποίο μάλιστα επιχειρεί να επιβάλει και το τουρκολιβυκό Μνημόνιο.

Η ανακήρυξη από την Ελλάδα του ΘΧΣ (Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού) και των Θαλάσσιων Πάρκων είναι σημαντικά βήματα, αλλά ακόμη βρίσκονται σε θεωρητικό επίπεδο και θα δοκιμαστούν στο πεδίο όταν αποφασίσει η κυβέρνηση να τα θέσει σε εφαρμογή. Με τη δημοσίευση και κατάθεση του χάρτη του τουρκικού ΘΧΣ στην UNESCO, έχουμε πλέον για πρώτη φορά αποτυπωμένο όλο το πλαίσιο των τουρκικών διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων εις βάρος της Ελλάδας.

Μια συνάντηση κορυφής Ελλάδας - Τουρκίας, όποτε κι αν γίνει, δεν μπορεί πλέον να αφορά μόνο το μεταναστευτικό, τη «θετική ατζέντα» ή τις βίζες των Τούρκων τουριστών στα ελληνικά νησιά, αλλά να έχει περιεχόμενο και να καταδείξει εάν πράγματι υπάρχει διάθεση για ουσιαστική προσέγγιση και υπό ποιους όρους θα πρέπει να συζητηθεί και ο πυρήνας των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και αυτό, φυσικά, απαιτεί σοβαρή προετοιμασία και συνυπολογισμό των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων.

Είναι όμως προφανές ότι η διαδικασία προσέγγισης δεν μπορεί να συνεχιστεί με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται η Τουρκία, κάτι που έγινε εμφανές στην υπόθεση του καλωδίου.

Η Ελλάδα έχει επιλέξει, βεβαίως, να ασκεί τμηματικά τα κυριαρχικά δικαιώματά της, αποφεύγοντας τις περιοχές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία. Η προκήρυξη του διαγωνισμού για τα δύο οικόπεδα νότια της Κρήτης, για τα οποία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον η CHEVRON, είναι σημαντική και έρχεται να πλήξει το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, στην πλευρά όμως της Λιβύης, που προς το παρόν είναι ο αδύναμος κρίκος.

Η «πλαγιοκόπηση» του τουρκολιβυκού Μνημονίου, με αυτόν τον τρόπο, και με την επιβολή της καθορισμένης από την Ελλάδα μέσης γραμμής έχει στόχο πέραν του προφανούς: να βγάλει από το «καβούκι» της» τη Λιβύη.

Διότι οι τελευταίες αντιδράσεις από την Τρίπολη και τη Βεγγάζη ανοίγουν εμμέσως τον δρόμο για μια πρωτοβουλία της Αθήνας, ώστε να πιεστεί η λιβυκή πλευρά να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη χώρα μας για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, προκειμένου να αποφύγει την επιβολή τετελεσμένων από την Ελλάδα με τη χάραξη των οικοπέδων βάσει της μέσης γραμμής, όπως αυτή προβλέπεται από τον Νόμο 4001/2011.

Η Λιβύη, έχοντας περιέλθει, έπειτα από 14 χρόνια εμφυλίου πολέμου, σε αδυναμία αποτροπής, δηλώνει έτοιμη για διάλογο, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα το «φόβητρο» της Τουρκίας, καλώντας την τουρκική ΤΡΑΟ, χωρίς όμως να υπερβαίνει την «κόκκινη γραμμή», περιορίζοντας τις περιοχές ερευνών στην περιοχή λιβυκής δικαιοδοσίας (ανεξαρτήτως όποιας οριοθέτησης υπάρξει).

Η πρόσκληση, όμως, προς τα τουρκικά ερευνητικά για δραστηριότητες ακόμη και στα όρια της μέσης γραμμής είναι κίνηση που προκαλεί ανησυχία και σαφώς θα κρατά την Αθήνα σε διαρκή ετοιμότητα και επιφυλακή.

Για την Αθήνα, ένα ακόμη μέτωπο παραμένει ανοιχτό: αυτό της συμμετοχής της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς, αλλά και η επιδίωξή της, λόγω της συγκυρίας, να απαιτήσει την κατάργηση όλων των «εμπάργκο όπλων» μεταξύ συμμάχων, κάτι που έθεσε ο ίδιος ο Τ. Ερντογάν μετ’ επιτάσεως στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ.

Παρά την αναφορά σε «ομονοούσες χώρες» και στην ανάγκη συμπόρευσης με την Κοινή Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική από τις χώρες που θέλουν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Άμυνας, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός για την Τουρκία. Ο κανονισμός SAFE, ειδικά για το 35% του προτεινόμενου εξοπλισμού, δεν θέτει όρους και περιορισμούς και εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Ακόμη όμως και για το υπόλοιπο 65%, παραμένουν τα «παράθυρα» των συμπαραγωγών, όπου, ακόμη κι αν απαιτείται ομοφωνία για την έγκριση, θα είναι δύσκολο να αποκλειστεί μια ευρωπαϊκή εταιρεία, όπως η Leonardo, η όποιο άλλο σχήμα θα μπορούσε να εμφανιστεί, στο οποίο θα συμμετέχει με σημαντικό μερίδιο και η τουρκική πολεμική βιομηχανία.

Επίσης, ο πρόεδρος Ερντογάν κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, με τη στήριξη τόσο του νέου γ.γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε όσο και τις θερμές συστάσεις της Ύπατης Εκπροσώπου Κάγια Κάλας, προώθησε ακριβώς την άρση των όποιων περιορισμών στη συνεργασία στον εξοπλιστικό τομέα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Επίσης, σε συναντήσεις του με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν και τον Καγκελάριο Μερτς, επέμεινε για την άμεση απελευθέρωση της αγοράς των Eurofighter, αλλά ο Γάλλος πρόεδρος φάνηκε πως, όσον αφορά το πυραυλικό σύστημα SAMP/T, ήγειρε ζητήματα που αφορούν τόσο την πολιτική της Τουρκίας στη Συρία όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε ιδιαίτερο βάρος όμως και στη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ, όπου πρώτο θέμα ήταν τα F-35. Προκάλεσε εντύπωση η δήλωσή του, που λίγο - πολύ απαξίωνε τους ρωσικούς S-400 ως σημαντικό όπλο στο αντιαεροπορικό οπλοστάσιο της Τουρκίας. Πιθανότατα, αυτή η δήλωση υποκρύπτει κάποιον σχεδιασμό που θα επέτρεπε τον παροπλισμό των S-400, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τα F-35 αλλά και για τα F-16, καθώς και για τους κινητήρες που είναι αναγκαίοι για την παραγωγή του τουρκικού μαχητικού KAAN.

Βεβαίως, η Τουρκία έχει ενοχληθεί ιδιαίτερα από την εκστρατεία που συνεχίζει να κάνει η Ελλάδα, ώστε να τεθούν όροι και προϋποθέσεις που θα αφορούν και τη διακοπή της επιθετικότητας της Τουρκίας, προκειμένου να λάβει μέρος στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και να της δοθούν νέα υπερσύγχρονα όπλα.

Και πάντως, ακόμη κι αν τα ελληνικά επιχειρήματα δεν είναι πειστικά, μετά την εμπειρία του πολέμου Ιράν - Ισραήλ, θεωρείται απίθανο η Ουάσιγκτον να αγνοήσει το βέτο που έχει θέσει το Τελ Αβίβ στην απόκτηση F-35 από την Τουρκία.

Με τον πρόεδρο Τραμπ να έχει δώσει δείγματα γραφής ως προς τη διαχείριση διεθνών κρίσεων, κανείς στην Αθήνα δεν θα ήθελε μια ελληνοτουρκική κρίση να τραβήξει την προσοχή του και να προκαλέσει την εμπλοκή του προέδρου Τραμπ.

Ειδικά τη στιγμή που αναχαράσσεται ο χάρτης της Μέσης Ανατολής και πιθανότατα ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιχειρήσει να αναβιώσει τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», η Ελλάδα επιθυμεί να είναι παρούσα με θετικό πρόσημο και όχι ως μέρος μιας «ενοχλητικής» για τον Αμερικανό πρόεδρο κρίσης. Και αυτή είναι η δύσκολη ισορροπία που θα πρέπει να αναζητήσει η Αθήνα.